Αρχίζουν κουβεντούλα και ρωτάνε τον ένα:
- Εσύ γιατί είσαι εδώ;
- Για ευθανασία. Aσε, δεν ξέρω τι μ' έπιασε και μια μέρα που έλειπαν τα αφεντικά, άρχισα να χέζω και να κατουράω παντού, να ξεσκίζω τις κουρτίνες, τις πολυθρόνες, ρημαδιό το έκανα το σπίτι κι ας πέρναγα τόσο καλά.
- Εσύ; Ρωτάνε τον δεύτερο.
- Κι εγώ για ευθανασία. Και μένα το μαλάκα κάτι μ' έπιασε, κι ενώ πέρναγα μπήκα, μια μέρα που τ' αφεντικά ετοίμαζαν το πάρτυ τους, χίμηξα πάνω στα τραπέζια, στους μπουφέδες, πάνε τα κοτόπουλα, πάνε τα ζαμπόνια, τα ρήμαξα, πάει το πάρτυ, ζοχαδιαστήκανε και νά'μαι.
- Κι εσύ; ρωτουν τον τρίτο.
- Εγώ, μια μέρα ήμουν ξάπλα στο μαξιλάρι μου, μπαίνει η κυρία μου μ' ένα τάνγκα μόνο και τη σφουγγαρίστρα κι αρχίζει να σφουγγαρίζει, να σκύβει, να κουνιέται, δεν ξέρω τι μ'έπιασε και της χυμάω από πίσω και της τον "φοράω",
Τρόμαξαν να με ξεκολλήσουν από πάνω της.
- Ε, καλά, εσύ δικαίως, την αξίζεις την ευθανασία.
- Ποιά ευθανασία;
Εμένα τα...
Νύχια ήρθα να μου κόψουν!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το παιδί ρωτάει τον μπαμπά
Μπαμπά, τι είναι πολιτική;
O μπαμπάς απαντάει:
-Eίναι μια οικογένεια σαν την δικιά μας. Η μαμά είναι η κυβέρνηση, ο μπαμπάς, δηλαδή εγώ, είναι το κεφάλαιο, εσύ είσαι η κοινή γνώμη και το μωρό είναι το μέλλον του έθνους. Πήγαινε τώρα για ύπνο και το πρωί μου λες τι κατάλαβες.
Tο παιδι δεν μπορουσε να κοιμηθει απο τις σκεψεις. Σε καποια στιγμη ακουει το μωρο να κλαιει, παει να δει και βλεπει πως εχει λερωθει, παει να ξυπνησει την μαμα του και βλεπει φως στο δωματιο της υπηρετριας, κοιταζει και βλεπει τον μπαμπα αγκαλια με την υπηρετρια, δεν ξερει τι να κανει και παει για υπνο.
Tο πρωι ο μπαμπας ρωταει το παιδι τι καταλαβε για την πολιτικη και ο μικρος του απανταει:
Όταν η κυβερνηση κοιμαται, το κεφαλαιο πηδαει την εργατικη ταξη, η κοινη γνωμη αδιαφορει και το μελον της χωρας βυθιζεται στα σκατά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ένας τύπος εξετάζεται από τον ψυχίατρο. Κατά την διάρκεια της εξέτασης:
Ζωγραφίζει ο Ψυχίατρος ένα κύκλο και ρωτάει τον ασθενή:
- Τι είναι αυτό ;
- Βυζί! Απαντάει ο ασθενής
Ζωγραφίζει ο γιατρός ένα τετράγωνο:
- Τι είναι αυτό ;
- Βυζί! Απαντά και πάλι ο ασθενής
Ζωγραφίζει ο γιατρός ένα τρίγωνο:
- Τι είναι αυτό ;
- Βυζί ! Απαντάει με περισσότερο ενθουσιασμό ο ασθενής.
- Κύριε μου, έχετε σοβαρά σεξουαλικά προβλήματα!
- Εγώ ή εσύ που που όλο ζωγραφίζεις βυζιά;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Mετά από πάρα πολύ καιρό, συναντιούνται δυο παλιόφιλοι.
Aγκαλιές, φιλιά, χαρές! Pε να τα πούμε κάποια στιγμή, προτείνει ο πρώτος.
- Tι λες για Δευτέρα απόγευμα;
- Δευτέρα δεν γίνεται, πάει ο Mήτσος για κυνήγι.
- Tότε την Tετάρτη;
- Oύτε την Tετάρτη, ξαναπάει ο Mήτσος για κυνήγι.
- Tότε το Σαββατοκύριακο;
- Με τίποτε. Το Σαββατοκύριακο φεύγει ο Mήτσος για κυνήγι, όλη τη μέρα!
- Ποιος είναι αυτός ο Mήτσος ρε μεγάλε; απόρρησε ο πρώτος!
- Nα σου πω την αλήθεια εγώ τον Mήτσο δεν το ξέρω, αλλά όταν αυτός πάει για κυνήγι εγώ πάω με τη γυναίκα του!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το σπίτι του βλαχου επισκέπτονται διάφοροι καθημερινά, που ενδιαφέρονται για την αγορά της αγελάδας. Την παρατηρούν, την χαϊδεύουν, την αγκαλιάζουν με το ένα χέρι και με το άλλο χέρι πιάνουν τα μαστάρια (βυζιά) της. Ο μικρός προσέχει τις κινήσεις των ξένων και ρωτά τον πατέρα του:
- "Γιατί μπαμπά όλοι αυτοί χαϊδεύουν, αγκαλιάζουν και πιάνουν τα μαστάρια της αγελάδας μας;"
- "Διότι παιδί μου την αγελάδα θα την πουλήσω και κατ` αυτόν τον τρόπο εκτιμούν την αξία της."
Ο τετραπέρατος μικρός κατάλαβε αμέσως τι συμβαίνει και αρκετά στεναχωρημένος βρίσκει παρηγοριά στην αγκαλιά της μαμάς του.
Λίγες ημέρες αργότερα, επιστρέφοντας ο μικρός από το νηπιαγωγείο, βλέπει τη μαμά αγκαλιασμένη με τον γείτονα και να της χαϊδεύει τα βυζιά. Βάζει τα κλάμματα και με το που επιστρέφει ο μπαμπάς από τη δουλειά με ύφος αυστηρό του λέει:
- "Μπαμπά την αγελάδα την πούλησες, αλλά τη μαμά δεν θέλω να την πουλήσεις..."
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μπάρμαν: Ορίστε η μπύρα σας κύριε
Τυπάς: Πόσο έχει;
Μπάρμαν: 0.01 ευρώ!
Τυπάς: ΤΙ ΛΕΣ ΡΕ ΦΙΛΕ; Τόσο φθηνά; Μπράβο το κατάστημα...Από φαγητό τί έχετε;
Μπάρμαν: Έχουμε... πλήρες μενού με μπριζόλα, πατάτες και σαλάτα στα 0.03 ευρώ.
Τυπάς: Καλα ρε, εσείς είστε καταπληκτικοί! Που είναι ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού; Θέλω να τον συγχαρώ!
Μπάρμαν: Στον επάνω όροφο με την γυναίκα μου...
Τυπάς: Και τι κάνει εκεί;
Μπάρμαν: Ότι κάνω και εγώ στην επιχείρησή του...
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο κ Γιωργος, 95 ετων, ζει σε εναν οικο ευγηριας και το απογευμα μεχρι το βραδακι την βγαζει στην αγαπημενη γωνια του κηπου.
Καποια μερα γνωριζεται με την Μαρια, 87 ετων και συζητωντας της εξομολογειται οτι του λειπει το σεξ.
-Ρε παλιογερε, που το θυμηθηκες? Το πραγμα σου ουτε υπο την απειλη οπλου δεν σηκωνεται πλεον.
-Ναι, αλλα ξερεις τι ωραια θα ηταν αν μου το κρατουσε καποια στο χερι?
Αμ επος αμ εργο, η Μαρια τον ξεκουμπωνει και του το χουφτωνει.
'Ενα χαμογελο ευτυχιας σχηματισθηκε στα χειλη του Γιωργου και φυσικα αυτο πλεον εγινε καθημερινο.
Μερικες εβδομαδες αργοτερα, η Μαρια δεν βρισκει τον Γιωργο στη θεση του και το μυαλο της πηγε αμεσως στο κακο. Ηταν και 95 ετων. Αρχισε να τον ψαχνει και τελικα τον βρισκει σε μια γωνια του κηπου αλλα με την Σουλα, 89 ετων, να του τον κραταει.
Ανεβηκε το αιμα στο κεφαλι της και εβαλε της φωνες.
-Ρε γεροξεκουτη, τι εχει αυτη η τσουλα και την προτιμησες απο μενα?
- Παρκινσον, Μαρια, παρκινσον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου