Ξενισμός είναι η γλωσσική ξενομανία, η γλωσσική μας εξάρτηση από τις ξένες γλώσσες –μακροπρόθεσμα η πιο επικίνδυνη- κυρίως από την Αγγλική. Ο μεγάλος μας ποιητής Γ. Σεφέρης είχε επισημάνει το πρόβλημα από πολύ παλιά, όταν έλεγε πως «….στα χρόνια μας, πρέπει να μην το ξεχνάμε, το ζήτημα δεν είναι πια αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε, ή όχι, ελληνικά».
Ποιοι είναι όμως οι λόγοι που οδηγούν στην άλωση της γλώσσας μας από τους ξενισμούς; Πού οφείλεται αυτή η αδικαιολόγητη χρήση ξένων λέξεων και φράσεων; Εν τάχει απαριθμούμε κάποιους απ’ αυτούς.
Πρώτον: Η κάμψη των παραγωγικών και αφομοιωτικών ικανοτήτων της γλώσσας μας. Δείγμα ευρωστίας μιας γλώσσας είναι να εντάσσει και να προσαρμόζει στο δικό της κλιτικό σύστημα ξένες λέξεις ή να πλάθει ελληνολεκτικά αντίστοιχα στοιχεία.
Χάρις στον παλαιότερο αφομοιωτικό δυναμισμό της γλώσσας μιλούμε σήμερα για καουμπόηδες, χίπηδες, βιταμίνες, γκοφρέτες, πλατφόρμα, φλερτάρω, καφετζής, ρουσφέτι, μπελάς, μουσαφίρης, λιντσάρω και εκατοντάδες εξελληνισμένες ονομασίες ξένων πόλεων, ποταμών, χωρών. (Βρυξέλλες, Λονδίνο, Παρίσι, Βολταίρος, κλπ). Έξοχα δείγματα της ικανότητας της λόγιας κυρίως γλώσσα να πλάθει νέες λέξεις, αντλώντας από τα αστείρευτα γλωσσικά μας κοιτάσματα, και να αντικαθιστά ξένες, έχουμε σε πάμπολλες περιπτώσεις.
Έτσι η πόστα έγινε ταχυδρομείο (ταχύς+δρόμος), ο μίνιστρος έγινε υπουργός (υπό+έργο), ο αβοκάτος έγινε δικηγόρος (δίκη+αγορεύω), το σπιτάλι έγινε νοσοκομείο (νόσος+ κομώ=φροντίζω), η γαζέτα έγινε εφημερίδα (επί +ημέρα), ο κόνσολος έγινε πρόξενος (προ+ξένος), το καπιτάλι έγινε κεφάλαιο, το ρομάντσο έγινε μυθιστόρημα, το γκουβέρνο έγινε κυβέρνηση, και χιλιάδες άλλες.
Η αποκοπή μας από την αρχαία γλώσσα, η περιθωριοποίηση της λεγόμενης καθαρεύουσας, που ταυτίστηκε με τον στείρο συντηρητισμό (αν και συνιστούσε μια έτοιμη δανειοληπτική γλωσσική δεξαμενή) κατάντησαν την νεοελληνική “να εκλιπαρεί” τις ξένες γλώσσες, για να καλύψει την ανεπάρκειά της και να μεταφυτεύει, ανεξέλεγκτα και αθρόα, ξένα στοιχεία, χωρίς, επαναλαμβάνουμε, να τα εξελληνίζει ή να τα προσαρμόζει στο δικό της τυπικό.
Δεύτερον: Η συμπλεγματική επίδειξη «ξενογλωσσίας» από παντοίους
θεράποντες του καλάμου, διανοούμενους, δημοσιογράφους, διαφημιστές και
λοιπούς κενολόγους. Πολλοί έχουν την εντύπωση πως το διάνθισμα της
γλώσσας τους (γραπτής ή προφορικής) με ποικίλους ξενισμούς, τους χαρίζει
περιωπή και κύρος ή αξιοπιστία στα διαφημιζόμενα προϊόντα τους.
Μια τυχαία δειγματοληπτική καταγραφή αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
Έτσι ακούμε να μιλούν πολλοί για: ντόπινγκ κοντρόλ αντί για έλεγχο
αναβολικών, ρέκορντμαν αντί για πρωταθλητή, ριπλέι για επανάληψη,
πρέσινγκ για πίεση, τάνκερ για δεξαμενόπλοιο, καμεραμάν για εικονολήπτη,
σετ για σύνολο, σπήκερ για εκφωνητή, αβαντάζ για πλεονέκτημα, τεραίν
για γήπεδο, πρες κόμφερανς για συνέντευξη τύπου, πρες ρουμ για γραφείο
τύπου και εκατοντάδες άλλες περιπτώσεις.
Τρίτον: Όπου και να στρέψεις σήμερα το βλέμμα σου, σε βιβλία και περιοδικά, σε δρόμους και προθήκες, σε αντικείμενα και σώματα ανθρώπινα, σε παιχνίδια και εργαλεία, καθώς και σε τεχνικές επικοινωνίας και ηλεκτρονικά συστήματα πληροφοριών, συναντάς σχεδόν αποκλειστικά την ξενόγραφη ή ξενόγλωσση διατύπωση.
Έτσι αργά αλλά σταθερά εξοικειώνεσαι μαζί της, εθίζεσαι σ’ αυτήν, την αποδέχεσαι σαν αυτονόητο εικαστικό στοιχείο της καθημερινής ζωής. (Όλα αυτά καλλιεργούν το έδαφος, χωρίς να γίνονται κατ’ ανάγκη γι’ αυτό το σκοπό, για την αντικατάσταση του ελληνικού αλφαβήτου με το λατινικό). Μπορεί σήμερα να μιλάμε για την απειλή της παγκοσμιοποίησης και τον κίνδυνο του εξαμερικανισμού, αλλά να έχουμε υπ’ όψιν πως τα προκεχωρημένα του φυλάκια είναι αυτά που επηρεάζουν το ήθος και τον ψυχισμό μας, όπως η μουσική, η μόδα, τα τρόφιμα, ο χορός, ο κινηματογράφος.
Αν και υπάρχει νόμος του κράτους από το 1984, που επιβάλλει πλάι στην ξενόγλωσση επιγραφή να αναγράφεται και η ελληνική, ως συνήθως, ο νόμος πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων. Είναι πιο «πολιτισμένο», επικοινωνιακό και προοδευτικό να ονομάζεις το κανάλι «MEGA» και όχι με την ελληνική ονομασία «ΜΕΓΑ». Το να σε λένε Γιάνη και όχι Γιάννη, σου προσπορίζει, καταπώς νομίζεις, κύρος και αρχοντιά (γαρνιρισμένη βέβαια με αρκετές δόσεις αρχοντοχωρατιάς).
Τι φταίει: Η παρεχόμενη παιδεία. Τα γλωσσικά εγχειρίδια του Δημοτικού είναι ελλιπέστατα, αναχρονικά, που υποτιμούν την νοημοσύνη, την προσληπτικότητα και τις ανάγκες των μαθητών. Βιβλία με φτωχότατο λεξιλόγιο, από τα οποία απουσιάζουν προκλητικά οι επιφανείς χειριστές της γλώσσας μας και διαιωνίζουν, την γλωσσική ακαταστασία.
Ο μαθητής, δεν έρχεται να επαναλάβει στο σχολείο αυτό που ήδη γνωρίζει από την αυθόρμητη εμπειρία της εξωσχολικής καθημερινότητας, αλλά να εμπλουτίσει το λεξιλόγιο του με καινούργιες λέξεις να δέσει, ενιαία και οργανικά, μέσω της γραμματικής, τα διάφορα σκόρπια στοιχεία της γλώσσας που μιλάει.
Τα γλωσσικά βοηθήματα του Δημοτικού είναι κατάλληλα μάλλον για ξενόγλωσσους και ένας μέσος μαθητής δεν χρειάζεται παραπάνω από 15-20 λεπτά για να συμπληρώσει τις υπάρχουσες σ’ αυτό ασκήσεις. Γι’ αυτό και του είναι βαρετά. (Για Συντακτικό ούτε καν γίνεται λόγος. Οι παρατηρούμενες σήμερα ασυνταξίες και ασυναρτησίες, οι σολοικισμοί και οι βαρβαρισμοί, οφείλονται στο ότι κανείς πλέον δεν διδάσκει έστω και στοιχειώδη στοιχεία του Συντακτικού.
Θα κλείσουμε την παρούσα περιδιάβαση στο πρόβλημα των ξενισμών, πάλι με τον Σεφέρη, με τον αφυπνιστικό του λόγο: «Ο Θεός μας χάρισε μια γλώσσα ζωντανή, εύρωστη, πεισματάρα και χαριτωμένη, που αντέχει ακόμη, μολονότι έχουμε εξαπολύσει όλα τα θεριά για να την φάνε, έφαγαν όσο μπόρεσαν, αλλά απομένει μαγιά. Έτσι θα έλεγα παραφράζοντας τον Μακρυγιάννη. Δεν ξέρω πόσο θα βαστάξει ακόμη τούτο. Εκείνο που ξέρω είναι ότι η μαγιά λιγοστεύει και δε μένει πια καιρός για να μένουμε αμέριμνοι. Δεν είναι καινούργια τα σημεία που δείχνουν πως αν συνεχίσουμε τον ίδιο δρόμο, αν αφεθούμε μοιρολατρικά στη δύναμη των πραγμάτων, θα βρεθούμε στο τέλος μπροστά σε μία γλώσσα εξευτελισμένη, πολύσπερμη και ασπόνδυλη.»
(‘’Αλφαβητάρι του Νεοέλληνα’’, σελ.133 “Πατάκης’’).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου