Καθώς οδεύουμε ολοταχώς προς τις εκλογές, από όλες τις δημοσκοπήσεις προκύπτει ότι το αποτέλεσμα τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα διαιωνίσει τον κρατισμό και το πελατειακό κράτος που τον δημιούργησε.
Σε περίπτωση νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, από πλευράς κοινωνικών συμμαχιών θα έχουν το πάνω χέρι οι παραδοσιακές συντεχνίες του βαθέως ΠΑΣΟΚ και από πλευράς πολιτικής η εκτός πραγματικότητος αριστερά. Μια αριστερά που ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για το πώς πράγματι λειτουργεί η οικονομία, η οποία θα προσγειωθεί στην ευρωπαϊκή και διεθνή πραγματικότητα με κωμικοτραγικά αποτελέσματα (έμφαση στο τραγικά).
Σε περίπτωση νίκης του συμπλέγματος ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, θα πάρουν άλλη μια παράταση επιβίωσης τα παραδοσιακά πελατειακά δίκτυα –που στηρίζονται σε τοπικούς κομματάρχες και σε ασφυκτικό κομματικό έλεγχο όλων των δομών του κράτους, με τη βοήθεια πολιτευτών και της κομματικής νομενκλατούρας– και θα ενισχυθεί η επίσης «παραδοσιακή» κρατικοδίαιτη διαπλοκή. Το σύμπλεγμα δηλαδή κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας, διαπλεκόμενων ΜΜΕ και ελεγχόμενων από το κράτος τραπεζών, που τα τελευταία χρόνια της κρίσης ομογενοποιήθηκε εις σάρκαν μια.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί αντί για την ορθολογική λύση του ελληνικού προβλήματος, που ήταν και είναι η ενίσχυση της εξωστρεφούς παραγωγικής οικονομίας και της παραγωγικής μεσαίας τάξης, η κρίση οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερη κυριαρχία όλων των πελατειακής φύσεως συμφερόντων; Η απάντηση βρίσκεται στις αμείλικτες πραγματικότητες της πολιτικής οικονομίας και στην απολύτως μυωπική στάση της Ευρώπης.
Η παραγωγική ελληνική μεσαία τάξη ήταν στη χώρα –ιδίως την τελευταία τριακονταετία– μια μικρή μειοψηφία, χωρίς πολιτική οργάνωση και προπαντός χωρίς πολιτική συνείδηση. Ο λόγος ήταν απλός. Το μεγάλο κράτος και τα ατελείωτα δανεικά έκαναν την συμμετοχή στην παραγωγική οικονομία δεύτερης προτεραιότητος επιδίωξη στον οικογενειακό σχεδιασμό (οι νεοέλληνες κατεξοχήν εκφράζονταν πολιτικά στη βάση της οικογένειας, ενίοτε και της ευρύτερης οικογένειας). Προηγείτο η εξασφάλιση, είτε στο δημόσιο, είτε –μέσω του πτυχίου– σε μια από τις προνομιούχες συντεχνίες των ελεύθερων επαγγελματιών. Όσο για τους αγρότες και αυτοί –στην πλειοψηφία τους– προσέβλεπαν στις κρατικές επιδοτήσεις και παραδοσιακά οργάνωναν τα περίφημα μπλόκα από τα τέλη του Ιανουαρίου, για να διεκδικήσουν τα «δίκαια αιτήματά τους».
Η στάση που τήρησε το πολιτικό σύστημα και η Ευρώπη μετά τον ερχομό της κρίσης, αντί να αντιστρέψει αυτή την αντίληψη και νοοτροπία, την ενίσχυσε ακόμα περισσότερο. Η ανεργία προήλθε στην συντριπτική της πλειοψηφία από τον ιδιωτικό τομέα, οι συνταξιούχοι –ιδίως οι πρόωροι– πολλαπλασιάστηκαν με προέλευση τις προνομιούχες συντεχνιακές ομάδες. Ο ιδιωτικός τομέας που απέμεινε καλείται να πληρώσει όχι για ένα κράτος αλλά για δύο. Δηλαδή για τους 700 χιλιάδες υπαλλήλους του ευρύτερου δημοσίου και τους άλλους 700 χιλιάδες προώρως συνταξιοδοτηθέντες από τα 25 μέχρι τα 65. Εξ ου και η υπερφορολόγηση.
Οι νέοι που δεν βρίσκουν δουλειά εξωθούνται κατά δεκάδες χιλιάδες στις πεντάμηνες συμβάσεις στους δήμους και στο δημόσιο, που μοιράζονται με κομματικά κριτήρια και δεν έχουν οι περισσότερες σοβαρό αντικείμενο, αλλά αντιμετωπίζονται από την στρουθοκαμηλίζουσα ΕΕ ως δημόσιες επενδύσεις! Τα χρήματα που έχουν απομείνει στο τραπεζικό σύστημα χρησιμοποιούνται κατά προτεραιότητα για να μένουν στη ζωή χρεοκοπημένες κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις (π.χ. στα ΜΜΕ) και να χρηματοδοτηθεί το κράτος με έντοκα γραμμάτια, μια που ποτέ δεν λαμβάνει έγκαιρα τις δόσεις από την Ευρώπη, αφού ποτέ δεν υλοποιεί έγκαιρα τις μεταρρυθμίσεις που έχει υπογράψει.
Η Ελλάδα, παρέμεινε έτσι στα χρόνια της κρίσης μια βαθιά διεκδικητική και όχι παραγωγική κοινωνία, μόνο που τώρα η διεκδίκηση, αντί να αποτελεί αντικείμενο συνεννόησης με το εγχώριο πολιτικό σύστημα, απευθύνεται στο εξωτερικό.
Όλα αυτά βρήκαν βέβαια και την πολιτική τους έκφραση. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, η ΝΔ της περιόδου 2010-12 και ο ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2012-2014 πολιτεύτηκαν με τη σημαία της «επαναδιαπραγμάτευσης». Το όραμα με το οποίο και η σημερινή κυβέρνηση επιχείρησε να κατέβει στις εκλογές δεν ήταν η παραγωγή και η ανάπτυξη, αλλά η έξοδος από το μνημόνιο και η απελευθέρωση του δανεισμού, δηλαδή της δυνατότητας του κράτους να ξαναμοιράσει χρήματα. Και οι δύο κυβερνήσεις που εξελέγησαν μετά την κρίση, η κυβέρνηση ΓΑΠ και η κυβέρνηση Σαμαρά, μοίρασαν άλλωστε «κοινωνικό μέρισμα» με δανεικά, από τα χρήματα που δεν διέθετε το χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος, αφού ακόμα και σήμερα το έλλειμμα του προϋπολογισμού δεν έχει μηδενιστεί ούτε έχει αποκαλυφθεί ποιος θα πληρώσει το δημοσιονομικό κενό του 2015-16 που θα είναι σίγουρα μεγαλύτερο των 4 δις ευρώ. Αυτά θα τα μάθουμε μετά τις εκλογές.
Τι έκανε στο διάστημα αυτό ο παραγωγικός ιδιωτικός τομέας; Υπέφερε και παρέμεινε ανοργάνωτος πολιτικά και κοινωνικά. Οι μεταρρυθμιστές που υποστηρίζουν ειλικρινά την απελευθέρωση της χώρας από το πελατειακό κράτος αποδυναμώθηκαν πολιτικά ή συμβιβάστηκαν σε έναν ρόλο «φερετζέ» του πελατειακού συστήματος. Στις εκλογές αυτές -στην καλύτερη περίπτωση- οι μεταρρυθμιστές (ανεξαρτήτως κόμματος), θα αποτελούν μια μικρή μειοψηφία στη Βουλή. Η εφαρμογή μιας σοβαρής μεταρρυθμιστικής πολιτικής που θα εκφράζει μια γνήσια λαϊκή βούληση απαλλαγής από το πελατειακό κράτος, θα χρειαστεί να περιμένει. Εκτός αν ο ελληνικός λαός έστω και την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή αποφασίσει να μας εκπλήξει. Δεν προκύπτει από όσα βλέπουμε γύρω μας, αλλά η φλόγα της ελπίδας πρέπει πάντα να μένει ζωντανή.
Ο κ. Θόδωρος Σκυλακάκης είναι Πρόεδρος της Δράσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου