Οι εποχές άλλαξαν και μαζί τους άλλαξες κι εσύ. Απότομα. Όχι πως δεν είχε γίνει μια κάποια προεργασία μέσα σου, έτσι όπως σιγά σιγά άρχισες επιτέλους να εκτιμάς τα ευρώ και να ρίχνεις μια ματιά στις τιμές πριν παραγγείλεις το τρίτο πανάκριβο εξωτικό κοκτέιλ by the pool, αλλά δεν το περίμενες κιόλας ποτέ να καταστρώνεις προϋπολογισμούς με τη λογιστική δεξιοτεχνία μιας Ελβετίδας συνταξιούχου. Κι όμως, αυτό κάνεις πια: τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι και δέκα ολόκληρα ευρώ βενζίνη μόνο και μόνο για να κατέβεις για μια βουτιά μέχρι τη Βουλιαγμένη.
Αλήθεια, τον είχες κάνει ποτέ αυτό τον άχαρο υπολογισμό; Ή τον άλλο με...
τα τσιγάρα; Πόσο αποτιμάται μία τράκα; Θα σου το πω σε δραχμές, μήπως και καταλάβεις: Εβδομήντα ολόκληρες δραχμές. Κι αν ο ξένος σου πει «θα πάρω δύο για να μη σε ενοχλώ ξανά», τότε είναι εκατόν σαράντα δρασμές, όσο έκανε θυμάμαι παλιά ένα παγωτό πύραυλος. Αυτό ακριβώς να ξέρεις κάνει κάθε φορά από μέσα του εκείνος που μέχρι πριν από λίγο αποκαλούσαμε «καρμοίρη» συνεχείς ακριβοδίκαιες αναγωγές για να μεταφράζει τις αόριστες σαν σύννεφο τιμές σε χειροπιαστά πράγματα, που το μέσο μυαλό αντιλαμβάνεται πιο εύκολα. Δέκα καφέδες στις πιάτσες της Αθήνας κοστίζουν όσο μια εσπρεσσομηχανή. Μια εβδομάδα πηγαινέλα με ταξί στη δουλειά είναι ένας χρόνος απεριόριστων μετακινήσεων με το μετρό. Ένα club sandwich στο Κολωνάκι είναι ένα πλήρες γεύμα για δύο σε ταβέρνα στη Φωκίωνος Νέγρη. Η πρώτη διαφορά, λοιπόν, που διαπιστώνουμε ανάμεσα στον «τσιγκούνη» (τα πρόσεξες τα εισαγωγικά, έτσι;) και στους άλλους είναι ότι τουλάχιστον αυτός δεν έζησε ποτέ σε μια πολύχρωμη φούσκα, όπου το χρήμα έχει ευτελιστεί και όλες οι συναλλαγές γίνονται με αέρα. Ήξερε ανέκαθεν πόσα βγάζει, πόσα ξοδεύει και, το κυτιότερο, πως θα μπορούσε να επενδύσει καλύτερα το περίσσευμα απ’ όσα δεν σπαταλούσε από εδώ και εκεί.
Κακές-Σπατάλες-Παρέες
Όταν, λοιπόν, τον έβλεπες διστακτικό την ώρα της παραγγελίας, ήταν γιατί μέσα του γίνονταν αυτόματα δεκάδες τέτοιοι μικροϋπολογισμοί. Με την ελαφράδα που μας διακρίνει, εμείς είχαμε ήδη παραγγείλει με βουλιμία το μισό μενού, ενώ εκείνος έλεγε «θα σας πω σε λίγο». Πόσο κακομοίρικο, αλήθεια, ακουγόταν συτό στις μέρες αφθονίας;
Να πάρεις τώρα κάτι πρόχειρο και ύστερα, αν το μετανιώσεις, να το αφήσεις ανέγγιχτο και να παραγγείλεις κάτι άλλο, και αν δεν χορτάσεις και ένα τρίτο. Έτσι κάνουν οι large, οι κιμπάρηδες. Να αφήσεις τις μιζέριες. Θυμάμαι τα τραπέζια να ξεχειλίζουν από πιάτα στα οποία κανείς δεν κάρφωσε το πιρούνι του. Παναάκριβα επιδόρπια-υπερπαραγωγές στα οποία ίσα που σπάγαμε την επικάλυψη καραμέλα και δοκιμάζαμε μια κουταλιά πριν τα κάνουμε πέρα. Όχι πια. Τώρα όχι μόνο οι παρέες παραγγέλνουν με φειδώ, αλλά για κάθε πιάτο που προσθέτουν, αναζητούν με το βλέμμα τη σιωπηλή έγκριση των υπολοίπων. Τέρμα πια ο εξυπνάκιας που ενθουσιαζόταν με κάθε μελόσχημη fusion ιδέα του σεφ και ξετίναζε το λογαριασμό μόνος του, ενώ στο τέλος ζητούσε να πληρωθεί σε ίσα μέρη από όλους. Αυτός που κάποτε θαύμαζε κρυφά, γιατί είχε το χάρισμα και το ταλέντο να παρακινεί την παρέα να ζήσει γενναιόδωρα, να ξοδέψει ανέμελα και να περάσει συγκλονιστικά, είναι τώρα στην καλύτερη περίπτωση ντεμοντέ και στη χειρότερη γραφικός. Είναι αυτός που φούσκωσε τις κάρτες σου – όχι πως εσύ δεν φέρεις ευθύνη.
Για να μην παρεξηγηθώ, δεν πίστεψα ποτέ ούτε τόσο δα λιγάκι ότι όποιος προσέχει τις δαπάνες του κάνει κακή και δυσοίωνη παρέα. Πρόκειται για έναν άδικο αφορισμό, που μάλλον επέβαλαν στην κοινωνία οι νεόπλουτοι, όσοι είχαν το δικαίωμα να σκορπούν τα λεφτά με την ίδια ευκολία που το απέκτησαν. Ξέρω πολλές συνετές γυναίκες που ενώ μπορεί να μαζεύουν τα ευρώ ένα ένα, συγκρίνοντας προσεκτικά τις τιμές που έχει το παστεριωμένο γάλα στο σούπερ μάρκετ, είναι πιο πρόθυμες από τον καθένα να έρθουν μαζί σου για σασίμι από την κοιλιά του τόνου. Οι ίδιες τσιγκουνεύονται ένα τσίτι σε προσφορά και δίνουν μια περιουσία για ένα κασμίρι μαλακό σαν το λιωμένο βούτυρο. Δεν είναι ότι δεν κινούν το χρήμα. Απλά έχουν μια άλλη αντίληψη για το value for money.
Επίσης, ακόμη κι αν ήταν φειδωλές Σπαρτιάτισσες στον τρόπο ζωής τους, λιτές και απέριττες και ολιγαρκείς, χωρίς ούτε ένα μπριγιάν στα χέρια και στο λαιμό τους, θα μπορούσα να τους βρω δικαιολογίες. Για να είμαι ειλικρινής, μου φαίνεται κάπως μικροαστικό να το παίζεις «δεν με μέλλει» και να διασκεδάζεις την ουσιαστική σου ανέχεια με μια επιφανειακή ευημερία σαν το περιτύλιγμα χωρίς περιεχόμενο. Αν έχεις συναναστραφεί ποτέ κανέναν παλαιόπλουτο, θα έχεις διαπιστώσει κι εσύ μια σύνεση που μπορώ να στη μεταφράσω: Πες ότι έχεις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ στην άκρη. Γιατί να μην τα κάνεις ένα υπέροχο σπίτι, αντί να τα κατακερματίσεις στο lifestyle του ακριβού αντηλιακού και της ξαπλώστρας, των δώδεκα ευρώ στη Μύκονο; Οι ακριβές απολαύσεις που κοστίζουν όσο ένας μισθός, είναι μάλλον για όσους δεν έχουν ούτε ένα σέντσι πάνω από το μεροκάματο για να ξοδέψουν.
Η εκταμίευση της αποταμίευσης
Πριν από μερικες΄νύχτες, στα τελευταία μπουζούκια που επιβιώνουν στον καύσωνα, είδα τη διπλανή παρέα να ρίνει καλάθια με τα γαρίφαλα κατευθείαν κάτω στο λασπωμένο από το αλκοόλ πάτωμα. Ούτε παιχνίδι, ούτε φλερτ, ούτε πλάκα, μόνο μια αυναίσθητη κίνηση σπάταλης επίδειξης από ανθρώπους θολωμένους. Το θέαμα μου φάνηκε –πώς να το πώ;- χυδαίο. Από αντίδραση και μόνο ήμουν έτοιμος να πάρω αναδρομικά το μέρος του ξενέρωτου που δεν παρήγγειλε ποτέ ποτέ δεύτερο μπουκάλι στα ξενυχτάδικα, της γυναίκας που φόρεσε το ίδιο φουστάνι σε δύο γάμους που έγιναν συνεχόμενα σαββατοκύριακα, των Γερμανών που μοιράζονται μια χωριάτικη και μια μερίδα πατάτες στη μέση. Έρχεται η στιγμή, ιδιαίτερα σε τούτες εδώ τις δύσκολες μέρες, που πρέπει επιτέλους να λάβεις θέση και να πάρεις το μέρος είτε του άμυαλου μπουρλοτιέρη που ζει τη ζωή του λες και δεν ξημερώνει αύριο είτε του άλλου, εκείνου που θα βρει να του δανείσει από όσα σαν εργατική μέλισσα είχε βάλει στην άκρη για τις δύσκολες μέρες. Ε λοιπόν, θα διαλέξω τον δεύτερο.
Δεν είμαι βέβαια, σίγουρος ποιος από τους δύο είναι πιο πιθανό να κάνει μια γυναίκα ευτυχισμένη. Ο ένας θα της χαρίσει τον ενθουσιασμό της νυχτοπεταλούδας όταν παίζει με τη λάμπα πυρακτώσεως – δεν είναι λίγο και αυτό το ζωηρό συναίσθημα. Ο άλλος την ασφάλεια και τη φάτνη που δύσκολα θα παρασύρουν τα οικονομικά καιρικά φαινόμενα και ο τυφώνας αβεβαιότητας. Τον ιδανικό σύντροφο θα τον συναντήσεις στο μονοπάτι που διασχίζει αυτές τις δύο κατηγορίες αντρών ανάμεσα. Και μπορείς να του κάνεις και ένα αλάνθαστο τεστ: Αν σε βγάλει έξω προ-ραντεβού και σε βάλει να πληρώσεις, αφησέ τον. Αν τον δεις να προσπαθεί άτσαλα να σε εντυπωσιάσει παραγγέλνοντας τα πιο ακριβά πιάτα του μενού, και πάλι δεν είναι για σένα. Αν διαλέξει ένα ωραίο κρασί αφού πρώτα σε ρωτήσει τι προτιμάς, παντρέψου τον. Αν διαλέξει ένα ακριβό κρασί που δεν ταιριάζει καθόλου με το πιάτο σου, ξεφορτώσου τον.
Η αλήθεια είανι ότι οι «μετρημένοι» σαν να αναθάρρησαν τελευταία με τόσα ευαγγέλια που τους διάβασαν τα δελτία των οκτώ, οι κυριακάτικες εφημερίδες και τα πάνελ των οικονομολόγων για τη σοφροσύνη και την προσωπικότητά τους. Και αισθάνθηκαν πως ήρθαν εν τη βασιλεία τους τώρα που το ρεύμα άλλαξε και έγινε κάπως cool να διαχειρίζεσαι την καθημερινότητα με το καθαρό μυαλό του λογιστή. Είπαν, λοιπόν, να πάρουν το αίμα τους πίσω ανεμίζοντας μια τεράστια σημαία που γράφει "τα ΄λεγα εγώ!". ΄Εχουν ως ένα σημείο δίκιο, δεν λέω, αλλά αισθάνομαι ότι το χάνουν όταν γίνονται χαιρέκακοι με οποιαδήποτε είδηση χρεωκοπίας. Ένας υπερφίαλος επιχειρηματίας έβαλε λουκέτο, ένας ξεμυαλισμένος μισθωτός απολύθηκε, μια φίλη που σε κερνούσε για ψύλλου πήδημα τώρα σου ζητάει δανεικά, μια οικογένεια που έτρωγε κάθε μέρα έξω τώρα τους μαγειρεύει "η μάνα της". Δεν είναι λόγος αυτός να κομπάζεις χωρίς τακτ. Στο κάτω κάτω της γραφής, αν ήταν όλοι ανεξαιρέτως γύρω μας τόσο προβλέψιμοι και by the book, ίσως τελικά και να πεθαίναμε από ανία.
Να θυμάσαι επίσης ότι ακόμη και οι πιο ξεροκέφαλες απόψεις κρατάνε μια-δυο σεζόν και αυτό που σήμερα υποστηρίζουμε (σε αυτό το άρθρο, για παράδειγμα) με φλογερά επιχειρήματα που δεν σηκώνουν αντίλογο, αύριο ενδέχεται να το μαζέψουμε και χωρίς κανείς να το καταλάβει, ύπουλα, να ξεκινήσουμε μια άνευ προηγουμένου προπαγάνδα για το ακριβώς αντίθετο. Χθες τον λέγαμε τσιγκούνη, σήμερα οικονόμο, αύριο κανείς δεν εγγυάται ότι δεν θα είναι και πάλι απόκληρος, αυτός που κανείς δεν θα θέλει στο πλάι του γιατί θα θυμίζει μια δυσάρεστη παρένθεση μιζέριας κάπου εκεί στα 2010. Ένα στριμόκωλο διάλειμμα σε μια ολόκληρη ζωή που -πραγματικά το εύχομαι, αν και δεν το βλέπω- κύλησε μέσα στην ανεξάντλητη αφθονία.
Αναδημοσίευση από το τεύχος Σεπτεμβρίου Νο191 του περιοδικού ΄Madame Figaro΄.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου