Για αύξηση στις παραγγελίες κατά 100% κάνουν λόγο οι ξυλέμποροι. Στα 200 ευρώ, με ανοδικές τάσεις, το μέσο κόστος για έναν τόνο ξύλων στην Αττική. «Από το τέλος Ιουλίου σχηματίζονται ουρές», λένε οι επιχειρηματίες.
Κατακόρυφη αύξηση γνωρίζει φέτος η ζήτηση καύσιμης ξυλείας λόγω της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τα λαϊκά νοικοκυριά.
Η ξέφρενη πορεία της τιμής του πετρελαίου ωθεί τους καταναλωτές στην αναζήτηση εναλλακτικών μορφών θέρμανσης και οι ξυλέμποροι κάνουν λόγο για άνοδο της ζήτησης κατά 100%. Προς τα πάνω προσαρμόζονται ως είθισται και οι τιμές των ξύλων.
Στην Αττική το μέσο κόστος για έναν τόνο καυσόξυλου είναι 200 ευρώ με ανοδική τάση. Οι χαμηλότερες τιμές αγγίζουν τα 180 ευρώ -σε περιοχές όπως το Πόρτο Ράφτη- και οι υψηλότερες τα 240 ευρώ, όπως για παράδειγμα στη Βάρη. Φτηνότερα πωλούνται τα βουλγάρικα ξύλα, τα οποία όμως δεν ενδείκνυνται για καύση. Στην επαρχία το κόστος διαμορφώνεται στα περίπου 150 ευρώ/ τόνο.
«Μέσα σε 8 μέρες πουλήθηκαν 27 τόνοι ελιάς», λέει η Ζωή η οποία εργάζεται σε οικογενειακή μάντρα ξυλείας στο Χαλάνδρι. «Και έχουμε ήδη προπωλήσει άλλους 27,5 τόνους από το φορτίο που περιμένουμε».
Τα μέλη της οικογένειάς της αποφάσισαν να ασχοληθούν πρόσφατα με την ξυλεία καθώς διαπίστωσαν ότι επρόκειτο για έναν τομέα με σημαντική άνθηση. Δεν ήταν οι μόνοι.
Οι αντίστοιχες επιχειρήσεις έχουν πληθύνει τα τελευταία χρόνια και το αποτέλεσμα τους αποζημιώνει. Τον περσινό χειμώνα εξαντλήθηκαν όλα τα αποθέματα της αγοράς με αποτέλεσμα οι έμποροι να στραφούν στην ξυλεία της Βουλγαρίας. Όταν και αυτή στέρεψε, ξεκίνησαν εισαγωγές από τη Ρουμανία.
Διανομή
«Από το τέλος Ιουλίου σχηματίζονται ουρές», λέει ο κ. Παναγιώτης Σακελλαράκης, ο οποίος διατηρεί μάντρα τα τελευταία 35 χρόνια στη λεωφόρο Λαυρίου.
«Το πρόβλημα είναι ότι λόγω της ζήτησης οι έμποροι έχουν αυξήσει υπερβολικά τις τιμές ή δεν φέρνουν ξύλα στην Αττική. Ξεπουλάνε σε κοντινές περιοχές στην επαρχία». Από την πλευρά του ο κ. Σωκράτης, ιδιοκτήτης μάντρας στα Γλυκά Νερά, λέει πως ο κόσμος είναι φειδωλός ακόμη και με τα καυσόξυλα. «Κάνουν παζάρια, ζητούν δόσεις, δεν υπάρχουν χρήματα».
Η αυξημένη κινητικότητα στον χώρο, όπως όλοι εξηγούν, είχε διαφανεί από το καλοκαίρι, όταν σημειωνόταν μεγάλη προσέλευση σε καταστήματα εναλλακτικών συστημάτων θέρμανσης εν όψει του δύσκολου χειμώνα...
ΑΠΟΔΟΣΗ
Πόση ζέστη μπορεί να προσφέρει κάθε είδος ξύλου
Ένας πρακτικός τρόπος για να ανακαλύψει κανείς πόση ζέστη μπορεί να προσφέρει κάθε είδος ξύλου στον προσωπικό του χώρο είναι να αναζητήσει τη θερμαντική του αξία. Ετσι ονομάζεται η ποσότητα της θερμικής ενέργειας που παράγεται από την πλήρη καύση ενός κιλού ξηρού ξύλου. Στην περιοχή της Μεσογείου τη μεγαλύτερη θερμαντική αξία έχει η ελάτη (4895 Kcal ανά κιλό καιόμενου ξύλου), ακολουθεί η πεύκη (4.830 Kcal/Kg), η οξιά (4701 Kcal/Kg) και η δρυς με 4.694 Kcal/Kg. Παρ' όλ' αυτά η δρυς προτιμάται λόγω της μεγαλύτερης διάρκειας της καύσης της. Σύγκριση μπορεί να γίνει με το πέλετ, η θερμαντική αξία του οποίου υπολογίζεται στα 4400 Kcal. Ως προς τις τιμές των ξύλων θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτές διαφέρουν σημαντικά από περιοχή σε περιοχή. Στην επαρχία ο τόνος κυμαίνεται στα περίπου 150 ευρώ ενώ στην Αθήνα μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 240 ευρώ. Μια μέση τιμή για τη δρυ και την ελιά στην Αττική είναι τα 200 ευρώ ανά τόνο, ενώ το πεύκο διατίθεται στις ίδιες ή σε ελαφρά χαμηλότερες τιμές.
ΠΕΥΚΟ
Ανάβει εύκολα, καίγεται γρήγορα
Είναι ένα ξύλο που ανάβει εύκολα λόγω της μεγάλης περιεκτικότητάς του σε ρετσίνι. Στα αρνητικά συγκαταλέγεται το γεγονός ότι καίγεται γρηγορότερα από τα υπόλοιπα ξύλα με αποτέλεσμα η χρήση του να καθίσταται οικονομικά ασύμφορη, ενώ συνήθως πωλείται στην ίδια τιμή με τη δρυ, την οξιά και την ελιά. Επίσης, «σκάει» περισσότερο από τα υπόλοιπα είδη και ως εκ τούτου απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή για τον κίνδυνο πυρκαγιάς.
ΟΞΙΑ
Σκληρό ξύλο με μεγάλη διάρκεια καύσης
Η καύση της διαρκεί περισσότερο από του πεύκου γιατί πρόκειται για σκληρό ξύλο με πυκνότητα και βάρος. Παρ' όλα αυτά, ο χρόνος καύσης της δεν μπορεί να προσεγγίσει τον αντίστοιχο της δρυός ή της ελιάς. Εχει την ιδιότητα να μη «σκάει» τόσο πολύ και ανάβει χωρίς δυσκολία. Χρησιμοποιείται στην κυρίως καύση και όχι για προσάναμμα για το οποίο θεωρείται ιδανικό το πεύκο. Η οξιά κόβεται και σε μικρά κομμάτια τα οποία χρησιμοποιούνται για τις ξυλόσομπες.
ΔΡΥΣ
Δεν πετάει σπίθες, παράγει ήρεμη φλόγα
Είναι το ξύλο που προτιμάται περισσότερο από όσους χρησιμοποιούν τζάκι στη χώρα μας. Καίγεται πιο αργά από όλα τα άλλα ξύλα. Σημαντικό πλεονέκτημά του είναι το γεγονός ότι δεν πετάει σπίθες. Για την ακρίβεια, κατά την καύση του παράγεται μακριά και ήρεμη φλόγα ενώ η εικόνα που παρουσιάζουν τα φλεγόμενα κομμάτια δρυός μοιάζει με αυτή του πυρωμένου σιδήρου. Η δρυς ανάβει δύσκολα και συνήθως για να ξεκινήσει η καύση της απαιτείται η συνδρομή βοηθήματος.
ΕΛΙΑ
Το καλύτερο ξύλο για καύση στο τζάκι
Κάνει μικρή και ήρεμη φλόγα, ενώ ανάβει σχετικά εύκολα. Οι περισσότεροι μαντράδες ξυλείας συστήνουν στους καταναλωτές την ελιά ως το καλύτερο ξύλο που μπορούν να προμηθευτούν για το τζάκι τους. Καίγεται αργά, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της φωτιάς προσφέροντας οικονομική θέρμανση στον χώρο. Η τιμή της κυμαίνεται μεταξύ 0,19 και 0,24 ευρώ το κιλό.
ΠΟΥΡΝΑΡΙ
Με μεγάλη θερμική απόδοση
Θεωρείται υψηλής ποιότητας καυσόξυλο, που, όμως, δεν συναντάται σε μεγάλες ποσότητες. Aνήκει στην κατηγορία των σκληρών ξύλων και χαρακτηρίζεται από μεγάλη θερμική απόδοση σε σχέση με τα υπόλοιπα ξύλα. Καίγεται αργά, χαρακτηριστικό που το καθιστά ιδανικό για το τζάκι. Η θερμαντική του απόδοσή υπολογίζεται στις περίπου 4670 Kcal/kg.
Η απόδοση εξαρτάται και από την υγρασία του ξύλου
Το είδος του
ξύλου και μόνο, δεν αρκεί για να προσδιορισθεί η θερμική απόδοση του. Το
ποσοστό απόδοσης κυμαίνεται ανάλογα και με την υγρασία του καθώς και
την θερμοκρασία καύσης. Η φωτιά πρέπει να φτάσει σε συγκεκριμένη
ελάχιστη θερμοκρασία, ώστε να έχουμε καθαρή και αποδοτική καύση. Το
φρεσκοκομμένο ξύλο επίσης, περιέχει πάνω από 50% υγρασία και είναι
εντελώς ακατάλληλο.
Όταν
κόβεται ένα δέντρο, η υγρασία των καυσόξυλων που προκύπτουν κυμαίνεται
από 50% έως 100% (!), ανάλογα με την εποχή που πραγματοποιείται η
υλοτόμηση. Για να καεί σωστά το ξύλο πρέπει η υγρασία του να κατέβει
τουλάχιστον στο 20%, ενώ ιδανική θεωρείται η υγρασία όταν είναι 12% έως
15%.Αν λοιπόν τα ξύλα κοπούν την άνοιξη ή έστω τον Ιούνιο και τα
αφήσουμε να στεγνώσουν κάτω από ένα υπόστεγο, σε καλά αεριζόμενο χώρο,
είναι μια χαρά για να τα κάψουμε το χειμώνα.
Ωστόσο αυτό
φαίνεται ότι δεν συμβαίνει και οι ξυλέμποροι πολύ συχνά πωλούν με το κιλό «φρέσκα»
ξύλα, που δεν ανάβουν εύκολα, ενώ και όταν ανάβουν καταναλώνουν ένα
μεγάλο μέρος της ενέργειας που αποδίδουν για να αποβάλλουν την υγρασία
που περιέχουν. Οπότε τα καυσόξυλα πρέπει να αγοράζονται τουλάχιστον ένα
εξάμηνο πριν τη χρήση τους και όχι τελευταία στιγμή.
Άν το ξύλο
έχει μεγάλη υγρασία, η φωτιά είναι αδύναμη, χλωμή και παράγει ένα βαρύ,
πυκνό πέπλο καπνού, άκαφτη πίσσα και κρεόζοτο, με αποτέλεσμα το γρήγορο
μαύρισμα του κρυστάλου στα ενεργειακά τζάκια και τις σόμπες.
Για μεγαλύτερη απόδοση και καλύτερη καύση συνδυάζετε δύο ειδών ξύλα.
Η
άποψη ότι τα δέντρα που βρίσκονται σε ανήλιαγες πλαγιές καίγονται πιο
δύσκολα είναι απλώς δοξασία και η διαφορά είναι απειροελάχιστη (αφορά μόνο τους κατασκευαστές βαρελιών για κρασί...) Ούτε η
χώρα προέλευσης παίζει ρόλο. Η ίδια ποικιλία δρυός, όταν έχει την ίδια
υγρασία θα καεί με τον ίδιο τρόπο είτε από Ελλάδα προέρχεται, είτε από
Βουλγαρία είτε από Ρουμανία.
Εναλλακτικές μέθοδοι θέρμανσης
Οικονομία και απόδοση υπόσχονται τα πέλετ
•Το ενεργειακό τζάκι είναι μια επιλογή που κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος
Οι νέες μέθοδοι θέρμανσης προτάσσουν το ξύλο ως καύσιμο φιλικό στη φύση αλλά και το πορτοφόλι μας.
Το πέλετ (pellet) συνιστά τη μόδα των τελευταίων ετών και σύμφωνα με τους υποστηρικτές του συνεπάγεται σημαντικό οικονομικό όφελος και μεγάλη ζέστη. Πρόκειται για πολύ μικρά κομμάτια συμπιεσμένου ξύλου που προέρχονται από τα κατάλοιπα της υλοτομίας, όπως πριονίδια και κλαδιά. Από αυτά έχει αφαιρεθεί τελείως το οξυγόνο και το μεγαλύτερο ποσοστό της υγρασίας (απομένει 8-10%) με αποτέλεσμα η καύση τους να διαρκεί πολλές ώρες.
Σύμφωνα με τους ειδικούς ένα ενεργειακό τζάκι μπορεί να χρειάζεται «γέμισμα» με πέλετ μόλις τρεις φορές το 24ωρο. Στη Βόρεια Ευρώπη τα πέλετ έχουν αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό το πετρέλαιο θέρμανσης και το φυσικό αέριο.
Στη χώρα μας διατίθεται στην αγορά με μέση τιμή 0,27 ευρώ το κιλό ενώ για τη θέρμανση ενός σπιτιού τον χειμώνα απαιτείται συνολικά ποσότητα 4 έως 5 τόνων.
Συνήθως προτιμώνται σόμπες ή καυστήρες πέλετ -η επιλογή των οποίων εξαρτάται από το μέγεθος του σπιτιού- όμως η εγκατάστασή τους προϋποθέτει τεχνικές εργασίες στον χώρο όπου θα τοποθετηθούν.
Αλλες εναλλακτικές μέθοδοι θέρμανσης με καύσιμο το ξύλο είναι οι ξυλόσομπες οι οποίες συνιστούν μια οικονομικά προσιτή λύση, το συμβατικό τζάκι αλλά και το ενεργειακό. Το τελευταίο είναι μια επιλογή που κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος καθώς χαρακτηρίζεται από σημαντικά πλεονεκτήματα: Είναι πιο αποδοτικό και με χαμηλότερη κατανάλωση.
Η κλειστή εστία του δεν επιτρέπει στον θερμό αέρα να διαφεύγει στο περιβάλλον ενώ αντίθετα διοχετεύεται σε ολόκληρο το σπίτι μέσω θυρίδων. Δεν είναι λίγοι επίσης εκείνοι οι οποίοι μετατρέπουν το ενεργειακό τους τζάκι σε «καλοριφέρ» συνδέοντάς το με τον κυκλοφορητή, με αποτέλεσμα να μεταφέρεται ζεστό νερό στα θερμαντικά σώματα του σπιτιού.
Οσοι διαθέτουν ήδη συμβατικό τζάκι και θέλουν να το μετατρέψουν σε ενεργειακό, θα πρέπει να καταβάλουν κατά μέσο όρο δαπάνη ύψους 3.000 ευρώ.
Κατερίνα Ροββά
φανταστικο αρθρο, τα συγχαρητηρια μου
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ καλό άρθρο!
ΑπάντησηΔιαγραφή