Η χρήση του πάγου στη Θεσσαλονίκη είναι γνωστή εδώ και αρκετούς αιώνες. Από το 1623 στον Χορτιάτη έφτιαχναν πάγο, συγκεντρώνοντας τους μήνες του χειμώνα χιόνι ή νερό σε μεγάλες γούρνες στην κορυφή του βουνού.
Ο παγοπώλης ή μπουζιτζής όπως τον έλεγαν, από την τουρκική λέξη buz (πάγος), είχε τη δική του θέση ανάμεσα στους πλανόδιους πωλητές.
Ήταν επάγγελμα ευκαιριακό, επειδή ο πάγος χρησιμοποιόταν μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες. Γι' αυτό πολλοί...
το είχαν ως δεύτερη δουλειά το καλοκαίρι. Παράλληλα, δηλαδή, είχαν κι άλλη εργασία.
το είχαν ως δεύτερη δουλειά το καλοκαίρι. Παράλληλα, δηλαδή, είχαν κι άλλη εργασία.
Μόλις άρχιζαν οι ζέστες του Μαΐου, έβρισκαν κάποιο καρότσι ή νοίκιαζαν μια σούστα (είδος κάρου) με ζώο και μ' αυτά κουβαλούσαν τον πάγο. Όσοι είχαν τη δυνατότητα αγόραζαν μια μεγάλη παγωνιέρα και αν δεν έβρισκαν κάποιο μαγαζάκι, την έστηναν στην άκρη κάποιου ελεύθερου χώρου -τότε υπήρχαν πολλοί- και για 4-5 μήνες έκαναν τον παγοπώλη.
Η δουλειά τους ήταν αρκετά κουραστική. Ιδίως όταν δυνάμωναν οι ζέστες και αναγκάζονταν να φορτώνουν και να ξεφορτώνουν δεκάδες παγοκολώνες. Ξυπνούσαν απ' τα χαράματα και κάνανε χιλιόμετρα κάθε ημέρα τρέχοντας, για να μη λιώσει ο πάγος.
Για να προστατέψουν τα χέρια τους από την ψύξη, κάλυπταν το μέρος του καρπού με κομμένες σαμπρέλες ή φορούσαν χοντρά γάντια. Είχανε μαζί τους κι ένα εργαλείο που τους διευκόλυνε στη δουλειά τους. Απ' τη μια μεριά ήταν κοπίδι (πριόνι) και απ' την άλλη γάντζος. Χαράζανε με το κοπίδι την παγοκολώνα σε τέταρτα, πάντοτε μπροστά στον πελάτη, κι ύστερα με το γάντζο χτυπούσαν στο άνοιγμα που έκαναν κι αμέσως ο πάγος σχιζόταν.
Ο πάγος κατασκευαζόταν σε ειδικά εργοστάσια, τα παγοποιεία. Ως πρώτη ύλη για την κατασκευή του χρησιμοποιούσαν πόσιμο νερό, (που ελεγχόταν από αστιάτρους), αμμωνία και αλάτι.
Στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν τότε τρία τέτοια μεγάλα παγοποιεία. Του «ΧΑΡΙΛΑΟΥ», από το 1920 -απ' όπου πήρε το όνομα του και ο συνοικισμός «Χαριλάου» της Θεσ/νίκης- του «ΜΠΑΛΤΑ», από το 1923 και το «ΦΙΞ», από το 1927.
Το εργοστάσιο του «Μπαλτά» κατασκεύαζε πλατιές και κοντές κολώνες, ενώ του «Χαριλάου» και το «ΦΙΞ» μακριές και λεπτές. Παγοποιεία φυσικά υπήρχαν και σε άλλες πόλεις.
Η χρήση του πάγου στη Θεσσαλονίκη είναι γνωστή εδώ και αρκετούς αιώνες. Από το 1623 στον Χορτιάτη έφτιαχναν πάγο, συγκεντρώνοντας τους μήνες του χειμώνα χιόνι ή νερό σε μεγάλες γούρνες (φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα όπου συγκεντρώνεται το νερό), στην κορυφή του βουνού. Τον έσπαζαν με κασμάδες, τον αποθήκευαν και τον συντηρούσαν σε τρύπες ή ανοίγματα μέσα στο βουνό. Έπειτα τον σκέπαζαν με φύλλα οξιάς και φτέρες. Το καλοκαίρι τον κατέβαζαν με τα ζώα τους και τον πωλούσαν στο Πανόραμα και τη Θεσσαλονίκη.
Τους καλοκαιρινούς μήνες τα παγοποιεία δούλευαν ασταμάτητα. Τα ειδικά καλούπια, όπου το νερό ψυχόταν και γινόταν πάγος, δεν προλάβαιναν ν' αδειάζουν και να γεμίζουν. Ιδίως μετά το 1930, όταν ο πάγος γίνεται λαϊκό είδος κι αρχίζουν να χρησιμοποιούνται από πολλούς οι παγωνιέρες, οι οποίες μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν είδος πολυτελείας, εισαγόμενο από την Ευρώπη.
Από τα εργοστάσια οι παγοκολώνες μεταφέρονταν πρωί - πρωί με φορτηγά και μοιράζονταν στα μεγάλα πρατήρια, όπου υπήρχαν μεγάλες παγωνιέρες. Εκεί περίμεναν στη σειρά οι παγοπώλες, για να φορτώσουν τα καρότσια και τους αραμπάδες τους. Αφού φόρτωναν τις παγοκολώνες, έριχναν από πάνω άχυρο, τσουβάλια και χοντρά πανιά για να μη λιώσουν. Άρχιζαν έπειτα το μοίρασμα σε σπίτια και μαγαζιά. Κάθε ημέρα άλλαζαν το δρομολόγιο τους, για να μην παραπονιούνται οι νοικοκυρές ότι παίρνουν πάντα κάποιοι συγκεκριμένοι πρώτοι τον πάγο.
Ο παγοπώλης ήξερε πόσο πάγο χρειαζόταν η κάθε νοικοκυρά. Συνήθως, αγόραζαν από ένα τέταρτο την ημέρα -τέσσερα κιλά περίπου- γιατί τόσο χωρούσε η παγωνιέρα του σπιτιού. Την έκοβαν με το πριόνι και την άφηναν στην είσοδο του σπιτιού, χτυπώντας το κουδούνι.
Έπαιρναν οι νοικοκυρές τον πάγο και τον τύλιγαν αμέσως με χοντρά πανιά και ύστερα τον τοποθετούσαν στην παγωνιέρα.
Προτού τα νοικοκυριά εφοδιαστούν με παγωνιέρες, τον πάγο τον έβαζαν μέσα σε καζάνι, τον σκέπαζαν με άλλο μικρότερο και εκεί μέσα έβαζαν τα τρόφιμα τους για να μη χαλάσουν.
Προτού τα νοικοκυριά εφοδιαστούν με παγωνιέρες, τον πάγο τον έβαζαν μέσα σε καζάνι, τον σκέπαζαν με άλλο μικρότερο και εκεί μέσα έβαζαν τα τρόφιμα τους για να μη χαλάσουν.
Η παγωνιέρα -κάτι σαν το σημερινό ψυγείο- ήταν ένα ξύλινο ορθογώνιο κατασκεύασμα, επενδυμένο εσωτερικά με αλουμίνιο. Είχε δυο πόρτες, πάνω και κάτω, και στηριζόταν σε τέσσερα πόδια. Στο πάνω μέρος υπήρχε ειδικός χώρος στον οποίο τοποθετούσαν την παγοκολώνα. Δίπλα ήταν ένα τεπόζιτο που κατέληγε εξωτερικά σε μια κάνουλα.
Οι νοικοκυρές γέμιζαν με νερό το τεπόζιτο και είχανε πάντα κρύο νερό. Στο κάτω μέρος υπήρχαν ειδικά ράφια, όπου τοποθετούσαν τα τρόφιμα και τα ποτά. Επίσης, υπήρχε κάτω - κάτω κι ένα συρταράκι όπου έτρεχαν τα νερά από τον πάγο που έλιωνε και το οποίο άδειαζαν οι νοικοκυρές όταν γέμιζε, για να μην πλημμυρίσει. Πάγο άλλαζαν κάθε πρωί για να μην βρωμίσει.
Μεγάλη κατανάλωση πάγου έκαναν τα κέντρα διασκέδασης και τα καφενεία, που έπαιρναν ολόκληρες κολώνες, καθώς και οι ψαράδες στην ιχθυόσκαλα. Επίσης, μεγάλες ποσότητες πάγου καταναλώνονταν στις εξαγωγές φρούτων. Ο πάγος, όμως, χρησιμοποιόταν και για θεραπευτικούς σκοπούς (αιμοστατικό, καταπραϋντικό, αντιεμετικό κλπ).
Την Κυριακή η διανομή πάγου ήταν γιορτή για τους παγοπώλες. Πληρώνονταν τον πάγο όλης της εβδομάδας. Πολλές νοικοκυρές άφηναν και τα ρέστα ή έδιναν κάποιο «μπουρμπουάρ» κι έτσι το μεροκάματο μεγάλωνε.
Υπήρχε κι εδώ στις Συκιές Θεσσαλονίκης παγοπώλης. Οι παλιότεροι κάτοικοι θα θυμούνται σίγουρα τον κυρ Δημητρό Πέτσα, το μοναδικό παγοπώλη στην περιοχή μας, να μοιράζει με το γαΐδουράκι του πάγο στις φτωχογειτονιές της Βάρνας. Αργότερα πήρε μια μεγάλη παγωνιέρα που έκλεινε με σιδερένιους μεντεσέδες κι εγκαταστάθηκε στη γωνία που είναι σήμερα ο φούρνος του Φραγκάκη. Από εκεί περνούσε ο κόσμος κι έπαιρνε τον πάγο.
Αυτές οι εικόνες διατηρήθηκαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '60. Τότε άρχισαν να έρχονται τα πρώτα ηλεκτρικά ψυγεία και να μειώνεται η ζήτηση του πάγου. Ένα - ένα τα μεγάλα παγοποιεία της πόλης αρχίζουν να κλείνουν και το επάγγελμα του παγοπώλη να χάνεται.
Σήμερα πάγο βλέπουμε μόνο στην ιχθυόσκαλα και στην αγορά του «ΜΟΔΙΑΝΟ», στο κέντρο της Θεσ/νίκης. Κι αυτόν όχι ολόκληρο, αλλά θρυμματισμένο και πασπαλισμένο πάνω στα ψάρια.
Τελειώνοντας για τον πάγο και τον παγοπώλη, να αναφερθούμε και σε κάτι ακόμη που έχει σχέση με τη συντήρηση των τροφίμων. Οι άνθρωποι, ιδίως στην ύπαιθρο, πριν εμφανιστεί ο πάγος, συντηρούσαν τα τρόφιμα σε δροσερά υπόγεια ή μέσα στο «φανάρι». Το φανάρι ήταν ένα ξύλινο κατασκεύασμα, διαστάσεων 1μΧ0,5 μ. περίπου, με δύο ράφια. Οι πλευρές του είχαν σίτα αντί για ξύλο ή τζάμι, για να αερίζονται τα τρόφιμα.
Τελειώνοντας για τον πάγο και τον παγοπώλη, να αναφερθούμε και σε κάτι ακόμη που έχει σχέση με τη συντήρηση των τροφίμων. Οι άνθρωποι, ιδίως στην ύπαιθρο, πριν εμφανιστεί ο πάγος, συντηρούσαν τα τρόφιμα σε δροσερά υπόγεια ή μέσα στο «φανάρι». Το φανάρι ήταν ένα ξύλινο κατασκεύασμα, διαστάσεων 1μΧ0,5 μ. περίπου, με δύο ράφια. Οι πλευρές του είχαν σίτα αντί για ξύλο ή τζάμι, για να αερίζονται τα τρόφιμα.
Ήταν κρεμασμένο από το ταβάνι, στο πιο δροσερό σημείο του σπιτιού. Τα σχόλια, οι κρίσεις και οι συγκρίσεις ας γίνουν απ' τον καθένα μας.
*Πηγή: Β. Σαρησάββας - Παραδοσιακά επαγγέλματα
Περισσότερα παραδοσιακά επαγγέλματα στην κατηγορία "Παράδοση"
Πολύ ωραίο κείμενο και υπέροχες φωτογραφίες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικό απο καθε αποψη... Ευχαριστώ για τις αναμνήσεις... Διαβάζοντας και για την γειτονιά μου την παιδική, στην Βαρνα, δάκρυσα...με όλες τις εικόνες που εμφανίστηκαν στα μάτια μου...όταν αγοραζε παγο για την παγωνιερα του καφενείου η γιαγιά η Μαρίκα... Αχχχ, εικόνες αθωότητας, φτωχικα χρόνια αλλα με αξιοπρέπεια και φιλότιμο....
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ καλή ανάρτηση ... μπράβο ...
ΑπάντησηΔιαγραφή