Φως στους σκοτεινούς αιώνες της ιστορίας (10ος -6ος π.Χ. αιώνας) ρίχνει μια σπουδαία αρχαιολογική ανακάλυψη, η «Τράπεζα (λόφος με πεπλατυσμένη κορυφή) Νέου Ρυσίου-Καρδίας», μια πόλη πάνω από 30 αιώνων που καλύπτεται από μυστήριο σχετικά με τους κατοίκους και την βίαιη εγκατάλειψή της.
Τα έντονα ίχνη υφαντικής και τα κοσμήματα που βρέθηκαν στην ανασκαφή της θέσης «Τράπεζα Νέου Ρυσίου - Καρδίας» έρχονται να επιβεβαιώσουν ότι το σημείο -με την πιο σημαντική έκταση αρχιτεκτονικών καταλοίπων στην ευρύτερη περιοχή στα νότια και ανατολικά της Θεσσαλονίκης- είχε οικιστική χρήση και μάλιστα με έντονο γυναικείο άρωμα.
Η θέση στην κορυφή λόφου, μια έκταση περίπου 14 στρεμμάτων με εντυπωσιακή θέα προς τον Θερμαϊκό κόλπο, την κοιλάδα του Ανθεμούντα και το βουνό του Χορτιάτη, υποδηλώνει την αναμφίβολη στρατηγική της σημασία. Ωστόσο δεν είχε -όπως ίσως θα ήταν λόγω θέσης αναμενόμενο- στρατιωτική, αλλά οικιστική χρήση.
Ένα χάλκινο περίαπτο - παράλληλό του έχει εντοπιστεί στη Βεργίνα- και τα άλλα κοσμήματα, όπως και τα πολλά υφαντικά βάρη που εντοπίστηκαν δηλώνουν γυναικείες δραστηριότητες.
Η ανασκαφή διενεργείται από το Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας, Μανόλη Μανωλεδάκη και τα αποτελέσματα της έρευνας θα παρουσιαστούν σήμερα το απόγευμα στην 34η Επιστημονική Συνάντηση για Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και στη Θράκη που διοργανώνεται από το υπουργείο Πολιτισμού και το Α.Π.Θ., διαδικτυακά.
Όπως εξηγεί στη Voria ο κ. Μανωλεδάκης, η εύρεση της αρχαιολογικής θέσης που ήταν οικισμός κι όχι μια απλή στρατιωτική εγκατάσταση, δίνει σημαντικά στοιχεία για την περίοδο από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (10ος π.Χ. αιώνας) ως τους Αρχαϊκούς χρόνους (6ος π.Χ. αιώνας), που παραμένει σκοτεινή για την περιοχή, καθώς δεν υπάρχουν αρχαιολογικές μαρτυρίες, ούτε φυσικά γραπτές, ενώ αναπτύχθηκε πολύ πριν την ίδρυση της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο το 316/5 π.Χ.
«Η «Τράπεζα Νέου Ρυσίου – Καρδίας» καλύπτει έκταση περίπου 14 στρεμμάτων και διαθέτει εντυπωσιακή θέα προς τον Θερμαϊκό κόλπο, την κοιλάδα του Ανθεμούντα και το βουνό του Χορτιάτη (του αρχαίου Κισσού). Η θέα αυτή υποδηλώνει την αναμφίβολη στρατηγική σημασία της θέσης», αναφέρει ο κ. Μανωλεδάκης.
Πέρα από την ρυμοτομία, αλλά την οικονομική και κοινωνική ζωή του οικισμού, το ερώτημα που προκύπτει αφορά την ταυτότητα των κατοίκων, κυρίως, επειδή όπως δείχνουν τα στοιχεία, αυτοί τον εγκατέλειψαν άγνωστο πότε ακριβώς, αλλά και πώς, σίγουρα όμως με βίαιο τρόπο. Γιατί μια θέση με τέτοια στρατηγική σημασία εγκαταλείφθηκε τόσο νωρίς και δεν κατοικήθηκε ποτέ ξανά;
«Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, οι Μακεδόνες, επεκτεινόμενοι προς τα δυτικά και εκτοπίζοντας σταδιακά τους Θράκες, πέρασαν τον Αξιό ποταμό περί τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Επομένως, οι κάτοικοι της Τράπεζας στο Νέο Ρύσιο ανήκαν κατά πάσα πιθανότητα σε θρακικά φύλα. Η χρονική σύμπτωση της εγκατάλειψης της θέσης τον 6ο αιώνα π.Χ., όπως προκύπτει από τα μέχρι στιγμής αρχαιολογικά δεδομένα, με την ιστορική αυτή μεταβολή είναι αναμφισβήτητα αξιοσημείωτη», επισημαίνει ο καθηγητής, που θα θέσει προς συζήτηση το ερώτημα αυτό στους συναδέρφους του κατά τη σημερινή παρουσίαση της ανασκαφής.
Από την μέχρι τώρα έρευνα προκύπτει ότι ο οικισμός διέθετε οικοδομήματα με διάφορα δωμάτια, καθώς και δρόμους που διασταυρώνονταν μεταξύ τους χωρίζοντάς τον σε οικοδομικά τετράγωνα. Υπάρχει δηλαδή μια πρώτη εικόνα της ρυμοτομίας του οικισμού. Το πρωταρχικό υλικό δόμησης ήταν η πέτρα, προερχόμενη από την περιοχή.
Η χρονολόγηση της χρήσης της «Τράπεζας Νέου Ρυσίου-Καρδίας» προκύπτει από τα κινητά της ευρήματα, και συγκεκριμένα από τις διάφορες κατηγορίες της κεραμικής. Πρόκειται κατά κανόνα για αγγεία τοπικών εργαστηρίων, ενώ τα εισηγμένα είναι λίγα και προέρχονται κυρίως από την ανατολική Ελλάδα, την Αττική και την Κόρινθο. Η κεραμική στη συντριπτική της πλειονότητα ανήκει στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και την Αρχαϊκή Εποχή, και συγκεκριμένα κυρίως μεταξύ του 10ου και του 6ου αιώνα π.Χ., γεγονός που επιτρέπει και την χρονολόγηση του οικισμού.
Αντιπροσωπεύεται επίσης, με πολύ μικρότερη ποσότητα ευρημάτων, και η Ύστερη Εποχή Χαλκού (1600-1100 π.Χ.), ενώ τα θραύσματα αγγείων κλασικής και ελληνιστικής περιόδου (δηλαδή από τον 5ο αιώνα π.Χ. και μετά) δύσκολα φθάνουν διψήφιο αριθμό, γεγονός που επιβεβαιώνει την εγκατάλειψη του οικισμού τον 6ο αιώνα π.Χ.
«Αρκετές από αυτές τις κατηγορίες κεραμικής τις συναντούμε σε διάφορες θέσεις στην κεντρική Μακεδονία και κατά μήκος της κοιλάδας του Αξιού. Έχουν βρεθεί επίσης πήλινα, λίθινα και σιδερένια αντικείμενα και εργαλεία, όπως πολλά υφαντικά βάρη, χάλκινα κοσμήματα και τμήματα πλίνθων και κεράμων, που μαρτυρούν διάφορες δραστηριότητες των κατοίκων και την ύπαρξη εργαστηριακών χώρων, καθώς και οστά και όστρεα», προσθέτει ο κ. Μανωλεδάκης.
Το βέβαιο είναι πως ο οικισμός αυτός δεν ήταν μεταξύ των 26 από τους οποίους ο Κάσσανδρος μετέφερε πληθυσμό για να ιδρύσει τη Θεσσαλονίκη, στο τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα και συγκεκριμένα το 316/5π.Χ. Άλλωστε είχε πάψει να υπάρχει ήδη από τον 6ο π.Χ. αιώνα. Η συζήτηση για την αρχαιολογική αυτή θέση συνεχίζεται για να επιβεβαιωθεί επιστημονικά ποιο φύλο την κατοικούσε, πότε και πώς εκτοπίστηκε και γιατί δεν κατοικήθηκε ποτέ ξανά.
Πηγή: https://www.voria.gr/article/neo-risio-kardiaenas-archeologikos-ikismos-apo-tous-skotinous-eones-tis-thessalonikis
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου