Πώς τα ποτήρια του κρασιού (κρασοπότηρα) δείχνουν την κοινωνική εξέλιξη (στροφή) στην αρχαία Ελλάδα σε πάνω από 500 χρόνια;;;
Ακόμη και μια φαινομενικά μικρή αλλαγή σε ποτήρια κρασιού μπορούν να δείξουν την κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική εξέλιξη στην αρχαία Ελλάδα κατά τα τελευταία 500 χρόνια, και αυτό είναι ακριβώς ό, τι μια ομάδα από το Πανεπιστήμιο του Cincinnati αναλύει.
Η Kathleen Lynch θα παρουσιάσει ένα χρονολόγιο της για κύπελλα πόσης οίνου που χρησιμοποιούνται στην αρχαία Αθήνα από το 800 π.Χ. έως 323 π.Χ. και θα συζητήσει πώς στίς αλλαγές στο κύπελλα πόσης οίνου, σημειώνονται...
πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές.
Η Kathleen Lynch θα ειδικά μιλήσει για την τελικά κοκτέιλ πάρτι του αρχαίου κόσμου «Συμπόσιο» τα ονομάζει η ίδια.
Μια σημαντική πτυχή σε κάθε συμπόσιο ήταν το κύπελλο κρασιού, καθώς και τη μορφή και το καλολογικά στοιχεία σχετικά με τα κύπελλα αντανακλώνται στην κοινή κουλτούρα των συμμετεχόντων, καθώς και τις μεγαλύτερες κοινωνικές πραγματικότητες και τις αλλαγές στον κόσμο τους κατά τη επόμενη περίοδο μελέτης.
Γιατί αυτά τα αντικείμενα; Τα χρηστικά αντικείμενα των ανθρώπων μιλούν γιαυτούς και την εποχή τους. Με τον ίδιο τρόπο που η κούπα καφέ με «Νεσκαφέ» στο ντουλάπι της κουζίνας σας μιλά για τις αξίες σας και την κουλτούρα σας, το ίδιο κάνουν και αυτά που χρησιμοποιούνται συνήθως, τα αντικείμενα του παρελθόντος θα μας πει για το παρελθόν των ιδιοκτητών του.
Και, συχνά, μελετώντας το παρελθόν, μαθαίνουμε για τον εαυτό μας, λέει η Lynch.
Στην εποχή του ΣΙΔΗΡΟΥ (1,100-700 π.Χ.) τα συμπόσια και οι κούπες σε συναθροίσεις κατανάλωσης (συμπόσια) προορίζονταν για την ελίτ.
Τα "κρασοπότηρα" κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν απλά διακοσμημένα και στηριζόταν άμεσα σε βάση (δεν υπάρχει στέλεχος).
Στην Αρχαϊκή περίοδο (700-480 π.Χ.), ποικιλία και η ποιότητα ήταν ιδιαίτερα υψηλές κατά την περίοδο αυτή.
Ήταν η αρχή της μελανόμορφης κεραμικής παραγωγής, καθώς και απλές, μελαμβαφή εκδόσεις. Προήλθε κύπελλα έγινε πιο δημοφιλής, ίσως επειδή ήταν πιο εύκολο να κρατήσει, ενώ reclining.
Στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. ήρθε την ταχεία ανάπτυξη των τύπων κυπέλλου: Komast κύπελλα, Σιάνα κύπελλα, Gordion κύπελλα, Χειλωτά κύπελλα, Ταινιώδη κύπελλα, κύπελλα μαρασμού, -σκέψης κύπελλα και βαθιά κύπελλα ».
Κατέχοντας ότι νεότερο όσον αφορά την λειτουργία και το ύφος στα "κρασοπότηρα" ήταν πιθανόν να ταυτίζεται με τη γνώση και την κατάσταση.
Η ελίτ μπορεί να έχουν αναζητήσει συνοχή και αυτό είναι ο μόνος ορισμός για την αντιμετώπιση των φατριαστικών σε αντιπαλότητες και λαϊκιστικές κινήσεις, εξηγεί η Lynch.
Ύστερη Αρχαϊκή Εποχή (525-480 π.Χ.) Οι μάζες ήταν πολιτικές, αν δεν την κοινωνική, ισούται με την ελίτ, και αυτές οι μάζες ήταν απολαμβάνουν τώρα συμπόσια του.
Η κατ 'εκτίμηση ότι η κατανάλωση σκαφών για συμπόσια αποτελείται έως και 60 τοις εκατό των terra cotta fineware (συλλογή από πιάτα) στο τυπικό αθηναϊκό σπίτι της παρούσας περιόδου.
Τελικά με τις καταστροφικές εκστρατείες Περσικών Πολέμων, η οποία Η Ελλάδα κέρδισε, ο πολλαπλασιασμός των τύπων κυπέλλου μειώθηκε κατά την περίοδο αυτή, με ερυθρόμορφο κύπελλα, το οποίο εισήχθη γύρω στο 525 π.Χ., να γίνει η πιο δημοφιλή.
Της Κλασσικής περιόδου (480-400 π.Χ.) ερυθρόμορφα κύπελλα (κούπες διακοσμημένες με κόκκινο και στοιχεία μαύρου) παραμένουν δημοφιλείς, αλλά το ύψος στα κύπελλα είναι ψηλότερο και είναι λεπτότερα.
Αυτά ήταν πολύ απλούστερα, μαύρο κύπελλα απο πηλό με γυαλιστερές επιφάνειες και λεπτό σφράγισμα με εγχάρακτα σχέδια σε πηλό στο εσωτερικό του κύπελλου, που μιμήθηκε τα πρωτότυπα μεταλλικά, σχετικά με το φθηνό κόστος τους.
Με άλλα λόγια, τα κοινά πήλινα (terra cotta) κύπελλα ήταν «σχεδιαστικώς παροπλισμένα» μπροστά στα σχέδια της "υψηλής τεχνικής" που βρέθηκαν στα ασημένια κύπελα.
Αυτό δημιουργήθηκε σε μια περίοδο σκληρής οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας, όταν οι άνθρωποι αναζήτησαν διαφυγή μέσω των αγαθών ψευδο-πολυτέλειας.
Ύστερη ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (400-323 π.Χ.) Οι τάσεις προς ψευδο-πολυτέλεια στίς κούπες συνεχίστηκε, αλλά η ποικιλία των εν λόγω σχεδίων με «ασημένια-εμπνευσμένη« πήλινη κούπα μειώθηκε μετά τη στροφή του 4ου αιώνα π.Χ., πιθανότατα τα λόγω έντυπα δεν ήταν πρακτικά.
Η διακοσμητική καινοτομία, που ονομάζεται Δυτικής Κλιτύος, έγινε δημοφιλής αυτή τη στιγμή. Αποτελούνταν από χρωματιστό πηλό που εφαρμόζονται στην κορυφή μελαμβαφή επιφάνειες για να δημιουργήσετε τα αποτελέσματα της γιρλάντες και στεφάνια.
Οι ανθρώπινες φιγούρες δεν ήταν πλέον παρούσες. Με την κίνηση προς τον εκδημοκρατισμό στην Αθήνα, η συμμετοχή σε συμπόσια έχει διευρυνθεί.
Η Ισότητα δεν είναι πλέον σημαντική σε
ένα κράτος που δεν ήταν πλέον δημοκρατικό, αλλά Μοναρχικό. Η Lynch θα
παρουσιάσει την έρευνα της κατά την ετήσια συνεδρίαση του Αρχαιολογικού
Ινστιτούτου της Αμερικής.
http://giosx.blogspot.gr
Ελληνικά αγγεία του πότη
Ελληνικά αγγεία του πότη
Οι αρχαίοι μας πρόγονοι υπήρξαν λαός
ερωτικός και παιγνιώδης στο έπακρον. Περί τούτου μαρτυρούν όχι μόνον οι
αναφορές των διασωθέντων γραπτών κειμένων, αλλά, πολλώ μάλλον, οι
εικόνες οι οποίες κοσμούν τα διάφορα χρηστικά ή διακοσμητικά
αντικείμενα, που η αρχαιολογική σκαπάνη συνεχίζει να φέρνει στο φως, σε
εκπληκτικά μεγάλες ποσότητες.
Ακριβώς αυτά τα αντικείμενα, αγγεία κάθε μεγέθους και σχήματος,
κεραμικά στη μεγάλη τους πλειονότητα, θα αποτελέσουν το θέμα του
σημερινού μας σημειώματος και ενδεχομένως ενός μελλοντικού. Ιδιαιτέρως
δε, μας ενδιαφέρουν εκείνα τα οποία λόγω χρήσεως σχετίζονται με το κρασί
και την απόλαυσή του. Πράξις οφειλομένη στους πρώτους διδάξαντες τον
συμποτικό χαρακτήρα του οίνου, αφού ώς τώρα ασχοληθήκαμε, διά μακρόν, με
νεότερα αντικείμενα όπως οι φιάλες και τα ποτήρια.
Ο οίνος εθεωρήθη, από της εμφανίσεώς του, «θείον δώρον» και ως τέτοιο περιεβλήθη ιδιαιτέρας αίγλης, που καθόρισε εν πολλοίς και το τυπικό της κατανάλωσής του. Κατά την περίοδο της ακμής της αγγειοπλαστικής, μεταξύ του 6ου και του 4ου π.Χ. αιώνος, δημιουργούνται δεκάδες τύποι αγγείων, που καθένα εξυπηρετεί μια διαφορετική ανάγκη ή εκφράζει μια ξεχωριστή αισθητική αναζήτηση.
Η ζύμωση, π.χ., του γλεύκους γινόταν σε μεγάλα πήλινα πιθάρια, τους πίθους, που βρίσκονταν τοποθετημένοι στον πιθεώνα, στην οιναποθήκη δηλαδή ή ενδεχομένως σε αυτό που σε άπταιστη νεοελληνική θα αποκαλούσαμε... κάβα. Αξίζει μάλιστα να παρατηρήσουμε ότι συνήθιζαν να «θάβουν» τους πίθους στο χώμα, αφήνοντας μόνο τον λαιμό να προεξέχει, εκμεταλλευόμενοι με αυτόν τον τρόπο τη χαμηλή θερμοκρασία του εδάφους και αποδεικνύοντας ότι πιθανότατα γνώριζαν την επίδραση της θερμότητας κατά τη διάρκεια της ζύμωσης ή της παλαίωσης των οίνων.
Για τη μεταφορά των οίνων, αλλά πολύ συχνά και για τη φύλαξή τους, χρησιμοποιήθηκε το δημοφιλέστερο και μάλλον το γνωστότερο αγγείο της αρχαιότητος, ο αμφορέας. Οφείλει το όνομά του στις δύο λαβές που επέτρεπαν την εύκολη μετακίνησή του (αμφι-φορεύς), παρουσιάζει δε αρκετές παραλλαγές, ανάλογα με τις χρήσεις και τις εποχές.
Ιδιαιτέρας σημασίας για το εμπόριο και την αποθήκευση των οίνων ήσαν οι οξυπύθμενοι αμφορείς, οι οποίοι λόγω του ιδιαιτέρου σχήματος, με την οξεία απόληξη του κατωτέρου τμήματός τους, επέτρεπαν την ασφαλή μεταφορά, καθώς το οξύ τμήμα τους βυθιζόταν στην άμμο την οποία μετέφεραν ως έρμα τα εμπορικά πλοία της εποχής.
Στις οικιακές αποθήκες κρασιών πάλι, οι οξυπύθμενοι αμφορείς «εβυθίζοντο» στο χώμα, ώστε να εξασφαλίζονται ιδανικές συνθήκες συντήρησης, δεδομένου ότι η συνήθης θερμοκρασία του εδάφους είναι 15Ψ C.
Τα πιο ενδιαφέροντα σκεύη όμως είναι, πέραν πάσης αμφιβολίας, όσα χρησιμοποιούντο κατά τη διάρκεια ή την προετοιμασία των συμποσίων. Ασφαλώς είναι γνωστή στους περισσότερους η προέλευση της λέξεως κρασί, από το ρήμα κεράννυμι, που σημαίνει αναμειγνύω. Αναφέρεται στη συνήθεια, που αργότερα κατέστη νόμος σε αρκετές ελληνικές πόλεις, της ανάμειξης του άκρατου οίνου με νερό ώστε να καταστεί ευκολότερη αλλά και αβλαβέστερη η κατανάλωσή του.
Για τη διαδικασία αυτή, το τυπικό αγγείο, όπως δηλώνει και το όνομά του, ήταν ο κρατήρ, που άρχισε να κατασκευάζεται αρκετά νωρίς αλλά πήρε την οριστική μορφή του στην Αττική αγγειοπλαστική.
Η ψύξη του οίνου επετυγχάνετο με τη βοήθεια του ψυκτήρος, ο οποίος λειτουργούσε σε συνδυασμό με τον κρατήρα. Είτε γέμιζαν τον ψυκτήρα, ο οποίος διέθετε το κατάλληλο σχήμα, με χιόνι, χαλάζι ή κρύο νερό και τον βύθιζαν μέσα στον κρατήρα που περιείχε το κρασί είτε ανέστρεφαν τη χρήση των αγγείων γεμίζοντας τον ψυκτήρα με το ψυκτικό μέσο.
Για την άντληση του κρασιού από τον κρατήρα χρησιμοποιούντο συνήθως οι οινοχόες, των οποίων το σχήμα επιβιώνει στις σύγχρονες «κανάτες». Η πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή τους είναι ο χους, που συνδέεται με την αθηναϊκή γιορτή των Ανθεστηρίων, τα οποία περιελάμβαναν και διαγωνισμό... οινοποσίας, όπου ο χους χωρητικότητας μεγαλύτερης των 3 λίτρων (!) αντικαθιστούσε τα ποτήρια. Οχι σπάνια επίσης μεταχειρίζονταν μια μακριά μεταλλική κουτάλα, που λέγεται αρύταινα, από το ρήμα αρύω, που σημαίνει αντλώ υγρό.
Αν τα προαναφερθέντα σκεύη όμως έφερναν το κρασί ώς το τραπέζι, το κατ' εξοχήν σκεύος της οινικής απόλαυσης είναι η κύλιξ και τα αντίστοιχά της αγγεία, που έπαιζαν τον ρόλο των «ποτηριών» και μερικά από τα οποία έχουν εξεζητημένα σχήματα και ιδιαίτερες χρήσεις.
Η έξοχη εργασία των πανεπιστημιακών Πάνου Βαλαβάνη και Δημήτρη Κουρκουμελή με τίτλο «Αγγεία του πότου» προσφέρει άφθονες επί του θέματος πληροφορίες, τις οποίες χρησιμοποιήσαμε και εμείς.
Ο οίνος εθεωρήθη, από της εμφανίσεώς του, «θείον δώρον» και ως τέτοιο περιεβλήθη ιδιαιτέρας αίγλης, που καθόρισε εν πολλοίς και το τυπικό της κατανάλωσής του. Κατά την περίοδο της ακμής της αγγειοπλαστικής, μεταξύ του 6ου και του 4ου π.Χ. αιώνος, δημιουργούνται δεκάδες τύποι αγγείων, που καθένα εξυπηρετεί μια διαφορετική ανάγκη ή εκφράζει μια ξεχωριστή αισθητική αναζήτηση.
Η ζύμωση, π.χ., του γλεύκους γινόταν σε μεγάλα πήλινα πιθάρια, τους πίθους, που βρίσκονταν τοποθετημένοι στον πιθεώνα, στην οιναποθήκη δηλαδή ή ενδεχομένως σε αυτό που σε άπταιστη νεοελληνική θα αποκαλούσαμε... κάβα. Αξίζει μάλιστα να παρατηρήσουμε ότι συνήθιζαν να «θάβουν» τους πίθους στο χώμα, αφήνοντας μόνο τον λαιμό να προεξέχει, εκμεταλλευόμενοι με αυτόν τον τρόπο τη χαμηλή θερμοκρασία του εδάφους και αποδεικνύοντας ότι πιθανότατα γνώριζαν την επίδραση της θερμότητας κατά τη διάρκεια της ζύμωσης ή της παλαίωσης των οίνων.
Για τη μεταφορά των οίνων, αλλά πολύ συχνά και για τη φύλαξή τους, χρησιμοποιήθηκε το δημοφιλέστερο και μάλλον το γνωστότερο αγγείο της αρχαιότητος, ο αμφορέας. Οφείλει το όνομά του στις δύο λαβές που επέτρεπαν την εύκολη μετακίνησή του (αμφι-φορεύς), παρουσιάζει δε αρκετές παραλλαγές, ανάλογα με τις χρήσεις και τις εποχές.
Ιδιαιτέρας σημασίας για το εμπόριο και την αποθήκευση των οίνων ήσαν οι οξυπύθμενοι αμφορείς, οι οποίοι λόγω του ιδιαιτέρου σχήματος, με την οξεία απόληξη του κατωτέρου τμήματός τους, επέτρεπαν την ασφαλή μεταφορά, καθώς το οξύ τμήμα τους βυθιζόταν στην άμμο την οποία μετέφεραν ως έρμα τα εμπορικά πλοία της εποχής.
Στις οικιακές αποθήκες κρασιών πάλι, οι οξυπύθμενοι αμφορείς «εβυθίζοντο» στο χώμα, ώστε να εξασφαλίζονται ιδανικές συνθήκες συντήρησης, δεδομένου ότι η συνήθης θερμοκρασία του εδάφους είναι 15Ψ C.
Τα πιο ενδιαφέροντα σκεύη όμως είναι, πέραν πάσης αμφιβολίας, όσα χρησιμοποιούντο κατά τη διάρκεια ή την προετοιμασία των συμποσίων. Ασφαλώς είναι γνωστή στους περισσότερους η προέλευση της λέξεως κρασί, από το ρήμα κεράννυμι, που σημαίνει αναμειγνύω. Αναφέρεται στη συνήθεια, που αργότερα κατέστη νόμος σε αρκετές ελληνικές πόλεις, της ανάμειξης του άκρατου οίνου με νερό ώστε να καταστεί ευκολότερη αλλά και αβλαβέστερη η κατανάλωσή του.
Για τη διαδικασία αυτή, το τυπικό αγγείο, όπως δηλώνει και το όνομά του, ήταν ο κρατήρ, που άρχισε να κατασκευάζεται αρκετά νωρίς αλλά πήρε την οριστική μορφή του στην Αττική αγγειοπλαστική.
Η ψύξη του οίνου επετυγχάνετο με τη βοήθεια του ψυκτήρος, ο οποίος λειτουργούσε σε συνδυασμό με τον κρατήρα. Είτε γέμιζαν τον ψυκτήρα, ο οποίος διέθετε το κατάλληλο σχήμα, με χιόνι, χαλάζι ή κρύο νερό και τον βύθιζαν μέσα στον κρατήρα που περιείχε το κρασί είτε ανέστρεφαν τη χρήση των αγγείων γεμίζοντας τον ψυκτήρα με το ψυκτικό μέσο.
Για την άντληση του κρασιού από τον κρατήρα χρησιμοποιούντο συνήθως οι οινοχόες, των οποίων το σχήμα επιβιώνει στις σύγχρονες «κανάτες». Η πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή τους είναι ο χους, που συνδέεται με την αθηναϊκή γιορτή των Ανθεστηρίων, τα οποία περιελάμβαναν και διαγωνισμό... οινοποσίας, όπου ο χους χωρητικότητας μεγαλύτερης των 3 λίτρων (!) αντικαθιστούσε τα ποτήρια. Οχι σπάνια επίσης μεταχειρίζονταν μια μακριά μεταλλική κουτάλα, που λέγεται αρύταινα, από το ρήμα αρύω, που σημαίνει αντλώ υγρό.
Αν τα προαναφερθέντα σκεύη όμως έφερναν το κρασί ώς το τραπέζι, το κατ' εξοχήν σκεύος της οινικής απόλαυσης είναι η κύλιξ και τα αντίστοιχά της αγγεία, που έπαιζαν τον ρόλο των «ποτηριών» και μερικά από τα οποία έχουν εξεζητημένα σχήματα και ιδιαίτερες χρήσεις.
Η έξοχη εργασία των πανεπιστημιακών Πάνου Βαλαβάνη και Δημήτρη Κουρκουμελή με τίτλο «Αγγεία του πότου» προσφέρει άφθονες επί του θέματος πληροφορίες, τις οποίες χρησιμοποιήσαμε και εμείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου