Σεμνά και ταπεινά, τόσο διακριτικά, που σχεδόν με συγκίνησε, έφτασε στο σπίτι με το ταχυδρομείο ο φάκελος με τη νέα εισφορά.
Με καλούσε να περάσω από τον Δήμο Μαρκοπούλου και να εξοφλήσω τις οφειλές μου. Δεν θυμόμουν να χρωστώ κάτι στον δήμο, αλλά δεν είχα κανέναν λόγο να τον αμφισβητήσω: 370 ευρώ έπρεπε να καταθέσω, σύμφωνα με το Πα1, Κα2, Χα3 - κάτι τέτοια ακαταλαβίστικα έγραφαν. Αν δεν τα κατέθετα, θα...
τα έπαιρναν με άλλους... διακριτικούς τρόπους. «Να πας να διευκρινίσεις τι είναι αυτά τα Πα, Κα», μου είπαν, «για να μην πληρώνεις κερατιάτικα».
τα έπαιρναν με άλλους... διακριτικούς τρόπους. «Να πας να διευκρινίσεις τι είναι αυτά τα Πα, Κα», μου είπαν, «για να μην πληρώνεις κερατιάτικα».
Παρ' ότι η εμπειρία μου λέει πως όταν λαμβάνεις χαρτί με οφειλές προς το Δημόσιο, όσο παράλογο και αν σου φαίνεται, όσο παράλογο και αν είναι, το ψάξεις-δεν το ψάξεις, θα το πληρώσεις, πήγα στο Μαρκόπουλο. Μαζί με εμένα και άλλοι, με το ίδιο χαρτί στο χέρι, σε μια προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσουν τα ιερογλυφικά του. Με την απορία έμπαιναν στα αρμόδια γραφεία, άσπροι σαν το πανί έβγαιναν όταν μάθαιναν από τους (ευγενέστατους, είναι η αλήθεια) υπαλλήλους ότι το ποσό που καλούνταν να πληρώσουν αφορούσε την από το 2010 ένταξη του Πόρτο Ράφτη στο σχέδιο πόλης («Τώρα βρήκατε να το κάνετε και αυτό, που έχουμε στεγνώσει από ρευστό;» σχολίασε αγανακτισμένος κύριος), αλλά και ότι (το καλύτερο έρχεται) το 300άρι, 400άρι, 500άρικο που αντιστοιχούσε στον καθένα ήταν η πρώτη δόση (από τις πολλές) της οφειλής...
Ετσι έμαθα ότι από εδώ και στο εξής θα καταβάλω 370 ευρώ ανά εξάμηνο μέχρι να ξεχρεώσω τις 4.500 ευρώ που μου αντιστοιχούν. Μου ήρθε σκοτοδίνη, αλλά άρχισα να νιώθω σχεδόν ευνοημένος όταν άκουσα τι χρωστούσαν οι άλλοι: οκτώ χιλιάρικα ο ένας, εννιά ο άλλος... «Να, το λέει καθαρά στο χαρτί, "πρώτη δόση", αυτό σημαίνει ότι θα έρθουν και άλλες» εξηγούσε μια υπάλληλος σε μια γυναίκα που πρέπει να είχε πάθει πάρεση από το σοκ. «Γιατί δεν γράφετε και τη συνολική εισφορά για να ξέρουμε, παρά μας αναγκάζετε να ψάχνουμε;» ρωτούσε η σοκαρισμένη. «Για να μας το φέρετε μαλακά και πλαγίως;».
Ετσι, μαλακά και πλαγίως, μπήκε στη ζωή μου άλλο ένα χαράτσι. Το οποίο ήρθε μερικές εβδομάδες αφότου κατέθεσα 3.600 ευρώ για να κλείσω μια άλλη εκκρεμότητα στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, αφότου έλαβα και εξόφλησα το εκκαθαριστικό της Εφορίας και αφότου ξεκίνησα να τακτοποιώ τα ΦΑΠ για το 2011, το 2012 και το 2013. Το πήρα, πάντως, απόφαση: η ζωή μου πλέον, ο χρόνος που μου αντιστοιχεί, θα μετριέται όχι σε λεπτά της ώρας, αλλά σε λεπτά του ευρώ. Σε οφειλές. Εχω φτιάξει ένα ημερολόγιο και το ενημερώνω καθημερινά: «15 Νοεμβρίου να πληρώσω το χαράτσι για τον αέρα που αναπνέω, 22 Νοεμβρίου να πληρώσω τη ΔΕΗ με τα δικά της χαράτσια, 25 Νοεμβρίου να πληρώσω το έξτρα χαράτσι για τον αέρα που αναπνέω τα Σαββατοκύριακα που δεν δουλεύω (τέρμα ο τσάμπα αέρας μάγκες!), 26 Νοεμβρίου να πληρώσω το χαράτσι για το εξοχικό, 30 Νοεμβρίου να πληρώσω το χαράτσι για το πατρικό, 31 Νοεμβρίου να πληρώσω το χαράτσι...». Δεν υπάρχει 31 Νοεμβρίου; Θα εφεύρουν, για να προσθέσουν τότε ένα νέο χαράτσι, και συνεχίζω: «1η Δεκεμβρίου να πληρώσω το χαράτσι για τα γενέθλια της Μαρίας...».
Γιατί ως χαράτσια έχω αρχίσει να εκλαμβάνω και τις κοινωνικές υποχρεώσεις, τα δώρα σε γνωστούς και φίλους. Είναι μια μορφή ψυχασθένειας, κατά τους διαπρεπείς ψυχιάτρους που ερευνούν τον «Ανθρωπο της τρόικας»: χαρατσοπαραλογική αποσυνεννοησία. Ο ασθενής λυγίζει υπό το βάρος των οφειλών του και τα εκλαμβάνει όλα ως έκτακτες εισφορές. «Γιάννη, δώσε από ένα ευρώ στα παιδιά για να αγοράσουν κουλούρι» λέει η φίλη μου η Αννα στον άνδρα της. «Δεν πληρώνουμε τα χαράτσια τους, δεν πληρώνουμε το χρέος τους!» αποκρίνεται ο Γιάννης, θύμα και αυτός της χαρατσοπαραλογικής αποσυνεννοησίας, με τη γροθιά σηκωμένη και με τη λάμψη του αγώνα στο βλέμμα του. «Παιδάκι μου, ποια χαράτσια, δύο ευρώ σου είπα, για τα παιδιά, γιατί δεν έχω ψιλά στο πορτοφόλι μου». «Λευτεριά στον αναρχικό σύντροφο Μπούκουρα!». Αυτό αφορά άλλον αγώνα, ένα όμως από τα κύρια συμπτώματα της χαρατσοπαραλογικής αποσυνεννοησίας είναι η σύγχυση.
Και έτσι, μέσα στη σύγχυση ζούμε οι χαρατσοκαπνισμένοι. Οι πιο τυχεροί από εμάς συνεχίζουμε να πληρώνουμε τα χαράτσια που διαρκώς εφευρίσκονται και μας περιμένουν στη γωνία, γιατί έτυχε να έχουμε ακόμη έναν μισθό, οι άλλοι σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Όπως εκείνος ο παππούς, τις προάλλες, στην Εφορία, που προσπαθούσε να εξηγήσει ότι με 360 ευρώ σύνταξη είναι απλώς αδύνατο να πληρώσει τα ΦΑΠ για μια ακίνητη περιουσία σεβαστή μεν, από την οποία όμως δεν έχει πλέον κανένα έσοδο. Η αγωνία του με συγκλόνισε. Λυπήθηκα, όμως, και την υπάλληλο που ήθελε ειλικρινώς να τον βοηθήσει, αλλά δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα. Πλήρωσα το χαράτσι μου στο διπλανό γκισέ και έφυγα σκυφτός. Πολύ σκύβω, όμως, τώρα τελευταία και δεν πρέπει...
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου