Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Λέξεις που Χάνονται: ένα ταξίδι σε 366 σπάνιες λέξεις ~ Μη χάσετε το επόμενο Βήμα της Κυριακής


Ανάρπαστο γίνεται το Βήμα της Κυριακής τις τελευταίες εβδομάδες, λόγω της "μικρής χρηστικής βιβλιοθήκης για τη γλώσσα", μιας σειράς ένθετων βιβλίων για φράσεις και λέξεις. Τα ένθετα κυκλοφορούν και μεμονωμένα μετά από μία εβδομάδα από την έκδοση της εφημερίδος, με μόνο 2.25 ευρώ και είναι πολύ δύσκολο να τα βρείτε. Ειδικά για την επόμενη Κυριακή 17 Φεβρουαρίου που θα δοθεί το βιβλίο "Λέξεις που Χάνονται" του Νίκου Σαραντάκου... σπεύσατε!!

Τι είναι ο μαϊτζέβελος, η κατσιφάρα και το ζεμπερέκι; Τι φτιάχνει ο κουγιουμτζής, πού δουλεύει ο καλιοντζής και με τι ασχολείται ο παϊτέρης; Ποια είναι η μοναδική ελληνική λέξη που αρχίζει από ζν;... (Δείτε εδώ τη λέξη που ξεκινά από ζν.)
Σε ποιο μέρος του ελληνόφωνου κόσμου θα καθίσετε στην τσαέρα και πού θα φάτε στην παδέλα; Ποιο φρούτο είναι το ζαρταλούδι και ποιο η πατίχα; Είναι κακό να βάζει κανείς μαναφούκια; Σε τι διαφέρει η μιντινέτα από τη μαντινούτα;


Τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δεν πρόκειται να τις βρείτε σε κανένα από τα δύο μεγάλα σύγχρονα λεξικά της ελληνικής γλώσσας που είναι προσιτά στο ευρύ κοινό, δηλαδή το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής και το λεξικό Μπαμπινιώτη. Μερικές ίσως να μην τις βρείτε σε κανένα λεξικό γενικώς, θα τις βρείτε όμως στο βιβλίο που βλέπετε αριστερά στη φωτογραφία.

Κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου το καινούργιο μου βιβλίο με τίτλο “Λέξεις που χάνονται” και υπότιτλο “Ένα ταξίδι σε 366 σπάνιες λέξεις”. Πράγματι, στο βιβλίο αυτό αφηγούμαι 366 ιστορίες για ισάριθμες λέξεις που δεν τις έχουν τα δυο παραπάνω λεξικά, ξεκινώντας σε αλφαβητική σειρά από τον αβαγιανό και καταλήγοντας στο ψίκι. Σε κάθε λέξη αφιερώνονται τρεις παράγραφοι, όχι περισσότερες από 200 λέξεις -αλλιώς το βιβλίο θα αποκτούσε διαστάσεις απαγορευτικές, άλλωστε κι έτσι ξεπέρασε τις 300 σελίδες.

Σε αντίθεση με το προηγούμενο γλωσσικό μου βιβλίο, το Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, το οποίο περιείχε κυρίως δημοσιευμένο υλικό, είτε στην εφημερίδα Αυγή είτε σε τούτο εδώ το ιστολόγιο, οι Λέξεις που χάνονται έχουν υλικό ως επί το πλείστον αδημοσίευτο, αν και για κάποιες από τις λέξεις αυτές έχουμε συζητήσει στο ιστολόγιο, αλλά αυτές είναι μειοψηφία.

Για να πάρετε μιαν ιδέα από το περιεχόμενο του βιβλίου, αντιγράφω εδώ ένα λήμμα, το ζιαφέτι. Διάλεξα τη λέξη αυτή επειδή την είχαμε χρησιμοποιήσει εδώ, σε σχόλια, χωρίς όμως να της αφιερώσουμε ειδικό άρθρο -και επειδή ο φίλος που την είχε πρωτοχρησιμοποιήσει έχει σταματήσει να σχολιάζει.


Ζιαφέτι

Ζιαφέτι είναι το συμπόσιο, το φαγοπότι, το ξεφάντωμα, το γλέντι. Δάνειο από τα τουρκικά, ziyafet, λέξη που έχει περάσει σε όλες τις βαλκανικές γλώσσες. Ακούγεται και σήμερα, ιδίως για τα γλέντια που γίνονται σε πανηγύρια και γενικά σε χωριά. Από την παρουσίαση του δίσκου δημοτικής μουσικής Ζαγορίσιο ζιαφέτι αντιγράφω τον ορισμό: «Ζιαφέτι στο Ζαγόρι είναι όταν μαζεύονται 25-30 άτομα, βάζουν ένα αρνί σε καφενείο νύχτα και σου λένε έλα».
Σε ένα δημοτικό του Ολύμπου, όταν φέραν το κεφάλι του Τάκου στον Πασά, έγινε «τρεις μέρες ζιαφέτι», ενώ αρκετά συχνά χρησιμοποιεί τη λέξη ο Ρήγας στο Σχολείον των ντελικάτων εραστών. Στις Νησιώτικες ιστορίες ο Εφταλιώτης θυμάται έναν γάμο όπου «ήτανε μια λάκερη βδομάδα, κάθε μέρα κι απ’ ένα μεγάλο ζιαφέτι».

Η λέξη ωστόσο δεν ακούγεται μόνο στην Ήπειρο, τη βρίσκω επίσης στα νησιά, την Κρήτη, τη Θράκη, πιθανώς και αλλού. Ζιαφέτι γινόταν επίσης τα παλιότερα χρόνια όταν τελείωνε το χτίσιμο ενός σπιτιού και ο νοικοκύρης τραπέζωνε τους μαστόρους. Ωραία λέξη το ζιαφέτι, κι ας μην την έχουν τα νεότερα λεξικά· στους ζοφερούς καιρούς μας, θέλουμε πολλά συνώνυμα της ευωχίας και της συντροφικότητας.

Προσπαθώ σε κάθε λήμμα να έχω παραθέματα από εμφανίσεις της λέξης σε κείμενα μεγάλων συγγραφέων μας, θέλοντας να παντρέψω λεξικογραφία και λογοτεχνία. Έτσι, πέρα από τη γεύση που παίρνει ο αναγνώστης από μεγάλα έργα, μπορεί επίσης να μάθει τι είναι επιτέλους το καραντί που απειλεί να μας μπατάρει στο ποίημα του Καββαδία, ποιον υβριστικό χαρακτηρισμό για τους ιερείς είχε καταγράψει στο λεξικάκι του ο Καβάφης, πώς είχε αποκαλέσει ο Βάρναλης τον Τσόρτσιλ, σε ποια λέξη είχε κολλήσει ο Άγγλος μεταφραστής του Σεφέρη και τι εννοεί ο Μάρκος Βαμβακάρης όταν τραγουδάει πως «κάνει σαρμάκο».

Για να σχηματίσετε μια εικόνα για το περιεχόμενο, ιδού μερικά λήμματα, το 1/10 του συνόλου, παρμένα περίπου στην τύχη:

1.αβαγιανός
2.αλιτζές
3.αντράλα
4.αρουλίζω
5.βεδούρα
6.βοδώνω
7.γερδέλι
8.γκαϊλές
9.γουλόζος
10.διώμα
11.ζαμπούνης
12.ζνίχι
13.καλιοντζής
14.καρύτζαφλος
15.κατσιφάρα
16.κνικάτος
17.κουρνάζος
18.λιμπά, τα
19.μαναφούκι
20.μονομερίδα
21.μπακράτσι
22.μπονόρα
23.ναμικιόρης
24.ξαντιμεύω
25.οσκρός
26.πίζουλος
27.πρέντζα
28.ρομπατσίνα
29.σατίρι
30.σοπάκι
31.ταζέδικος
32.ταυραμπάς
33.τράφος
34.τσίμπαλο
35.φλετουρώ
36.χάψη
37.ψίκι

Νομίζω ότι οι Λέξεις που χάνονται είναι καλό για “βιβλίο κομοδίνου”: αφού τα άρθρα είναι αυτοτελή, μπορεί κανείς να διαβάζει ένα-δυο άρθρα και μετά να το αφήνει: δεν είναι ανάγκη να το διαβάσετε σε μια καθισιά, ούτε να το ξεκινήσετε από την αρχή.

http://sarantakos.wordpress.com/2011/11/30/lexihan/




Σιτζίμι

Σιτζίμι είναι το λεπτό, γερό σκοινί ή ο γερός σπάγκος. Η λέξη είναι τουρκικό δάνειο (sicim) και από ελληνικά λεξικά μόνο ο “Πάπυρος” την καταδέχτηκε. Ακούγεται ακόμα στα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, την Πελοπόννησο, την Εύβοια. Σιτζίμι ήταν το σκοινί για τα ρούχα, ήταν ο σπάγκος με τον οποίο ευνούχιζαν τα ζώα, ήταν ο σπάγκος του χαρταετού. Πάντοτε γερός και καλά στριμμένος.
Στις αναμνήσεις του από την παιδική του ηλικία (“Στου Χατζηφράγκου”), ο Κοσμάς Πολίτης σχολιάζει τους σπάγκους των χαρταετών: “Γιατί, αν είχες σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί, κι ο άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες”. Υπάρχει και μαντινάδα: “Αν μ’ αγαπήσει κι αρνηθεί να τονε δω μεσκίνη / και να του δίδουν το ψωμί μ’ εννιά οργιές σιτζίμι”, διότι στους λεπρούς το ψωμί το έδιναν από μακριά.

Το σιτζίμι έχει και μεταφορική χρήση. Στη Μυτιλήνη και στη Χίο, όταν βρέχει πολύ, λένε “βρέχει σιτζίμι”, γιατί πέφτει η βροχή σαν συνεχές σκοινί από τον ουρανό. Η έκφραση απαράλλαχτη στα τουρκικά, sicim gibi yagmur. Κατ’ επέκταση, “σιτζίμι” λέγεται η μπόρα, π.χ. “Με το σιτζίμι βγήκες όξω, λωλός είσαι;”. Ίσως το λένε και στην Κρήτη, διότι στον “Κρητικό” του Πρεβελάκη βρίσκω: “Ο ουρανός έριχνε τώρα σιτζίμι το νερό”.»


Πουργός
Λέξη σχεδόν ξεχασμένη ο πουργός, είναι ο βοηθός του χτίστη, πηλοφόρος που κουβαλάει λάσπη ή πέτρες. Προέρχεται από τον υπουργό. Οχι τον σημερινό, που έχει δέκα παρατρεχάμενους να τον υπηρετούν, παρά τον αρχαίο.
Στην αρχαιότητα, υπουργός (από υπό + έργον) ήταν ο υπηρέτης, ο βοηθός. Στον «Πατούχα» του Κονδυλάκη, ο Σαϊτονικολής αναθέτει στον ακοινώνητο γιο του «να πουργεύει, να βοηθεί δηλαδή τους κτίστας, παρασκευάζων την λάσπην και τον ασβέστην».
Και στο «Νούμερο 31328» του Βενέζη ο αφηγητής, αιχμάλωτος, επιδιώκει να πάει για πουργός μήπως και βρει καλύτερη τροφή.
Οταν με την Επανάσταση του 1821 σχηματίστηκε η Προσωρινή Διοίκησις, δεν είχε υπουργούς αλλά μινίστρους. Οταν έπαψε το ντουφεκίδι, βρήκαν οι λόγιοι καιρό να καθαρίσουν τη γλώσσα από τα ξένα δάνεια κι έτσι ανάστησαν την παλιά λέξη υπουργός – και επειδή επρόκειτο για θεσμική λέξη ο καθαρισμός έπιασε.
Το ενδιαφέρον είναι ότι και το λατινικό minister αρχικά τον υπηρέτη σήμαινε. Αραγε το θυμούνται αυτό οι υπουργοί και οι μινίστροι σήμερα, πως δουλειά τους είναι να υπηρετούν;

Κατσιφάρα
Κατσιφάρα είναι η ομίχλη, η καταχνιά. Είναι λέξη κυρίως της Νότιας Ελλάδας: ακούγεται στην Κρήτη, στα Κύθηρα και την Πελοπόννησο. Μόνο ο «Πάπυρος» την έχει και το ετυμολογικό του Ανδριώτη, που τη λημματογραφούν «κατσηφάρα», επειδή υποθέτουν ότι είναι μεγεθυντικό του αμάρτυρου κατσηφιά, που το παράγουν από το «κατηφής», μάλλον εύστοχα. Είναι βέβαια και επώνυμο γνωστού πολιτικού. Ισως κατσιφάρας να ήταν ο κατσούφης. Η παλιότερη μνεία της λέξης είναι από τον Κρητικό Πόλεμο του Μπουνιαλή, στον 17ο αιώνα: «Νέφαλα σκοτεινότατα ο ουρανός γεμίζει/ κι η κατσιφάρα άρχισε λίγο να ψιχαλίζει». Οι περισσότερες καταγραφές είναι από κρητικές μαντινάδες και ριζίτικα, αλλά διαβάζουμε επίσης ότι η περίφημη κυθηραϊκή κατσιφάρα εμπόδισε τα ελικόπτερα του ΕΚΑΒ να πετάξουν.


Καβανόζι
Λέξη που λείπει από όλα τα λεξικά του 20ού αιώνα, παλιότερα και νεότερα, αλλά ακούγεται ακόμα στους Ρωμιούς της Πόλης, ενώ πρέπει να λεγόταν ή να λέγεται ακόμα στη Θράκη (έχει περάσει και στα πομάκικα). Καβανόζι είναι ένα δοχείο, συχνά μεταλλικό, στρογγυλό και βαθουλό για γλυκά, τουρσιά, κ.τ.λ. Καβανόζι είχε για τα τουρσιά της και η Λωξάντρα. Φυσικά πρόκειται για δάνειο από τα τουρκικά (kavanoz), που είναι ίδιας σημασίας. Ομως είναι αντιδάνειο, δηλ. έχει απώτερη αρχή σε ελληνική λέξη. Η ελληνική αυτή λέξη είναι το γάβανο, που σημαίνει δοχείο. Προέρχεται από το μεσαιωνικό γάβενον (ο Ησύχιος λέει «γάβενα: αξύβαφα ήτοι τρυβλία») και μαρτυρείται με διάφορες παραλλαγές κατά τόπους, μερικές φορές αρσενικό, γάβανος, στη Λέσβο, Εύβοια, Θράκη και αλλού.


Ζολότα
Παλιά λέξη αλλά όχι χωρίς ενδιαφέρον, η ζολότα είναι ένα παλιό ασημένιο οθωμανικό νόμισμα (zolota), ίσο με τριάντα παράδες, δηλαδή τα τρία τέταρτα του γροσιού. Η τουρκική λέξη είναι δάνειο από το πολωνικό zloty, που είναι και σήμερα το εθνικό νόμισμα της Πολωνίας, που σημαίνει κατά λέξη «χρυσό». Στα ρώσικα άλλωστε zoloto σημαίνει χρυσάφι. Το ζλότι είχε ξεκινήσει πράγματι ως χρυσό νόμισμα. Η ζολότα εξαρχής ήταν ασημένια, σε πείσμα της ετυμολογίας της. Η τουρκική ζολότα δεν ήταν νόμισμα μεγάλης αξίας. Ετσι υπάρχει παροιμία για τους φιλάργυρους, «πάει στον γάμο με μια ζολότα». Υπάρχουν και κάλαντα στην Ανδρο, όπου από τους πλούσιους ζητάνε φλουριά, ενώ από τους «δεύτερους, ξηντάρες και ζολότες». Ομόρριζο είναι και το επώνυμο Ζολώτας. Εδώ ο ετυμολογικός προκαθορισμός λειτούργησε!


>>Δείτε κι αυτό<<


         

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου