Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Έγκλημα και ατιμωρησία στην Ανατολική Μακεδονία


Η έκθεση της Διασυμμαχικής Επιτροπής του 1919 «Rapports et en-quetes de la commission interalliee sur les violations du droit des gens commises en Macedoine Orientale par les armees bulgares» (Αναφορές και έρευνες της διασυμμαχικής επιτροπής για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ανατολική Μακεδονία από τον βουλγαρικό στρατό), κατά την περίοδο από τη βουλγαρική εισβολή τον Αύγουστο 1916 μέχρι και τη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας το Σεπτέμβριο του 1918, καλύπτει από μόνη της με τις 620 συγκλονιστικές σελίδες της όλες τις φάσεις των περίφημων «οκτώ σταδίων της γενοκτονίας» του Gregory Stanton.


Στην ουσία, τέτοιες λεπτομερείς εκθέσεις πιθανόν να διαμόρφωσαν και τη θεωρία του προέδρου της Genocide Watch για τη μη γραμμική διαδικασία των οκτώ σταδίων (φάσεων) της γενοκτονίας (κατάταξη, συμβολισμός, απανθρωποίηση, οργάνωση, πόλωση, προετοιμασία, εξόντωση και άρνηση), καθώς, ενώ λογικά τα μεταγενέστερα στάδια έπονται των προηγούμενων σταδίων, όλα τα στάδια εξακολουθούν να λειτουργούν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

«Αραγε υπάρχει χειρότερο έγκλημα από το να καταδικάσεις σ' έναν επώδυνο θάνατο χιλιάδες ανυπεράσπιστους ανθρώπους; Κι επειδή δεν είναι δυνατόν να δικαιολογήσει κανείς με λογικά επιχειρήματα τα αίτια που δημιούργησαν και διατήρησαν αυτό το καθεστώς, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι στόχος ήταν η εξολόθρευση του ελληνικού πληθυσμού, στο πλαίσιο της αλλοίωσης του εθνολογικού χάρτη της χώρας».

Τόσο η εισβολή των βουλγαρικών στρατευμάτων τον Αύγουστο του 1916 στην ανατολική Μακεδονία όσο και η εκτόπιση από την 21η Ιουνίου του 1917 περισσοτέρων από 70.000 Ελλήνων στα κάτεργα της Βουλγαρίας και των Σκοπίων, υπήρξαν αποτέλεσμα της άθλιας βρετανο-γαλλικής μεθόδευσης για την έξοδο της Ελλάδας στο πλευρό της Entente στο Μεγάλο Πόλεμο. Τα άκρως άκρως απόρρητα συνδυασμένα έγγραφα των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών και του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών επιβεβαίωσαν απλώς το προφανές: οι Βρετανοί πράκτορες μεθόδευσαν την κατάληψη του Ρούπελ και την εισβολή των βουλγαρικών δυνάμεων στην ανατολική Μακεδονία!

«Η Επιτροπή εξέτασε με λεπτομέρειες όλα τα μέτρα και όλους τους τρόπους που χειρίστηκε το βουλγαρικό κράτος για να πετύχει αυτό το σκοπό, αλλά πρέπει να δηλώσουμε εκ των προτέρων ότι η βουλγαρική κατοχή υπήρξε από τις πρώτες ημέρες απάνθρωπη, βάρβαρη και καταστροφική».
Η έκθεση της Διασυμμαχικής Επιτροπής διαμόρφωσε από μόνη της ένα ικανό διεθνές νομικό και διπλωματικό υπόβαθρο για την καταδίκη της Βουλγαρίας και την ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ της γενοκτονίας του ελληνισμού της ανατολικής Μακεδονίας, για την οποία τα «σύγχρονα» κόμματα του ελληνικού Κοινοβουλίου έχουν πλήρη άγνοια!

Τα μέλη της Διασυμμαχικής Επιτροπής δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνειών:
«Οσον αφορά τα άτομα που εκτοπίστηκαν στη Βουλγαρία, οι αναφορές και οι καταθέσεις είναι ακριβείς και διασταυρωμένες. Το αποτέλεσμα της έρευνας για το θέμα αυτό άφησε ένα βαθύ αίσθημα λύπης για τους δυστυχείς που υπέστησαν αυτά τα δεινά και αηδίας για αυτούς που τους τα προκάλεσαν. Το εύρος των ντοκουμέντων που δημοσιεύονται δεν αφήνουν περιθώρια σχεδόν για καμία αμφισβήτηση και κανένα σχόλιο».

Η Επιτροπή έκανε έρευνα σε 339 πόλεις και χωριά, που είχαν πριν από την εισβολή των Βουλγάρων πληθυσμό 305.000 κατοίκων. Στις αρχές του 1919 ο πληθυσμός αυτών των δήμων και κοινοτήτων δεν ξεπερνούσε τα 235.000 άτομα. Οι Βούλγαροι μέσα σε 26 μήνες εξόντωσαν 70.000 άτομα. Τα χωριά για τα οποία δεν είχε στοιχεία η Επιτροπή ανέρχονται σε 155. Ο πληθυσμός αυτών των χωριών ήταν πριν από την εισβολή περίπου 50.000 κάτοικοι.

Για το θάνατο δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων όχι μόνον έμειναν ατιμώρητοι οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί, αλλά η Βουλγαρία δεν κατέβαλε σχεδόν τίποτα ούτε για τις πολεμικές αποζημιώσεις, αν και ανήκε στους ηττημένους του Μεγάλου Πολέμου. Ο διπλωμάτης Αλέξης Αδ. Κύρου έγραψε:
«Η Ελληνική Κυβέρνησις, επί τη βάσει του άρθρου 118 της Συνθήκης του Neuilly, εζήτησεν την τιμωρίαν 45 Βουλγάρων, οι οποίοι άπαντες, εκτός, μόνον, του ηθικώς υπευθύνου Ραδοσλαύωφ, είχον διαπράξει, αυτοπροσώπως, φρικιαστικά εγκλήματα κοινού δικαίου εις βάρος των Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας, πιστοποιηθέντα παρά της Διασυμμαχικής Επιτροπής και μνημονευόμενα εις την έκθεσίν της. Πλην, ουδεμία εδόθη συνέχεια εις την Ελληνικήν ταύτην αίτησιν και εκ των Βουλγάρων κακούργων ουδείς ουδέν έπαθεν».

*Ο ΒΑΣΙΛΗΣ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΣ είναι ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας του βιβλίου «Η γενοκτονία του ελληνισμού της ανατολικής Μακεδονίας, κατά τη 2η βουλγαρική κατοχή (1916-1918)»

 http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=1&artid=181407








Η βουλγαρική εισβολή στην Ανατολική Μακεδονία 
 

Συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτοπισμός των Ελλήνων

Τον Οκτώβριο του 1915 η Βουλγαρία προσχώρησε επίσημα στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Λίγους μήνες αργότερα, στις 13-26 Μαΐου του 1916, το οχυρό Ρούπελ στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο παραδόθηκε με εντολή της Αθήνας στους Γερμανούς. Ακολούθησε, στις αρχές Αυγούστου, η εισβολή και η κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας από γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα. Ανδρες της δεύτερης βουλγαρικής στρατιάς, κινούμενοι αστραπιαία και παρά τις περί του αντιθέτου αρχικές διαβεβαιώσεις, κατέλαβαν στρατηγικά σημεία της μακεδονικής ενδοχώρας. Συνάντησαν δε την αμήχανη αντίδραση των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων, τα οποία, υπακούοντας σε άνωθεν εντολές, δεν προέβαλαν καμία αντίσταση. Μοναδική εξαίρεση στάθηκε το 18ο Σύνταγμα Πεζικού της 6ης Μεραρχίας με διοικητή τον συνταγματάρχη Χριστοδούλου. Λίγο αργότερα το Δ΄ Σώμα Στρατού παραδόθηκε στις δυνάμεις Κατοχής και μεταφέρθηκε στην πόλη Γκέρλιτς της Γερμανίας.

Στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας η είδηση της εισόδου των βουλγαρικών στρατευμάτων προκάλεσε ένταση και αναταραχή. Αναβίωσαν τότε οι οδυνηρές μνήμες του Μακεδονικού Αγώνα και των Βαλκανικών Πολέμων. Η κατάρρευση κάθε στρατιωτικής αντίστασης, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες, οδήγησε στην πλήρη επιβολή της βουλγαρικής κατοχής. «Η βουλγαρική προέλασις είχε τον χαρακτήρα επιδρομής άγριων στιφών», γράφει ο Γεώργιος Βεντήρης στην Ιστορία του, παρατήρηση που λάμβανε υπ' όψιν της πως τα τακτικά βουλγαρικά στρατεύματα ακολουθούσαν άτακτες ομάδες κομιτατζήδων, όπως ο διαβόητος για τη δράση του στον Μακεδονικό Αγώνα Πανίτσα.

Ακολούθησε μια περίοδος μεγαλύτερη των δύο χρόνων, ιδιαίτερα ζοφερή για τους Ελληνες της περιοχής. Οι βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις επέβαλαν διάφορους περιορισμούς και απαγορεύσεις, ενώ σύντομα εμφανίσθηκαν προβλήματα στον επισιτισμό των κατοίκων και την τροφοδοσία της τοπικής αγοράς με τρόφιμα, τα οποία επιτάχθηκαν για τις ανάγκες του στρατού Κατοχής. Καθορίσθηκε νέα ισοτιμία ανάμεσα στη δραχμή και το λέβα, ιδιαίτερα ευνοϊκή για το βουλγαρικό νόμισμα, ενώ επιβλήθηκε η διδασκαλία της βουλγαρικής γλώσσας στα σχολεία και η χρήση της στις εκκλησίες. Ταυτόχρονα, συλλήψεις για ασήμαντες αφορμές, φυλακίσεις δίχως αιτιολογημένες δικαστικές αποφάσεις, υποχρεωτική παροχή εργασίας (αγγαρείες), προπηλακισμοί και ταπεινώσεις σε βάρος των Ελλήνων αποτελούσαν μέρος της καθημερινότητας.

Σύμφωνα με έκθεση του Ελληνα πρεσβευτή στη Σόφια, έως τον Απρίλιο του 1917 περίπου 6 χιλιάδες άτομα πέθαναν από ασιτία μόνο στην περιοχή της Καβάλας. Αναμφίβολα το πιο ειδεχθές πρόσωπο της βουλγαρικής κατοχής υπήρξε ο εκτοπισμός Ελλήνων της περιοχής στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, διαδικασία η οποία ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1917 και διήρκεσε περισσότερο από δύο χρόνια. Αν και αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία είναι δύσκολο να ανευρεθούν, οι σχετικές πληροφορίες προέρχονται κατά βάση από το Ιστορικό Αρχείο του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών, το οποίο στη διάρκεια του 1919 συνέλεξε στοιχεία κατά την παλιννόστηση των εκτοπισμένων από τα πρακτικά της ειδικής διεθνούς ανακριτικής επιτροπής, αλλά και από αφηγήσεις των ίδιων των εκτοπισμένων και των συγγενών τους.

Υπολογίζεται, πάντως, πως αρκετές χιλιάδες Ελληνες ηλικίας κυρίως 17-60 ετών εκτοπίσθηκαν στη Βουλγαρία, πολλοί από τους οποίους δεν κατόρθωσαν τελικά να επιστρέψουν ζωντανοί. Γκόστιβαρ, Κίτσεβο, στρατόπεδο της Σιούμλας και Κάρνομπατ υπήρξαν ορισμένοι από τους τόπους εξορίας, στους οποίους τοποθετήθηκαν οι Ελληνες αιχμάλωτοι. Ατέλειωτα καραβάνια αιχμαλώτων μεταφέρονταν πεζή και στη συνέχεια με τρένα κάτω από αντίξοες συνθήκες. Ακόμη χειρότερες όμως υπήρξαν οι συνθήκες διαβίωσής τους στη βουλγαρική ενδοχώρα.

Η κατάσταση, με την οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι Ελληνες στρατιωτικοί και πολιτικοί αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας, αλλά και της Δυτικής Θράκης λίγο αργότερα, ήταν τραγική. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Βενιζέλος υπήρξε αυτόπτης μάρτυράς της, επισκεπτόμενος άμεσα τις Σέρρες. Εκεί τον υποδέχθηκε αντιπροσωπεία των κατοίκων, περιγράφοντας αναλυτικά τα δεινά της βουλγαρικής διοίκησης.

Μια από τις πρώτες ενέργειες της ελληνικής διοίκησης ήταν η μέριμνα για τον επισιτισμό της περιοχής. Δουλειά κολοσσιαία και δύσκολη, αφού οι ανάγκες ήταν πολλές και τα διαθέσιμα μέσα ελάχιστα. Ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, όπως ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν και ο Αναστάσιος Αδοσίδης, στάλθηκαν επί τόπου, προκειμένου να συντονίσουν ανθρωπιστική αποστολή υπέρ ενός πληθυσμού που μαστιζόταν από φτώχεια και κακές συνθήκες διαβίωσης. Από κοινού δραστηριοποιούνταν και ανθρωπιστικές αποστολές συμμαχικών δυνάμεων, ενώ πολύτιμη υπήρξε η συνδρομή του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού με επικεφαλής τις Πηνελόπη Στεφάνου Δέλτα και Ελλη Αδοσίδου. Συσσίτια, πρόχειρα νοσοκομεία και διανομή ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού υπήρξαν οι πρώτες ενέργειες για την αντιμετώπιση της κρίσης.


Η οδυνηρή επιστροφή χιλιάδων ξεριζωμένων ομήρων και οι προσπάθειες αποκατάστασης

Ακόμη τραγικότερη στάθηκε η διαδικασία επιστροφής των εκτοπισμένων. Στους σιδηροδρομικούς σταθμούς της περιοχής η εικόνα ήταν απερίγραπτη. Γράφει χαρακτηριστικά ο Αλέξανδρος Ζάννας στις Αναμνήσεις του: «Την ίδια μέρα… έφθασαν άλλα 77 βαγόνια γεμάτα από παλιννοστούντες. Η κατάσταση των δυστυχισμένων αυτών ανθρώπων είναι απερίγραπτη. Από δέκα μέρες ήταν στοιβαγμένοι μέσα στα βαγόνια και τρεις μέρες ήταν νηστικοί… Τόση ήταν η εξάντλησή τους ώστε δεν μπορούσαν ούτε να κινηθούν ούτε να μιλήσουν… Μοιράσαμε την ίδιαν εκείνη μέρα οκτώ χιλιάδες διπλές μερίδες που μας έστειλε η Αγγλική Επιμελητεία. Η χαρά που είχαν οι δυστυχείς για όσα τους δώσαμε δεν περιγράφεται. Ηταν αγγλικό σιτηρέσιο στρατιωτών: άσπρο ψωμί, μαρμελάδες, κονσέρβες, λίπος, βούτυρο, κρέας και ένα σωρό άλλα πράγματα που όταν τα έβλεπαν στοιβαγμένα μέσα στα βαγόνια τους μας ρωτούσαν, «μα για πόσες μέρες είναι αυτά τα τρόφιμα; Τόσο πολύ θ' αργήσωμε να πάμε στην Ελλάδα;» Είχαν χρόνια να δουν τέτοια αφθονία».

Από την πλευρά της, η Ελλη Αδοσίδου συμπληρώνει: «Η κατάστασις των ομήρων ήτο κάτι το απερίγραπτον. Σε κάθε βαγόνι είχαν στοιβάξει άνω των 50 ανθρώπων με τα υπάρχοντά των, συμπεριλαμβανομένων αποσκευών, ορνίθων, χοιριδίων και κάθε είδους κατοικιδίων ζώων. Συχνά τους κλείδωναν εκεί μέσα χωρίς νερό και τροφή. Μου έτυχε να επισκεφθώ συρμό προσφύγων, όπου σειρά βαγονιών ήταν γεμάτα αρρώστους. Ο τύφος και η πνευμονία τους εθέριζαν. Εκεί, στοιβαγμένοι φύρδην μίγδην, ήσαν άρρωστοι, τρελλοί και πεθαμένοι. Δεν υπήρχε χώρος διά να ξαπλώσουν και οι πιο γέροι εστέκοντο όρθιοι ή ήσαν χαμοκουκουβιασμένοι. Η ανείπωτη αυτή αθλιότης, η πείνα, η απόγνωσις, έδιναν την εικόνα του φάσματος του θανάτου και η φοβερή αποφορά που έβγαινε από κάθε βαγόνι επί καιρό με κατέτρεχαν σαν εφιάλτης». Χρειάσθηκαν δεκαετίες, προκειμένου να επουλωθούν τα τραύματα στην κοινωνική συνοχή, την φυσική παρουσία και την ψυχική συγκρότηση των Ανατολικομακεδόνων. Κι αυτό γιατί μετά τα γεγονότα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου επακολούθησε η ασταθής περίοδος του Μεσοπολέμου, όπου οι ανταλλαγές πληθυσμών, οι συνακόλουθες πληθυσμιακές ανακατατάξεις υπό τη συνεχή ανασφάλεια που εξακολουθούσαν να καλλιεργούν οι επιδρομές κομιτατζήδων, αλλά και η οδυνηρή αναβίωση παρόμοιων δεινών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 λειτούργησαν ανασχετικά στην εμπέδωση ενός πνεύματος ειρηνικής συμβίωσης, οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

* Ο κ. Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης είναι επίκουρος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το φωτογραφικό υλικό παραχωρήθηκε από τον δικηγόρο Θωμά Πέννα, πρόεδρο της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Σερρών - Μελενίκου


Όμηροι από το χωριό Εμμανουήλ Παπάς (Δοβίστα) Σερρών με το Βούλγαρο φρουρό τους Πρόκειται για τους Τούνα Χρίστο του Μάλαμα, Ντίκο Νικόλαο του Πέτρου και Καλοκύρη Αντώνιο του Γεωργίου. Το Νοέμβριο του 1918, όταν συντάχθηκε ο σχετικός πίνακας δεν είχαν επιστρέψει ακόμη.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου