Στην διάρκεια του 18ου αιώνα στον γεωγραφικό χώρο του Βιλαετίου Θεσσαλονίκης και στο νοτιότερο τμήμα του Βιλαετίου Μοναστηρίου, υπήρξε ανάγκη στενότερης επικοινωνίας μεταξύ αλλόγλωσσων πληθυσμών με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα σλαβογενές προφορικό ιδίωμα, με ρίζες σε δυτική βουλγαρική διάλεκτο, στην οποία επήλθαν σημαντικές γραμματικές και φωνητικές αλλαγές (απλοποιήσεις), ενώ προστέθηκε ένα πλήθος ελληνικών, τουρκικών, βλάχικων και αρβανίτικων λέξεων.
Προέκυψε έτσι ένα γλωσσικό μέσο επικοινωνίας που κατατάσσεται γλωσσολογικά στην κατηγορία των βοηθητικών γλωσσών πίτζιν (pidgin). Το ιδίωμα αυτό (εντόπια ή εντόπικα όπως το αποκαλούν οι ομιλητές του) προφανώς...
δεν ταυτίζεται με την βουλγαρική γλώσσα και αυτός ήταν ο λόγος που αναφερόταν από τρίτους (λογοτέχνες, διπλωμάτες κλπ) ως «μακεδονική γλώσσα» με την έννοια ότι μιλιόταν στην Μακεδονία. Από το γεγονός αυτό μέχρι το σημείο ορισμένοι σκοπιανολάγνοι να ισχυρίζονται ότι αυτό αποτελεί απόδειξη ότι η Ελλάδα δεχόταν από παλιά την ύπαρξη σκοπιανής («μακεδονικής») γλώσσας αποτελεί ουρανομήκη ανοησία και φτηνή δικαιολογία αρρωστημένων εγκεφάλων.
Το κρίσιμο στοιχείο που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής εντοπίζεται στο θέμα της εθνοτικής κατάταξης αυτών των αλλόφωνων πληθυσμών λόγω εσφαλμένης προσέγγισης, που ταυτίζει την γλώσσα με την συνείδηση και χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν, αλλά και σήμερα σκοπίμως. Πρέπει να καταστεί απολύτως σαφές ότι οποιαδήποτε σύνδεση μεταξύ ομιλουμένης γλώσσας και εθνοτικού προσδιορισμού πρέπει να αποφευχθεί, όπως μας διδάσκει η διεθνής επιστημονική εμπειρία.
Τα τελευταία χρόνια επιχειρείται από συγκεκριμένα κέντρα η αμφισβήτηση της ελληνικής συνείδησης των αλλόφωνων Ελλήνων
(σλαβόφωνων, βλαχόφωνων, αρβανιτόφωνων) και ειδικότερα αυτών των
βορειότερων περιοχών. Αντί απαντήσεως, παρατίθεται χαρακτηριστικό
απόσπασμα από επιστολή διαμαρτυρίας που έστειλαν το 1903 κάτοικοι της
πόλης του Μοναστηρίου (Βιτώλια) προς τις Μεγάλες Δυνάμεις:
«…λαλούμεν ελληνιστί, βλαχιστί, αλβανιστί, βουλγαριστί, αλλά ουδέν
ήττον εσμέν άπαντες Έλληνες και ουδενί επιτρέπομεν να αμφισβητεί
προς ημάς τούτο…» («Μηνιαία εθνική ανασκόπησις: Η κατάστασις εν Μακεδονία», Ελληνισμός, έτος 6ο, φύλλο 9ο (1903), σ. 717).
Στις 27 Νοεμβρίου 1919, με την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγύ (Neuilly sur Seine), που
καθόριζε τις τύχες της Βουλγαρίας μετά την ήττα της στον Α’ ΠΠ και της
ελληνοβουλγαρικής Σύμβασης που επακολούθησε, όλοι οι Έλληνες και
Βούλγαροι πολίτες που ανήκαν σε εθνικές ή θρησκευτικές μειονότητες
μπορούσαν να μεταναστεύσουν εκατέρωθεν υπό την εποπτεία μικτής
διακρατικής επιτροπής. Οι ρυθμίσεις αυτές όμως δεν εφαρμόστηκαν παρά
μόνον κατόπιν της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης το
φθινόπωρο του 1923, μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας. Στο διάστημα που
μεσολάβησε, η ελληνοβουλγαρική ανταλλαγή καρκινοβατούσε καθώς, σε
αντίθεση με τους Έλληνες, οι βουλγαρίζοντες σλαβόφωνοι ήσαν
εξαιρετικά απρόθυμοι να μεταναστεύσουν. Γι’ αυτό, επανειλημμένα,
παρατάθηκε η ισχύς της σύμβασης, προκειμένου να υπερνικηθούν οι
δισταγμοί τους, που όπως διαπιστώθηκε οφείλονταν
στις δραστηριότητες της βουλγαρικής ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική
Επαναστατική Οργάνωση), η οποία συστηματικά τους ενεθάρρυνε να
παραμείνουν στην Ελλάδα.
Με τους
διακανονισμούς αυτούς η κατάσταση στην Μακεδονία έτεινε να εξομαλυνθεί,
αλλά τα γεγονότα που ακολούθησαν εκμηδένισαν αυτήν την προοπτική. Ενώ η
αμοιβαία μετανάστευση έτεινε να αποσοβήσει ειρηνικά και οριστικά το
μειονοτικό, η κατάσταση περιπλέχθηκε, όταν το Νοέμβριο του 1924 το ΚΚΕ,
παρά τις αντιδράσεις ορισμένων μελών του, αποδέχθηκε τη διακήρυξη της
Κομιντέρν για “ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία“, οπότε και άρχισε να προωθείται και ο διαβόητος όρος «Σλαβομακεδόνες».
Οι ανησυχίες για τις εξελίξεις αποκτούσαν ιδιαίτερη βαρύτητα στο πλαίσιο του Πρωτοκόλλου Πολίτη-Καλφώφ,
που είχε προηγηθεί το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. Σύμφωνα με το
πρωτόκολλο αυτό, που υπέγραψαν οι δυο υπουργοί των εξωτερικών, η
Ελλάδα αποδεχόταν ότι όλοι οι Σλαβόφωνοι της δυτικής Μακεδονίας
συνιστούσαν βουλγαρική μειονότητα, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι η
μεγάλη πλειονότητα από αυτούς, όχι μόνο είχαν επιλέξει οικειοθελώς την
ελληνική εθνική ταυτότητα, αλλά είχαν ήδη πιστοποιήσει την επιλογή τους
αυτή με τη δράση τους στο Μακεδονικό Αγώνα και στους πολέμους της
περιόδου 1912-1922.
Η ελληνική αυτή αδεξιότητα προκάλεσε την άμεση αντίδραση της Σερβίας,
η οποία, ανησυχώντας για τις μοιραίες συνέπειες που θα είχε η ανακίνηση
παρομοίου θέματος εντός των δικών της συνόρων, κατήγγειλε την
ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας του 1913 και ζήτησε την αναγνώριση των
Σλαβόφωνων ως σερβική μειονότητα. Εξίσου άμεση ήταν η αντίδραση και του
ελληνικού πολιτικού κόσμου που τελικά, μερικούς μήνες αργότερα, οδήγησε στην άρνηση επικύρωσης του πρωτοκόλλου από τη Βουλή.
Αν και στο
πρωτόκολλο Πολίτη – Καλφώφ, δεν υπήρξε καμία αναφορά σε αναγνωστικά,
παρά μόνον στην ίδρυση σχολείων για τις μειονότητες, αποφασίστηκε η
έκδοση δύο βιβλίων: Ένα
για τους Έλληνες της Βουλγαρίας, το οποίο ονομάσθηκε ‘ΑΛΦΑΒΗΤΑ’. Το
δεύτερο, με λατινικούς χαρακτήρες, για τους Βούλγαρους που κατοικούσαν
στην Ελλάδα, το οποίο δεν ήταν άλλο από το γνωστό ‘ABECEDAR‘, το οποίο επικαλούνται σήμερα οι Σκοπιανοί ως «Μακεδονικό» αναγνωστικό.
Το αναγνωστικό
Abecedar εκδόθηκε τον Μάϊο του 1925 από την ελληνική κυβέρνηση,
διανεμήθηκε στις αρχές του 1926 στην περιοχή Αμυνταίου και αποσύρθηκε
την ίδια χρονιά λόγω αντιδράσεων των κατοίκων.
Κλείνοντας, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί, ότι η
κατασκευασμένη το 1944-45 «μακεδονική» γλώσσα των Σκοπίων, ελάχιστη
σχέση έχει ιστορικά και γλωσσολογικά με το ιδίωμα των γηγενών Μακεδόνων
Ελλήνων και συγχέεται σκόπιμα για προφανείς λόγους. Αξίζει να
τονιστεί επίσης ότι οι βουλγαρίζοντες σλαβόφωνοι που είχαν δηλώσει
«Έλληνες» και απέφυγαν την ανταλλαγή, κατά την διάρκεια της Κατοχής
εντάχθηκαν μαζικά στην ένοπλη βουλγαρική Οργάνωση «Οχράνα», αλλά εν όψει
της προδιαγραφόμενης ήττας του Άξονα μεταπήδησαν μετά από συμφωνία με
τον Τίτο (και αφού βαφτίστηκαν «Μακεδόνες») στην περιβόητη οργάνωση
ΣΝΟΦ, που μετεξελίχθηκε σε ΝΟΦ, πολέμησε στο πλευρό του ΔΣΕ εναντίον του
Εθνικού Στρατού και μετά την ήττα κατέφυγαν όλοι στην Γιουγκοσλαβία.
Όσοι δεν εκδηλώθηκαν τα χρόνια εκείνα, άρχισαν να εμφανίζονται από την
δεκαετία του ’80 ως «εθνικά μακεδόνες» και σήμερα εμφανίζονται ως
…καταπιεσμένη μειονότητα, με την υποστήριξη ξένων κέντρων, αλλά και
ποικιλώνυμων «προοδευτικών» και αριστερών εθνομηδενιστών, οι οποίοι
αγνοώντας παντελώς πρόσωπα και καταστάσεις, επιχειρούν θρασύτατα να μας
πείσουν για τα καλά και χρήσιμα της απαράδεκτης Συμφωνίας των Πρεσπών.
Έδεσσα, 18-12-2018
Πηγές
- Βασίλη Κ. Γούναρη, Οι Σλαβόφωνοι της Μακεδονίας: Η πορεία της ενσωμάτωσης στο ελληνικό εθνικό κράτος 1870 – 1940, Θεσσαλονίκη, 1994
- Αλέξανδρος ∆άγκας – Γιώργος Λεοντιάδης, «Κοµιντέρν και Μακεδονικό: Το ελληνικό παρασκήνιο, 1924», Θεσσαλονίκη, 2008
- Λαμψίδη, Θ. Ιωάννου, «Γραμματική της Βουλγαρικής γλώσσας», Θεσσαλονίκη 1981
- Ν. Βασιλειάδης-Δ. Ευαγγελίδης, «Από τον Σλαβομακεδονισμό στον Σκοπιανό Μακεδονισμό: Η γενεαλογία μιας εθνολογικής λαθροχειρίας», Θεσσαλονίκη, 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου