Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Ταξίδι στον κόσμο του κομπολογιού


«Θα το δώσω το ρολόι και θα πάρω κομπολόι», τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Δεν είναι, όμως, το μοναδικό ελληνικό λαϊκό τραγούδι που αναφέρεται στο κομπολόι. Αυτό που συνοδεύει καημούς, έρωτες και βάσανα κι έχει συνδεθεί στη συνείδηση του κόσμου με τη μαγκιά, τον "τσαμπουκά".

Ωστόσο, το κομπολόι ή μπεγλέρι ξεκίνησε για να εξυπηρετήσει την ανάγκη επικοινωνίας του ανθρώπου με τον θεό. Η ιστορία του κομπολογιού φαίνεται ότι χάνεται στο βάθος της ιστορίας. Εικάζεται ότι το πρώτο κομπολόι δημιουργήθηκε από...
 κάποιον μοναχό στην Αρχαία Ινδία, μεταξύ 800-500 πΧ.


Αφορμή για τη δημιουργία του κομπολογιού ήταν να καλυφθεί η πρακτική ανάγκη του μοναχού που έπρεπε να κάνει με απόλυτη συγκέντρωση ένα συγκεκριμένο αριθμό προσευχών. Από τη μία πλευρά όμως, δεν ήξεραν όλοι να μετράνε, ενώ από την άλλη και να ήξεραν, πάντα υπήρχε ο κίνδυνος να παραλειφθεί κάποια προσευχή ή να ειπωθεί κάποια παραπάνω, ενώ η έγνοια του μετρήματος θα αποσπούσε το νου από την προσήλωση στην προσευχή.

Ο κανόνας έλεγε: «108 προσευχές ακριβώς». Έτσι, δόθηκε η λύση που έμελλε να εξυπηρετήσει όλες τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου. Πέρασε σε ένα σκοινάκι εκατόν οκτώ κουκούτσια διάτρητα και έδεσε τις δύο άκρες του τοποθετώντας εκεί μία φουντίτσα, για να ξέρουν που ξεκινά και που σταματά το μέτρημα. Έτσι γεννήθηκε το κομπολόι. Οι Ινδοί σήμερα ονομάζουν το κομπολόι «τζαμπάλα», που σημαίνει «γιρλάντα της προσευχής και της επανάληψης των ονομάτων του θεού, που καταστρέφει τις αμαρτίες και ελευθερώνει από τον κύκλο της γέννησης και του θανάτου» και πρέπει να έχει 108 χάντρες.


Στην Ελλάδα, το κομπολόι ξεκίνησε από τους μοναχούς του Αγίου Όρους, περίπου το 1.000 μΧ, όταν πήραν ένα μαύρο μάλλινο σκοινάκι, του έκαναν πενήντα τέσσερις κόμπους και έπλεξαν τις δύο άκρες σε σχήμα σταυρού. Αυτή τη γιρλάντα την ονόμασαν δεητικό στεφάνι της Παναγιάς. Αργότερα οι κόμποι έγιναν 33, όσα και τα χρόνια του Χριστού. Οι κοσμικοί αυτήν τη γιρλάντα την ονόμασαν προσευχητάρι, κομποσκοίνι και κομπολόι. Την είπαν κομπολόι επειδή, ο προσευχόμενος ακουμπώντας τον κάθε κόμπο λέει και μία προσευχή. Η σύμπτυξη των λέξεων «κόμπος» και «λέγει» γέννησαν το όνομα κομπολόγι-κομπολόι.


Επί τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι αξιωματούχοι, κρατούσαν γιρλάντα με κεχριμπαρένιες χάντρες και πλούσια μεταξένια φούντα. Την έλεγαν ντεσμπίχ. Την χρησιμοποιούσαν για να χαλαρώνουν, να επιδεικνύουν τον πλούτο τους, ιδίως όμως σαν σκήπτρο εξουσίας. Τέτοιο σκήπτρο πήραν στα χέρια τους οι κοτζαμπάσηδες, οι άρχοντες και οι αρματολοί. Το ονόμασαν τεσμπίχι. Με τα χρόνια, αυτό διαδόθηκε σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Λειτούργησε σαν συμβόλαιο, όρκος, απόδειξη αγάπης, φιλίας, άδεια οικοδομής, σφραγίδα, μέσο επίδειξης, μαγκιάς και δύναμης.

Σταδιακά, το κομπολόι διαδόθηκε και στους σκλαβωμένους Έλληνες, διότι μ’ αυτό προσεύχονταν για να απαλλαγούν από τη σκλαβιά των Τούρκων. Η συνύπαρξη επί πολλά χρόνια του κομπολογιού και του ντεσμπίχ, είχε ως αποτέλεσμα, το κομπολόι σιγά - σιγά να μεταμορφώνεται σε τεσμπίχι και το τεσμπίχι σε κομπολόι. Η καθιέρωση της μετονομασίας ήρθε στις αρχές της επανάστασης του 1821,αφού η αναφορά στο τεσμπίχι παρέπεμπε στο τουρκικό σκήπτρο εξουσίας και εθεωρείτο αντεθνική.

Με το πέρασμα των χρόνων εμφανίζονται στην Ελλάδα οι μάγκες, οι νταήδες, οι κουτσαβάκηδες, οι χασικλήδες, οι λούμπεν, οι ρεμπέτες, ομάδες κοινωνικά ανένταχτες και απροσάρμοστες για την τότε υψηλή κοινωνία. Κάθε τάξη έχει την τάση να ανταγωνίζεται, να προβάλλεται και να διαφοροποιείται από τις άλλες. Ένας τρόπος είναι και η δημιουργία δικών της συμβόλων και σκήπτρων. Το κομπολόι ήταν το πιο συνηθισμένο, το πιο οικονομικό, το πιο φανταχτερό, το πιο ανώδυνο, το πιο εύχρηστο, το πιο αντιπροσωπευτικό σύμβολο-σκήπτρο. Έτσι, οι μάγκες στριφογυρνούσαν τις γιρλάντες από ευτελή υλικά και βροντοχτυπούσαν τις χάντρες για να δηλώσουν την παρουσία τους, ενοχλώντας εκούσια, ως επί το πλείστον, τους γύρω.


Από τότε γεννήθηκε η προκατάληψη που λέει ότι το κομπολόι είναι αξεσουάρ μόνο των αργόσχολων, του υποκόσμου και των λαϊκών στρωμάτων. Όσοι σκέπτονται έτσι αγνοούν ότι άρχοντες κράτησαν κομπολόι κάθε είδους, όχι ευτελούς αξίας, αλλά κεχριμπαρένιο με πλούσια φούντα και θυρεό, από ασήμι ή χρυσό, δουλεμένο σαν κόσμημα. Το κομπολόι αποτελείται στην κανονική του μορφή εκτός από τις χάντρες, από τη φούντα και από το θυρεό. Τη φούντα την αφαίρεσαν οι μάγκες διότι δεν βόλευε στο στριφογύρισμα και στο βροντοχτύπημα των χαντρών. Οι οικονομικά ασθενέστεροι έκαναν το ίδιο, διότι η μεταξένια φούντα κόστιζε.

Σήμερα στην αγορά προωθείται το «ακρωτηριασμένο» κομπολόι δηλαδή αυτό που δεν έχει ούτε φούντα ούτε θυρεό. Αυτό συμβαίνει διότι οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν ότι το χάδι στη μεταξένια φούντα χαλαρώνει, ο δε θυρεός είναι απαραίτητος καθώς επιτρέπει την εύκολη ολίσθηση των χαντρών. Όταν είναι καλλιτεχνικά διακοσμημένος ο θυρεός με τη φούντα, μετατρέπουν την απλή γιρλάντα σε ένα υπέροχο κόσμημα.



Οι χάντρες μπορεί να είναι από πολύ ευτελή υλικά όπως κουκούτσια και ξύλα, αλλά μπορούν να είναι και από ημιπολύτιμους λίθους (αιματίτη, αμέθυστο, αχάτη, ιάσπι, μαργαριτάρι, δενδρίτη, ζιργκόν), ελεφαντόδοντο, κοράλλια, όστρακα, ασήμι, χρυσό και φυσικά από κεχριμπάρι. Δεν είναι τυχαίο επομένως το γεγονός ότι το κομπολόι αποτελεί είδος συλλογής από πολλούς ανθρώπους και η αξία του ανάλογα και με το μέγεθός του μπορεί να φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη.


Εκτός, όμως, από αντικείμενο υψηλής υλικής αξίας, το κομπολόι είναι και αλλά πολλά πράγματα, πολύ πιο σημαντικά και ουσιαστικότερα. Γι' αυτή την πλευρά του κομπολογιού μιλάει ο Τάσος Θωμαΐδης, που έχει αφιερώσει τη ζωή του σε αυτό. Ο κ. Θωμαΐδης εκτός από δημιουργός κομπολογιών, δημιούργησε και την εταιρεία «Εύχαντρον», η οποία προήλθε από τη συγχώνευση του Αθηναϊκού Κέντρου Κομπολογιού, τη Λέσχη Φίλων Κομπολογιού και την Αχτίδα. Άριστος γνώστης της «ουσίας» του κομπολογιού αναφέρει ότι «το κομπολόι είναι ένα αξεσουάρ πολύ προσωπικό και πρέπει να ταιριάζει ακριβώς στη χούφτα του κατόχου του, ώστε να είναι υπάκουο και τέλειο όργανο στο παιχνίδι με τις χάντρες, αλλά είναι και μία ολόκληρη φιλοσοφία».

«Το κομπολόι είναι ένα λαϊκό δημιούργημα κάλυψης πολλών και διαφορετικών αναγκών για όλους τους ανθρώπους, φέρει μεγάλη εσωτερική δύναμη είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, σίγουρο είναι ότι ξεσκεπάζει πολλές πλευρές της προσωπικότητας μας», εξηγεί και προσθέτει πως το κομπολόι αποτελεί και «φάρμακο». «Είναι καταρχήν αγχολυτικό, καθώς το επαναλαμβανόμενο χάδι στις χάντρες και στη φούντα μας χαλαρώνει. Παράλληλα τέρπονται ιδιαίτερα η ακοή, η αφή, η όραση και η όσφρηση. Δεύτερον είναι πηγή θεραπείας καθώς έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι το κεχριμπάρι και οι φυσικοί κρύσταλλοι διαθέτουν θετική ενέργεια, που έχει θεραπευτικές ιδιότητες».

Εκτός όλων των άλλων, το κομπολόι είναι και μέσο αποβολής κακών συνηθειών, αφού βοηθάει στη διακοπή του καπνίσματος. Επίσης είναι και φυλαχτό, εφόσον φέρει σύμβολα πίστης και καλής τύχης, ενώ είναι και πηγή ευφορίας εάν είναι από ευγενή μέταλλα, από χάντρες με θετική ενέργεια, δουλεμένα όπως ένα έργο τέχνης.


«Το κομπολόι δεν είναι απλή υπόθεση. Πρέπει να είναι η καρδιά σου γεμάτη ελευθερία, υπερηφάνεια και λεβεντιά», επισημαίνει ο πρώην ναυτικός, κ. Σπύρος. «Το κομπολόι στη δική μου εποχή ήταν ιερό, ήταν το μέσο για τα προσωπικά μας ταξίδια και όνειρα, ήταν το λάβαρο της επανάστασης στο κατεστημένο και της άρνησης να ενταχθούμε στο σύστημα και να γίνουμε σαρδέλες στο κονσερβοκούτι», λέει και προσθέτει: «Δεν ήταν ένα παιχνιδάκι μόνο στα χέρια μας. Μίλαγε, είχε ψυχή και μία ιδεολογία. Τότε, για να κρατάς στα χέρια σου ένα κομπολόι θα έπρεπε να είσαι μάγκας, να το λέει η καρδιά σου, να είσαι αετόπουλο, υπεράνω όλων. Ήταν έμβλημα».

«Εγώ πάντως, το έχω δει, ότι το κομπολόι είναι και φίλος και δάσκαλος και ερωμένη. Άμα συγχυστείς, εκνευριστείς ή βρεθείς σε αδιέξοδο, κάνει το θαύμα του, λες και είναι χαλαρωτικό χάπι και χωρίς παρενέργειες. Άσε που οι κακές συνήθειες - το κάπνισμα, το φάγωμα των νυχιών κτλ - κόβονται μαχαίρι άμα πιάσεις το κομπολογάκι», υποστηρίζει ο κ. Ανδρέας. Το κομπολόι δεν είναι, όμως μόνο υπόθεση των ανδρών. Σήμερα κοσμεί τα χέρια και πολλών γυναικών. Η Κωνσταντίνα Πετροπούλου, λάτρης του κομπολογιού λέει ότι «θεωρώ πως το κομπολόι δεν είναι σε καμιά περίπτωση μόνο αντρική υπόθεση, εγώ κρατάω κομπολόι και δεν ντρέπομαι καθόλου γι αυτό.

Αντίθετα είναι για μένα μία διέξοδος από το στρες και φυσικά δεν νιώθω ότι χάνω έστω και στο ελάχιστο από τη θηλυκότητα μου. Εξάλλου εκτός από το κομπολόι χειρός έχω και ένα λίγο μεγαλύτερο που το περνάω από το λαιμό μου ενίοτε εν είδη κοσμήματος και είναι πολύ σικ και κλασάτο». Το κομπολόι αποτέλεσε για τον Έλληνα ένα μόνιμο σύντροφο στη χαρά και στη λύπη, στη μοναξιά και στις κοινωνικές συναναστροφές. Είτε πρόκειται για κομπολόι, είτε για κομποσκοίνι, είτε για ροζάριο, είτε για μουσουλμανικό προσευχητάρι, είτε για ινδικό τζαμπάλα, σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για ένα απλό αντικείμενο, αλλά για ένα συναρπαστικό ταξίδι με σταθμούς στη λαϊκή σοφία, στις φιλοσοφίες της Ανατολής και σημείο άφιξης στην σύγχρονη εποχή και τα φαινομενικά δυσεπίλυτα ψυχολογικά προβλήματα των ανθρώπων που μπορούν να καταπραϋνθούν από το «ρωγομέτρημα» του κομπολογιού


ΑΠΕ-ΜΠΕ

1 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

www.komboloi.gr ;)

Δημοσίευση σχολίου