Η εκτίμηση που εξέφρασε χθες ο φίλτατος Κυρ. Μητσοτάκης, υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, ότι η ελληνική κοινωνία είναι, πλέον, ώριμη ώστε να ανοίξει η συζήτηση σχετικά με την άρση της μονιμότητας στον δημόσιο τομέα είναι, ενδεχομένως, ορθή.
Δύσκολα μπορεί να αγνοήσει κανείς τη σύγκριση μεταξύ της λαίλαπας των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα στη διάρκεια των τελευταίων ετών, έναντι της προστασίας που προσέφερε και συνεχίζει να προσφέρει ο δημόσιος, σε όσους απασχολούνται σε αυτόν.
Το ζήτημα, ωστόσο, είναι κατά πόσον είναι ώριμος και ο πολιτικός κόσμος της χώρας να συζητήσει σοβαρά για το θέμα αυτό.
Αν μάθαμε κάτι στη διάρκεια των ετών του μνημονίου και της πολύχρονης κρίσης που μαστίζει τον τόπο μας, αυτό είναι ότι το πολιτικό προσωπικό της χώρας αδυνατεί να αποστασιοποιηθεί από πρακτικές που χαρακτήρισαν την έως τώρα πορεία του και φέρουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή κατάντια της.
Η διατήρηση των πελατειακών σχέσεων και η προσπάθεια αποφυγής του περίφημου πολιτικού κόστους ήταν και παραμένουν το κυρίαρχο μοτίβο επί του οποίου κινήθηκε η πολιτική του συνόλου των κυβερνήσεων της τελευταίας τετραετίας.
Εκεί όπου η ανάγκη δημοσιονομικής προσαρμογής και αύξησης της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα όριζε ότι έπρεπε να υπάρχει αξιολόγηση προσωπικού και συρρίκνωσή του στη βάση αναγκών και διαθέσιμων εσόδων, υπήρξε οριζόντιο μαχαίρι σε μισθούς και συντάξεις.
Εκεί όπου όφειλε να υπάρχει μείωση δαπανών, υπήρξε υπερφορολόγηση και ξεζούμισμα του κάθε, κατά τεκμήριο, ειλικρινούς φορολογουμένου και κυρίως των μισθωτών, των συνταξιούχων και των ιδιοκτητών ακινήτων.
Έτσι, όμως, οι επιπτώσεις της ύφεσης μεγιστοποιήθηκαν, το διαθέσιμο εισόδημα καταβαραθρώθηκε και η δημοσιονομική προσαρμογή που επιτεύχθηκε συνοδεύτηκε από τρομακτικό κόστος για το σύνολο της κοινωνίας, με μόνη εξαίρεση, ίσως, τα ιδιαίτερα εύπορα στρώματά της.
Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η κοινή λογική και η ανάγκη ισονομίας καλούσαν για την υπέρβαση αυτού του μοτίβου, οι πελατειακές σχέσεις νίκησαν και πάλι, με χαρακτηριστικότερες τις περιπτώσεις των αγροτών, σε ό,τι αφορά τόσο τον νόμο περί ακινήτων, όσο και τη συνολική τους φορολογική μεταχείριση.
Αντίστοιχα, έπρεπε να φτάσουμε στη διαφαινόμενη «εκπνοή» της μνημονιακής περιόδου ώστε να επιχειρηθεί η αποδόμηση προνομίων των συντεχνιών ή των καρτέλ που μαστίζουν την οικονομία του τόπου και πνίγουν τις συνθήκες του υγιούς ανταγωνισμού.
Όμως, με το πολιτικό προσωπικό που διαθέτει η χώρα μας, ποιες εγγυήσεις μπορούν να δοθούν και πώς διασφαλίζεται το σύστημα από λαθροχειρίες, σε περίπτωση άρσης του καθεστώτος μονιμότητας στον δημόσιο τομέα;
Οι ανησυχίες των δημοσίων υπαλλήλων σχετικά με την ύπαρξη κρουσμάτων διακριτικής μεταχείρισης σε περίπτωση κατάργησης της μονιμότητας, υπό αυτό το πρίσμα, μόνον ως δικαιολογημένες μπορούν να εκληφθούν.
Όπως, αντίστοιχα, είναι απόλυτα δικαιολογημένη και η ανησυχία της λοιπής κοινωνίας πως στο Δημόσιο ελάχιστα θα αλλάξουν ώστε να βελτιωθεί η λειτουργία του και το παραγόμενο αποτέλεσμά του, εάν, επιτέλους, δεν αρθεί αυτή η μονιμότητα.
Όταν η πολιτική ηγεσία του τόπου φθάνει να πανηγυρίζει επειδή διεκόπη η μισθοδοσία ανθρώπων οι οποίοι εκτίουν ποινές καθείρξεως, γιατί να πιστέψουμε ότι μπορεί να υπάρξει ταχεία αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας του ελληνικού δημοσίου;
Η μονιμότητα και η απουσία κινήτρου απόδοσης συνιστούν σήμερα ένα αγκάθι στη λειτουργία του δημόσιου τομέα.
Πολύ οδυνηρότερος, ωστόσο, είναι ο «πόνος» που προκαλεί στην κοινωνία μας και στην οικονομία του τόπου η εμμονή του πολιτικού προσωπικού της χώρας στην προστασία των πελατειακών σχέσεων και των παλιών, κακών, συνηθειών του.
Του Ν.Γ.Δρόσου / euro2day.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου