Ο Οθωμανικός στρατός οπισθοχωρώντας είχε καταστρέψει όλες τις γέφυρες, ενώ οι γεφυροσκευές του στρατού βρισκόταν πολύ πίσω. Λύση δε βρισκόταν και κάθε καθυστέρηση θα μπορούσε να αποβεί μοιραία και η Θεσσαλονίκη να χαθεί. Τότε εμφανίστηκε ένας καροποιός από τη Χαλάστρα, ο Γιώργης Νταλιγκάρης, και έδωσε τη λύση. Με τη βοήθεια των μηχανικών του στρατού, αλλά κυρίως με την καθοριστική συμβολή όλων των κατοίκων του χωριού, οι οποίοι με φιλοπατρία και ομόθυμη έκρηξη προσφοράς διέθεσαν πλάβες (βάρκες), καρφιά, σχοινιά, βαρέλια, κουβάδες και ό,τι ξυλεία είχαν, στις 22 και 23 Οκτωβρίου κατασκευάστηκαν τελικά γέφυρες στους δύο βραχίονες του Αξιού, στη Χαλάστρα, για να περάσει έγκαιρα ο ελληνικός στρατός. Έτσι, στις 24 Οκτωβρίου ξεκίνησε η διάβαση του Αξιού και πλέον ο ελληνικός στρατός βρισκόταν προ των πυλών!
«Η ιστορία του καροποιού Γιώργου Νταλιγκάρη και των λοιπών Χαλαστρινών τη νύχτα της 22ας Οκτωβρίου 2012 δεν προκύπτει μόνο μέσα από τις ντόπιες παραδόσεις και το λιτό σωζόμενο διήγημα του Κωνσταντίνου Βαφείδη, αλλά και από τα αρχεία του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ωστόσο παραμένει άγνωστη στο ευρύ κοινό, παρόλο που εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς την αποφασιστική σημασία της για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το 1912. Εκατόν τρία χρόνια μετά, θέλουμε να αποδώσουμε την ελάχιστη τιμή στους ανώνυμους αυτούς Έλληνες που έδωσαν το μυαλό και την ψυχή τους και συνέβαλαν αποφασιστικά, με το δικό τους τρόπο, στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας μας» δηλώνει ο Δήμαρχος Δέλτα Ευθύμιος Φωτόπουλος.
Η μαρτυρία του αυτόπτη Στέργιου Μαρκούδη
Το 1962, ο Κώστας Βαφείδης, δημοσίευσε στο περιοδικό «Μακεδονική Ζωή» ένα κείμενο με τίτλο «Το πέρασμα του Αξιού το 1912». Το 1967 είδε το φως της δημοσιότητας ένα άλλο κείμενο του ιδίου με τίτλο «Η γέφυρα της Κουλιακιάς», όπου μετέφερε σε μια πολύ παραστατική αφήγηση τη μαρτυρία του Στέργιου Μαρκούδη.
«Η ιστορία αυτή στους νεώτερους ίσως δεν κάνει εντύπωση, γιατί πέρασαν τόσα χρόνια και τα μάτια μας είδαν από τότε τόσα και τόσα. Ηρωισμούς και θυσίες, μικρότητες και προδοσίες. Στους παλαιότερους, όμως, σ’ αυτούς που έζησαν τα γεγονότα και λαχτάρησαν οι ψυχές τους θέλω να πιστεύω ότι θ’ αρέσει» γράφει εισαγωγικά για την αφήγησή του, την οποία χαρακτηρίζει «μνημόσυνο για τους ταπεινούς όπως ο Γεώργιος Δαλιγκάρης ο οποίος πέθανε φτωχός και καταφρονεμένος».
Το χαρακτηριστικό του κειμένου του Βαφείδη, είναι ότι μεταφέρει την ατμόσφαιρα της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης σε κλίμα εθνικής ανάτασης των άρτι απελευθερωμένων Χαλαστρινών. Αφού ξεκινά την αφήγηση με την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Χαλάστρα και τα πανηγύρια των ντόπιων, μεταφέρει το λόγο του δασκάλου του χωριού, ο οποίος ανέβηκε στο μπαλκόνι του Σταθμού και φώναζε «Πατριώτες… Έλληνες ακούστε…»
«Η σημερινή μέρα ας χαραχθή βαθιά μέσα στις ψυχές μας, δεν είμαστε πια σκλάβοι, είμαστε ελεύθεροι Έλληνες… Έλληνες! Και δείχνοντας τη σημαία που περήφανα κυμάτιζε πλάι του, φώναξε:
Γονατίστε στην ελληνική σημαία και θυμηθείτε τα τόσα βάσανά μας, θυμηθείτε τους αγωνιστές που χάθηκαν…»
Στη συνέχεια όλοι γονάτισαν και τραγούδησαν τον εθνικό ύμνο και το… Χριστός Ανέστη!
Στη συνέχεια βγήκαν, όπως αφηγείται, τρεις δημογέροντες από τη Μακεδονική Επιτροπή και κάλεσαν τον κόσμο να υποδεχθεί τις ελληνκές μεραρχίες και να τρέξει στα σπίτια του για να φτιάξει φαγητό!
«Κι τώρα πιδιά μ’ δ’λεια, τ’ αδέρφια μας σι λίγες ώρες έρχουντι, είνι χαρούμενα μα κι μπαϊλντισμένα. Μπουρεί να πναν κιόλας, ου αγώνας ήταν κι είνι ακόμα τρανός! Που κιρός για φαΐ; Ούλοι στα σπίτια σας, ψήστι ψουμιά κι πίτες κι τοιμάστι προσφάγια».
Όλοι φύγανε στα σπίτια τους και σε λίγη ώρα λαμπάδιαζαν οι φούρνοι κι όλη η ατμόσφαιρα μοσχοβολούσε!
Το απόγευμα υποδέχθηκαν τον ελληνικό στρατό. Αφού οι στρατιώτες τακτοποιήθηκαν σε καταλύματα, οι αξιωματικοί ξεκίνησαν να μελετήσουν την κατάσταση της οδού προς τη Θεσσαλονίκη μέσω Τέκελι, τη σημερινή Σίνδο. Οι ανιχνευτές τους ανακοίνωσαν ότι οι Τούρκοι είχαν καταστρέψει τις γέφυρες και δεν υπήρχε άλλη διάβαση. Ο μόνος τρόπος ήταν αν καατσκευαστούν πλωτές γέφυρες όμως οι αξιωματικοί μετρούσαν και ξαναμετρούσαν αλλά δεν έβγαζαν άκρη.
Κοντά σ’ αυτούς, παρακολουθούσαν την κατάσταση και τους προβληματισμούς και οι πολίτες, κι ένας από αυτούς, «κοντούλης και λεπτός», ο Γιώργης Νταλιγκάρης, ειδήμων σ’ αυτά και λάτρης του… καφέ, καθ’ ο καρροποιός στο επάγγελμα, κλωθογυρνούσε κι έλεγε:
«Τι μητράν και ξαναμητράν α…Τι μητράν κι ξαναμητράν, ας μη καμν για μια μέρα Βασιληά να δούν».
Όταν με τη… μετάφραση του Στέργιου Μαρκούδη ο Μέραρχος του έδωσε το ΟΚ για να κατασκευάσει αυτός τη γέφυρα, τον έκανε δηλαδή «Βασιληά» για μέρα, ο Νταλίγκαρος κάλεσε «τον πρόεδρο και τους προύχοντες».
Είναι εντυπωσιακή η περιγραφή του ξεσηκωμού υπό τις «διαταγές» του Νταλιγκάρη, όπως την μετέφερε ο Μαρκούδης στον Βαφείδη.
Όταν όλα ήταν έτοιμα, ο Μέραρχος πλησίασε τον Νταλίγκαρο που έπινε ούζα και ρακί στο καφενείο, τον σήκωσε όρθιο, του έδωσε ένα χαρτί στα χέρια και του φώναξε δυνατά: «Γεώργιε Νταλιγκάρη, άξιον τέκνον της Ελλάδας, η Πατρίς σ’ ευγνωμονεί» και γυρνώντας στους θαμώνες του καφενέ και φώναξε πάλι δυνατά: «Φίλοι μου άξια παλικάρια της Κουλιακιάς, ο Στρατός σας ευχαριστεί»!
Τα κατορθώματα και στο facebook!
Τα τελευταία χρόνια, στο facebook δημιουργήθηκε μια ομάδα (Χαλάστρα 1912-Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης) για τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το ρόλο της Χαλάστρας στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Και έκανε σπουδαία δουλειά.
Σύμφωνα με αυτήν [κείμενα και φωτογραφικό αρχείο: Demetrios Hatzikos], «την 24η Οκτωβρίου 1912 η λευμβόζευκτη γέφυρα της Κουλακιάς (Χαλάστρας) ήταν έτοιμη και άρχισε με δυσκολίες η διέλευση» του ελληνικού στρατού. «Οι καιρικές συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δυσμενείς. Βροχή, ψύχος, ομίχλη τις πρωινές ώρες και πολλή λάσπη». Το βράδυ της 24ης Οκτωβρίου 1912 «το απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινόπουλου πέρασε τη γέφυρα της Κουλακιάς (Χαλάστρας), κατέλαβε το Τεκελί (Σίνδος) χωρίς αντίσταση και στρατοπέδευσε εκεί. Το σώμα Προσκόπων στάθμευσε στο Τεκελί (Σίνδος). Η έβδομη μεραρχία άρχισε να διαβαίνει το μεσημέρι τη γέφυρα της Χαλάστρας τμηματικά έως ότου έπεσε το σκοτάδι. Η προφυλακή στάθμευσε στο Τεκελί (Σίνδος)».
Όπως αναφέρεται στο υλικό της ίδιας πηγής, ο Αλέξανδρος Ζάννας, γιος του Θεσσαλονικιού γιατρού Ζάννα, που υπηρετούσε στο σώμα των Προσκόπων, έγραψε για την είσοδο του ελληνικού στρατού στο Τεκελί (Σίνδος): «Επιτέλους έφτασε η ώρα της πορείας προς την πόλη της Θεσσαλονίκης. Περάσαμε τη γέφυρα της Κουλακιάς και τραβήξαμε ολοταχώς προς το Τεκελί, δέκα χιλιόμετρα περίπου από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί συναντηθήκαμε πάλι με την 7η μεραρχία και την ταξιαρχία Κωνσταντινόπουλου. Στο Τεκελί, σημερινή Σίνδο, μείναμε 36 ώρες. Εκεί μας βρήκαν μερικοί νέοι από τας Αθήνας φρεσκοξυρισμένοι, βγαλμένοι από το κουτί, γιατί δεν πρόφτασαν οι καημένοι τις μονάδες τους και είχαν έλθει εκ των υστέρων να τις συναντήσουν στη Θεσσαλονίκη. Φιλοξενήσαμε το βράδυ μερικούς από αυτούς και όταν μπήκαμε ύστερα στη Θεσσαλονίκη, ακούγαμε τις διηγήσεις τους για τις μάχες του Σαραντάπορου και των Γιαννιτσών!»
Η έρευνα του Γρ. Χαντέ
Ο Γρηγόρης Χαντές είναι συνταξιούχος καθηγητής – πρώην Δήμαρχος Χαλάστρας. Είναι ο άνθρωπος που στις αρχές του ’90 έκανε την πρώτη απόπειρα να αναδείξει αυτή τη μεγαλειώδη λεπτομέρεια της Ιστορίας. Έχοντας μελετήσει τις πηγές, εξιστορεί τα γεγονότα εκείνης της νύχτας:
«Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και όλης της Μακεδονίας ως ιστορικό γεγονός τοποθετείται στο ευρύτερο πλαίσιο των βαλκανικών πολέμων 1912-1913 και μάλιστα του Α’. Αποστασιοποιημένοι από συναισθηματικές και τοπικές υπερβολές, είναι ώρα να αποτιμήσουμε σε βάθος τα ακριβή περιστατικά, τα οποία σχετίζονται με τον τόπο μας, τη Χαλάστρα και την ευρύτερη περιοχή της Καμπανίας.
Στις αρχές του 1912 είχε ήδη συσταθεί η στρατιά της Θεσσαλίας με αρχηγό τον διάδοχο Κωνσταντίνο και η στρατιά της Ηπείρου με αρχηγό τον στρατηγό Σαπουντζάκη. Το δικό μας ενδιαφέρον εστιάζεται στη στρατιά της Θεσσαλίας,η οποία με επτά μεραρχίες επιχειρεί την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Τα σύνορα της Ελλάδας με την Τουρκία το 1912 ήταν έξω από την Ελασσόνα. Γι’ αυτό και η πρώτη μάχη δίνεται στην Ελασσόνα. Συνεχίζει νικηφόρα ο ελληνικός στρατός προς το Σαραντάπορο. Η Δυτική Μακεδονία απελευθερώνεται. Έρχεται η σειρά της Κεντρικής Μακεδονίας. Βέροια, Έδεσσα, Κατερίνη, μέχρι τις 19 Οκτωβρίου έχουν απελευθερωθεί.
Η μεγάλη μάχη για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης γίνεται στα Γιαννιτσά,στην ιερή πόλη των Οθωμανών. Είναι ιερή γιατί εκεί είναι θαμένος ο Γαζή Εβρενός Μπέης, ο οποίος το 1430 ήταν ο πρώτος Οθωμανός, φίλος του Μωάμεθ Β’, ο οποίος κατακτά ευρωπαϊκό έδαφος, όλο τον κάμπο από τα Γιαννιτσά μέχρι την Κουλακιά και τη Θεσσαλονίκη. Άρα στην περιοχή μας, από την Κατερίνη μέχρι τον Αξιό, εκτός από μικρές συγκρούσεις, δεν έγινε άλλη μεγάλη μάχη.
Γιατί λοιπόν έχει κάποια σημασία η απελευθέρωση της Χαλάστρας; Στην ουσία η 7η μεραρχία με Διοικητή τον Κλεομένη Κλεομένους προήλαυνε. Στις 21 Οκτωβρίου τα μεσάνυχτα, το απόσπασμα των προσκόπων (παλαιών μακεδονομάχων και εθελοντών), το οποίο προπορευόταν της 7ης μεραρχίας, φτάνει στην κουλακιά (Χαλάστρα). Σ’ αυτό συμμετέχει ο μακεδονομάχος Αλέξανδρος Αναγνωστόπουλος,ο οποίος ανεβάζει την ελληνική σημαία στον τοπικό σταθμό της τουρκικής φρουράς. Από το 1430 μέχρι το 1912 μεσολάβησαν 482 χρόνια κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Σε λίγο, στο ξημέρωμα της 22ας Οκτωβρίου 1912, κουρασμένοι και βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο, φτάνουν οι στρατιώτες της 7ης μεραρχίας στην Κουλακιά.Ο δημοδιδάσκαλος της εποχής Κράββας Αθανάσιος (1873-1940) περιγράφει την υποδοχή του στρατού αυθεντικά, όπως την έζησε ο ίδιος. Κι αυτά που είδε, αυτά περιγράφει: τους Κουλακιώτες μ’ επικεφαλής τους ιερωμένους,κρατώντας το Ευαγγέλιο και ψάλλοντας το Χριστός Ανέστη, να υποδέχονται τον ελληνικό στρατό. 482 χρόνια δεν ήταν αρκετά για να τους κάνουν να χάσουν το εθνικό τους φρόνημα,την ελληνική τους γλώσσα και την πίστη των προγόνων τους».
Ο βασιλιάς μιας νύχτας: Από τα αρχεία του Γ.Ε.Σ. και όχι μόνο από τις ντόπιες παραδόσεις και το λιτό σωζόμενο διήγημα του Κωνσταντίνου Βαφείδη, περιγράφεται η κατάσταση που επικρατούσε στις 22 Οκτωβρίου 1912 στην περιοχή.
Οι Τούρκοι, καθώς υποχωρούσαν τόσο από την περιοχή των Γιαννιτσών, όσο κι από τον άξονα Κατερίνης-Θεσσαλονίκης, κατέστρεψαν τόσο τις οδικές όσο και τις σιδηροδρομικές γέφυρες του Αξιού. Στην περιοχή μας,για τους μη γνωρίζοντες,πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Αξιός δεν έρρεε στη σημερινή του κοίτη,η οποία βρίσκεται μεταξύ Χαλάστρας και Κυμίνων, αλλά ανατολικότερα με δύο βραχίονες μεταξύ Χαλάστρας και Σίνδου.
Όταν λοιπόν στρατοπέδευσε η 7η μεραρχία στη Χαλάστρα, για να φτάσει στη Θεσσαλονίκη,έπρεπε να διαβεί τους δύο βραχίονες του Αξιού,οι οποίοι μάλιστα δεν διέθεταν γέφυρες και ταυτόχρονα ήταν «φουσκωμένοι» από τις καταρρακτώδεις βροχές που είχαν προηγηθεί. Οι άλλες μεραρχίες ήταν εγκλωβισμένες δυτικότερα του Αξιού. Και παρ’ όλο που ήταν οι νικητές της μάχης των Γιαννιτσών, δεν μπορούσαν να διαβούν τον Αξιό, αναμένοντας το Μηχανικό απ’ τη δυτική Μακεδονία να κατασκευάσει τις πλωτές γέφυρες. Έτσι περιγράφεται από τους επιτελείς της στρατιάς η κατάσταση την 22α Οκτωβρίου 1912.
Κάποιοι θα μπορούσε να ισχυριστούν ότι η ολιγοήμερη αναμονή του Μηχανικού δεν θα είχε καμμία επίπτωση στην τελική προσπάθεια της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης. Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο απλά. Οι σύμμαχοι Βούλγαροι με τη δική τους 7η μεραρχία υπό τον στρατηγό Τεοντόροφ βρίσκονταν ήδη έξω από τη Θεσσαλονίκη στην περιοχή της Λητής. Η πραγματοποίηση του προαιώνιου ονείρου της Βουλγαρίας, η προσάρτηση δηλαδή της Θεσσαλονίκης και η έξοδος στο Αιγαίο, ήταν γι’ αυτούς πολύ κοντά.
Απομεινάρια του ηττημένου στρατού του Χασάν Ταξίν συγκεντρώνονταν στις βορειοδυτικές πλευρές της πόλης έξω από τη Θεσσαλονίκη, αφού ακόμα δεν είχε υπογραφεί η παράδοση της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες. Όλα έμοιαζαν μετέωρα. Κινδίνευε να πάει χαμένη η πολύνεκρη νίκη των Γιαννιτσών. Αν οι Βούλγαροι κατελάμβαναν τη Θεσσαλονίκη,έπρεπε να χυθεί νέο αίμα από τον στρατό για να εκδιωχθούν απ’ αυτήν. Γι’ αυτό τόσο ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος όσο και οι μέραρχοι ζόυσαν στιγμές αγωνίας.
Ο Κλεομένους αντίκρυσε με δέος τους πλημμυρισμένους βραχίονες του Αξιού, τις σημερινές παλιομάνες. Έβλεπε με τις διόπτρες του τη Σαλονίκη απέναντι και καθηλωμένος με τη μεραρχία του παρακαλούσε να γίνει το θαύμα, να έρθει το Μηχανικό, για να φτάσει πρώτος στη Θεσσαλονίκη, πριν από τους Βουλγάρους.
Και το θαύμα έγινε, όχι από το Μηχανικό που δεν ήρθε, αλλά από τον «βασιλιά της μιάς νύχτας». Ο μέραρχος είχε στήσει το στρατηγείο του σε ένα σπίτι στη Χαλάστρα. Η αγωνία του είχε μεταδοθεί σε όλους τους Κουλακιώτες. Τη νύχτα της 22ας Οκτωβρίου συσκέπτονταν με τους αξιωματικούς του και λύσεις δεν έβρισκαν. Όμως κάθε ελληνική τραγωδία είχε κι έναν από μηχανής Θεό. Κι αυτός,το βράδυ εκείνο,ήταν ένας μικρόσωμος καροποιός. Γιώργη τον έλεγαν. Γιώργη Νταλιγκάρη.Γράμματα πολλά δεν ήξερε. Μες την Τουρκιά είχε ζήσει,την τέχνη του όμως την ήξερε καλά. Παρουσιάστηκε μπροστά στους απελπισμένους αξιωματικούς και με την κουλακιώτικη προφορά του, τους είπε: «κάντε με για μια νύχτα βασιλιά κι αύριο θάσαστε στην πόλη!».
Οι αξιωματικοί δεν του έδωσαν σημασία. Ξανάρθε παρέα μα τον γραμματιζούμενο Μαρκούδη. Τώρα το αίτημα τίθονταν ξάστερα: «δώστε μου τη δυνατότητα να σας διατάζω για μια νύχτα,μ’ άλλα λόγια υπακούστε στο σχέδιό μου κι οι βραχίονες του ποταμού θα ζευχθούν και ο στρατός θα τους διαβεί χωρίς κίνδυνο». «Ανάγκας και οι Θεοί πείθονται» και οι αξιωματικοί πείστηκαν. Τα τελευταία χρόνια,που το γεγονός έχει γνωστοποιηθεί και διαδοθεί, όλοι οι ντόπιοι και οι ειδήμονες γνωρίζουν πως ο Γιώργης Νταλιγκάρος πέτυχε τη ζεύξη του ποταμού κατασκευάζοντας τις πλωτές φέφυρες.
‘Εβαλε τις κουλακιώτικες πλάβες (βάρκες) πλάι πλάι,τις στερέωσε με σχοινιά και πάνω τους κάρφωσε σανίδια. Πάνω σ’ αυτόν τον πλωτό διάδρομο πάτησαν τα πεζά τμήματα και το ιππικό για να περάσουν τον ποταμό. Οι τεχνικές λεπτομέρειες δεν μπορούν να περιγραφούν σ’ αυτό το κείμενο, ούτε είναι άλλωστε κι αυτός ο σκοπός του. Σκοπός του είναι να καταδείξει την ανιδιοτέλεια,τη φιλοπατρία και την ευφυία του κατασκευαστή. Την ομόθυμη έκρηξη προσφοράς των συμπατριωτών του.Άλλοι διέθεσαν τις πλάβες, το μόνο ίσως περιουσιακό τους στοιχείο, άλλοι τα βαρέλια τους,άλλοι τα σχοινιά τους, ό,τι ξύλινο υπήρχε στα σπίτια τους κι άλλοι ολόκληρη την πραμάτεια τους όπως ο Γράμπας κι ο Μαρκούδης. Δεν ήξεραν την ακριβή σημασία του έργου τους, δεν ήταν στη θέση των στρατιωτικών,που ήξεραν πόση σημασία είχε η έγκαιρη διάβαση του ποταμού. Εκείνη την ώρα τους καλούσε η ανύπαρκτη ακόμη πατρίδα στο καθήκον. Κι αυτοί το έπραξαν. Δεν ζήτησαν ανταλλάγματα για την προσφορά τους. Ούτε από δημόσια αξιώματα γνώριζαν, ούτε από φοροαπαλλαγές. Φτωχοί κι αγράμματοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, πεντακόσια σχεδόν χρόνια στον τουρκικό ζυγό, δίχως συνειδητή γνώση της πανάρχαιας ιστορίας που κουβαλούσε ο τόπος τους, έπραξαν ό,τι τους προέταξε η καρδιά τους. Κι αυτή έλεγε: Ελλάδα.
Η Θεσσαλονίκη ειναι ελληνική: Στις 24 Οκτωβρίου,η 7η μεραρχία και το απόσπασμα των ευζώνων διάβηκαν τους δύο βραχίονες του ποταμού και στρατοπέδευσαν στο Τέκελι.
Όσο οι άλλες μεραρχίες περίμεναν το Μηχανικό και η μόνη που είχε διαβεί τον Αξιό ήταν η 7η,διατάχθηκε να προχωρήσει μέσω της σημερινής οδού 26ης Οκτωβρίου και να στρατοπεδεύσει 1500 μέτρα από τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό. Ήδη λοιπόν την 26η Οκτωβρίου το πρωί,πριν ακόμα υπογραφεί το Πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους, η στρατιωτική ισορρπία αποκαταστάθηκε. Αφ’ ενός οι Τούρκοι υπέγραψαν την παράδοση, αφ’ ετέρου οι Βούλγαροι αντιλήφθηκαν ότι η Θεσσαλονίκη δεν ήταν πια ανοχύρωτη πόλη. Στις 11 το βράδυ την 26η Οκτωβρίου, ο Χασάν Ταξίν παρέδωσε την πόλη σ’ αυτούς από τους οποίους οι πρόγονοί του την είχαν κατακτήσει. Από τη μία υπογράφει ο Χασάν Ταξίν και από την άλλη οι πληρεξούσιοι του Αρχιστράτηγου Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς. Οι Βούλγαροι προέλασαν μέχρι τις βορειοδυτικές συνοικίες της πόλης, όμως βρήκαν παρατεταγμένους τους άνδρες της 7ης μεραρχίας μπροστά τους. Ήδη τους είχε γίνει γνωστή η παράδοση της πόλης από τους Τούρκους. Έτσι δεν προέβησαν σε εχθροπραξίες. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να συμμετέχουν στην παρέλαση που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 29 Οκτωβρίου, παρουσία του βασιλέως Γεωργίου Α’.
Στην άλλη πλευρά της πόλης, πέρα από τον πλημμυρισμένο Αξιό, ο βασιλιάς της μιας νύχτας Νταλιγκάρης, ο Γράμπας, ο Μαρκούδης, ο Αναγνωστόπουλος κι όλοι οι αφανείς εργάτες της Κουλακιάς (Χαλάστρας), που με ανιδιοτέλεια και έκρηξη πατριωτισμού συμμετείχαν στο θαυμαστό έργο της ζεύξης του Αξιού, με το οποίο αποφεύχθηκε στην ουσία η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Βουλγάρους, συνέχιζαν την ταπεινή ζωή τους.
Ακολούθησαν χρόνια φορτωμένα με σημαντικά γεγονότα που σημάδεψαν την νεότερη ιστορία της Ελλάδας. Όλοι τα γνωρίζουμε. Το κατόρθωμα αυτό παρέμεινε άγνωστο για χρόνια πολλά. Είναι αυτή η έλλειψη επίδειξης της ιστορικής ταυτότητας, η έλλειψη της καλώς εννοούμενης περηφάνιας, η οποία απουσιάζει από τους κατοίκους της πανάρχαιας αυτής περιοχής. Ούτε η ρήση του Λυκόφρωνος για τον Μέγα Αλέξανδρο «Θεσπρωτός άμφω και Χαλαστραίος Λέων καλείται» μπόρεσε να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε το ιστορικό βάρος που φέρει η λέξη ΧΑΛΑΣΤΡΑ.
Η αλήθεια έχει κι άλλο πρόσωπο: ότι η αρχαιολογική σκαπάνη δεν ερεύνησε σε βάθος ακόμη τη Μακεδονική Γη. Όποτε το επιχειρεί, θαύματα αναδύονται από τα σπλάχνα της».
Πηγή: thinkfree.gr
Επιμέλεια: Γιάννης Θ.Κεσσόπουλος / gkessopoulos@gmail.com
Δείτε ακόμη:
Ξεχασμένοι Ήρωες ~ Αληθινά σενάρια ΕΤ3 (Βίντεο)
2 σχόλια:
Κακώς δεν υπάρχει οδός Νταλιγκάρη στην Θεσσαλονίκη. Η ποιο κατάλληλη είναι η Δυτική είσοδος της πόλης.
Έλα ντε!
Δημοσίευση σχολίου