Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Η ιστορία ενός μάχιμου υψηλόβαθμου Μακεδόνα


Το μοναδικό σωζόμενο σιδερένιο ζεύγος περικνημίδων και ο σιδερένιος θώρακας με τη δερμάτινη επένδυση (πανομοιότυπος με εκείνον της Βεργίνας) που εντυπωσιάζει το σύνολο της αριστοτεχνικής κατασκευής, με τις πολλαπλές αρθρώσεις, που αποσκοπούσε στη διευκόλυνση των κινήσεων του έφιππου άνδρα κατά την ώρα της μάχης. Τμήματα από μεγάλη ασπίδα, από τις παραγναθίδες ενός κράνους, δύο αιχμές δοράτων και ένα μαχαίρι.

Πρόκειται για τα κτερίσματα που συνόδευαν τον υψηλόβαθμό, γενναίο άντρα στην τελευταία αιώνια κατοικία του, στο μακεδονικό τάφο του 4ου αι. π.Χ., που ήρθε στο φως στον Αγ. Αθανάσιο Θεσσαλονίκης.

Ωστόσο, παρά τις ανασκαφικές εργασίες στην περιοχή εδώ και σχεδόν 20 χρόνια, ο τάφος...
παραμένει ακόμα απροσπέλαστος από το κοινό.

Η αρχαιολόγος Μαρία Τσιμπίδου-Αυλωνίτη, ανέφερε στην ανακοίνωσή της σήμερα, στην 26η επιστημονική συνάντηση για το αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη, στο ΑΠΘ: «Είκοσι σχεδόν χρόνια κύλησαν από την ανασκαφική έρευνα στον επιβλητικό τύμβο της τότε Κοινότητας Αγ. Αθανασίου Θεσσαλονίκης, η οποία είχε ενταχθεί στο πρόγραμμα της 16ης ΙΣΤ ΕΠΚΑ για τη Θεσσαλονίκη - Πολιτιστική Πρωτεύουσα 1997. Η αποκάλυψη, τον Ιούνιο του 1994, του μακεδονικού τάφου του 4ου αι. π.Χ., με την εντυπωσιακή πρόσοψη, κατάγραφη από τοιχογραφίες σε εξαίρετη κατάσταση διατήρησης, αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές ειδήσεις εκείνης της δεκαετίας. Πρόκειται για ένα μοναδικό μνημείο του ελληνικού πολιτισμού, ενώ έκτοτε αποτελεί σημείο αναφοράς για πάμπολλες μελέτες που αφορούν την αρχαία ελληνική ζωγραφική και την ιστορία της Μακεδονίας».



Oπλισμός ενός μάχιμου υψηλόβαθμου Μακεδόνα

Σχετικά με τα ευρήματα που ήρθαν στο φως η ίδια συμπληρώνει ότι «αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα της νεκρικής πυράς, και διασαφηνίστηκαν αρκετές λεπτομέρειες που αφορούσαν τις τεχνικές διαδικασίες της δημιουργίας του μεγάλου τύμβου μετά τις τελετουργίες της ταφής. Το σημαντικότερο όμως ήταν η ολοκληρωτική αποκάλυψη του αρχαίου κατωφερικού δρόμου που ανοιγμένος στο φυσικό υπόστρωμα του ταφικού τύμβου οδηγούσε στην πρόσοψη του μνημείου. Το μήκος του, που ανέρχεται συνολικά στα 24,20μ., (με πλάτος γύρω στα 4μ.) τον καθιστά έναν από τους μακρύτερους δρόμους πρόσβασης σε μακεδονικό τάφο που έχουν αποκαλυφθεί έως τώρα. Ακόμη, αυτά τα τελευταία χρόνια, πέρα από τη συνεχή μέριμνα για την προστασία των τοιχογραφιών, ολοκληρώθηκε και η χρονοβόρα ανασύσταση του οπλισμού του νεκρού: ανάμεσα στα άπειρα σιδερένια θραύσματα που είχαν διασκορπιστεί στο δάπεδο του συλημένου θαλάμου. Πρόκειται, για το σύνολο του οπλισμού ενός μάχιμου υψηλόβαθμου μακεδόνα, ενός εταίρου, μέλους της βασιλικής ίλης, ο οποίος κυριολεκτικά... σιδηροφόρει. Ενός άνδρα που θα συντρόφεψε τον Αλέξανδρο στην μακρινή και ένδοξη εκστρατεία αλλά ευτύχησε, απόμαχος πια, να επιστρέψει και να ταφεί στην ιερή γη των Μακεδόνων».


Απροσπέλαστο για το κοινό

Ωστόσο, το εντυπωσιακό είναι ότι το μνημείο παραμένει ακόμα και μετά από τόσα χρόνια απροσπέλαστο για το κοινό. Όσον αφορά στο χρονικό των εργασιών, της χρηματοδότησης, αλλά και των μελετών, η κ. Τσιμπίδου εξηγεί: «Με χρηματοδότηση του ΟΠΠΕ 97 (ύψους τότε 180.000.000 δρχ.), έγιναν οι αναγκαίες εργασίες συντήρησης των τοιχογραφιών, και της προσωρινής στέγασης και στήριξης του μνημείου, που αντιμετώπιζε προβλήματα στατικής επάρκειας. Αμεσα ετοιμάστηκαν και οι μελέτες για την κατασκευή του μόνιμου κελύφους προστασίας (για τις οποίες ο ΟΠΠΕ ’97 δαπάνησε άλλα 60.000.000 δρχ.), σύμφωνα πάντα με τις υποδείξεις της Δ/νσης Αναστήλωσης του ΥΠΠΟ αλλά και τις θετικές γνωμοδοτήσεις του ΚΑΣ.

Το έργο, με τίτλο «Κατασκευή στεγάστρου στον Μακεδονικό τάφο ΙΙΙ και ανασύνθεση του ταφικού τύμβου στον Αγ. Αθανάσιο Θεσ/νίκης», ήταν το 1998 ένα από τα ελάχιστα του ΥΠΠΟ που παρουσίαζε άμεση ανταποδοτικότητα και 100% ωριμότητα. Παρόλα αυτά, περιλήφθηκε στα υπό ένταξη έργα του Τομέα Πολιτισμού του Γ’ ΚΠΣ, μόλις τον Ιούνιο του 2001. Αμέσως όμως μετά, η Δ/νση Αναστήλωσης, παρά τις ενστάσεις της Εφορείας, υπέβαλε στο ΚΑΣ πρόταση για την αναθεώρηση της ήδη εγκεκριμένης μελέτης, το οποίο, γνωμοδότησε κατά πλειοψηφία ως προς την κατ’ αρχήν έγκρισή της. Εκτοτε, μεσολάβησαν επτά έτη μέχρι την εκπόνηση νέων μελετών και την ανάθεση των εργασιών στην επιλεγείσα Ανάδοχο κοινοπραξία, με το σύστημα Μελέτης – Κατασκευής. Τον Οκτώβρη, λοιπόν, του 2008, 14 ολόκληρα χρόνια μετά την ανασκαφή, αρχίζουν τελικά οι εργασίες για την κατασκευή του νέου στεγάστρου, οι οποίες όμως προϋποθέτουν την σχεδόν ολοκληρωτική καθαίρεση του επιβλητικού τύμβου και την απογύμνωση του μνημείου από το φυσικό του προστατευτικό κάλυμμα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται».

Η ίδια προσθέτει: «Το έργο δεν παραδόθηκε ακόμη, δεν έχει ολοκληρωθεί η ανασύνθεση του τύμβου, ούτε η εξωτερική πρόσβαση προς το στέγαστρο, ενώ η συγκεκριμένη μελέτη αγνόησε τελείως το θαλαμωτό, επίσης τοιχογραφημένο τάφο, ο οποίος παραμένει εκτεθειμένος στην ανατολική παρειά. Ολα αυτά αναμενόταν να περιληφθούν σε νέες, ειδικές μελέτες, για τη γενικότερη διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου προκειμένου να γίνει προσβάσιμος. Επιπλέον, το μεγάλο αγκάθι των στατικών προβλημάτων του τάφου έχει και πάλι παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες».


ΤΗΣ ΓΙΩΤΑΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ / Αγγελιοφόρος

Κατεβάστε...
wwk.kathimerini.gr/kath/7days/1995/07/23071995.pdf







0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου