Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

35-55 ~ Οι απόκληροι της αγοράς εργασίας


Τα στοιχεία που δίνει για την ανεργία η ελληνική κυβέρνηση αμφισβητούνται ποικιλοτρόπως.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι φουσκωμένα, καθώς δεν λαμβάνεται υπόψη η ευρύτατα διαδεδομένη μαύρη εργασία, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι εμφανίζεται μειωμένη συνυπολογίζοντας την πρόσκαιρη εποχική ή ευκαιριακή απασχόληση.


Οι αριθμοί όμως που καταγράφονται είναι τόσο μεγάλοι που οι όποιες αποκλίσεις δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία. Για να φτάσουμε στα επίπεδα απασχόλησης του 2008 θα απαιτηθούν πολλά χρόνια, ίσως και δεκαετίες.

Από τη συνολική εικόνα της ανεργίας, τα πρωτοσέλιδα ξεχωρίζουν κυρίως μία παράμετρο, την ανεργία των νέων. Και δικαιολογημένα ίσως, αφού το ποσοστό της έχει πλέον σκαρφαλώσει στο κάποτε αδιανόητο 61%.

Όμως, η ανεργία στους νέους, ιδίως σε εκείνους που έχουν πτυχίο και δεξιότητες, είναι σχετικά εύκολο να αντιμετωπιστεί εάν ξεκινήσει η αναπτυξιακή διαδικασία. Οι νέοι έχουν πολύ μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας, είναι πρόσφοροι σε διαδικασίες συμπληρωματικής εκπαίδευσης κι έχουν το πλεονέκτημα της ηλικίας.

Πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί, ακόμη και στο πιο αισιόδοξο σενάριο, είναι το πρόβλημα εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων που δεν είναι πια νέοι, δεν διαθέτουν δεξιότητες με ζήτηση και πολύ δύσκολα θα ξαναβρούν εργασία. Αυτοί είναι οι πραγματικοί παρίες, οι απόκληροι της αγοράς εργασίας.

Πρόκειται είτε για άτομα μέσης ηλικίας (35-55 ετών), είτε για ανειδίκευτους, είτε για πρώην απασχολούμενους σε τομείς σχετιζόμενους με την υπερβολική εσωτερική κατανάλωση και των υπερεπαγγελματισμό, που επικράτησε την περίοδο της επίπλαστης ευμάρειας. Σε τομείς δηλαδή που δεν αναμένεται να επανέλθουν στα προγενέστερα επίπεδα απασχόλησης, ακόμη κι αν η ανάπτυξη επιστρέψει στην Ελλάδα.

Με αυτήν την οπτική έχει ενδιαφέρον να δούμε την εξέλιξη των επιμέρους ποσοστών της ανεργίας σε σχέση με το 2008. Τότε η ανεργία στους νέους βρισκόταν στο 22,6% και σήμερα έχει σχεδόν τριπλασιαστεί στο 61%. Ωστόσο στις ηλικίες 35-44 και 45-54 τα ποσοστά των ανέργων είναι έως και υπερτετραπλάσια. Από 6,3% και 4,7% που ήταν αντίστοιχα το 2008 (υποδηλώνοντας συνθήκες σχεδόν πλήρους απασχόλησης) σε 24,6% και 21% σήμερα.

Ίσως θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το ποσοστό ανεργίας στους άνδρες έχει σχεδόν πενταπλασιαστεί σε σχέση με το 2008 (από 5,1% σε 24,9%), ενώ στις γυναίκες είναι κάτι λιγότερο από τριπλάσιο (από 11,7% σε 32,2%).

Σε αυτές κυρίως τις κατηγορίες ανέργων, στις οποίες υπήρξε η μεγαλύτερη αύξηση στο ποσοστό, εντοπίζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος το κοινωνικό πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει η χώρα τα επόμενα χρόνια, ένα πρόβλημα που ασφαλώς θα αποκτά ολοένα και εντονότερη πολιτική διάσταση.
Ακόμη περισσότερο καθώς η κρίση έχει ήδη εξασθενίσει τους εγγενείς αμυντικούς μηχανισμούς της ελληνικής κοινωνίας, που περιστρέφονται γύρω από τη στήριξη της οικογένειας, ενώ η διαδεδομένη μικρομεσαία ατομική ιδιοκτησία πλήττεται ποικιλοτρόπως.

Εν ολίγοις, η έως πρότινος μάλλον «αταξική» κοινωνία της Ελλάδας, κινδυνεύει να μετατραπεί σε «κοινωνία των 2/3» , το υπόλοιπο 1/3 της οποίας, ίσως και περισσότερο, δεν θα είναι σε θέση να συμμετάσχει στα οφέλη της όποιας αναπτυξιακής διαδικασίας, χάνοντας ακόμη και την ελπίδα.

Από τη σκοπιά της πολιτικής, η πλήρης αποσύνδεση ενός τμήματος της κοινωνίας από τα οφέλη της ανάπτυξης ενδέχεται να παίξει έντονα αποσταθεροποιητικό ρόλο στο εγγύς μέλλον, υποδαυλίζοντας αντιδράσεις κι ενδυναμώνοντας ακραίες πολιτικές τάσεις, ενδεχομένως σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, σε σχέση με σήμερα.

Από την πλευρά της οικονομίας, η περιθωριοποίηση σημαντικού μέρους του ανθρώπινου δυναμικού συνιστά από μόνη της πλήγμα, περιορίζοντας την εσωτερική κατανάλωση, αλλά και στερώντας δυναμικότητα από τον ιδιωτικό κυρίως τομέα.

Ασφαλώς, οι πολιτικοί γνωρίζουν το φαινόμενο, επιχειρούν όμως να το αντιμετωπίσουν δίνοντας μάχες οπισθοφυλακής. Κυρίως, προσπαθούν είτε να διατηρήσουν θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα (σε ορισμένες περιπτώσεις αμφιβόλου χρησιμότητας), είτε να κρατήσουν στη ζωή επιχειρήσεις και ολόκληρους κλάδους που όμως μάλλον έχουν ολοκληρώσει τον ωφέλιμο κύκλο τους.
Εξίσου αμυντική λογική διαφαίνεται και στους κόλπους ορισμένων επιχειρηματικών κλάδων, οι εκπρόσωποι των οποίων προτάσσουν τις θέσεις εργασίας για να στηριχθούν, αρνούμενοι να αποδεχθούν ότι η αλλαγή συνθηκών, είτε αφορά το εσωτερικό της χώρας, είτε τον διεθνή ανταγωνισμό, δεν είναι πρόσκαιρη, ούτε αναστρέψιμη.

Αυτού τους είδους οι τακτικές όμως δεν είχαν (όπως φαίνεται κι από τα στοιχεία) ούτε θα έχουν σοβαρό αποτέλεσμα, πέρα από την επιμήκυνση μια επίπονης διαδικασίας. Χρειάζεται μια συγκροτημένη πολιτική αναπροσανατολισμού του ανθρώπινου δυναμικού σε άλλους τομείς, σε εκείνους δηλαδή στους οποίους θα στηριχτεί η οικονομική ανάπτυξη εφεξής, όπως επίσης και η εγκαθίδρυση μηχανισμών κοινωνικής στήριξης των μακροχρόνια ανέργων, εκείνων που για διάφορους λόγους δεν θα είναι σε θέση να εργαστούν ξανά.

Δυστυχώς, παρά τις βαρύγδουπες δηλώσεις περί «διά βίου μάθησης» και επιμόρφωσης, που έχουν ακουστεί τα τελευταία χρόνια, πριν ακόμη ξεσπάσει η κρίση, οι μηχανισμοί που θα επέτρεπαν τέτοιου είδους επεμβάσεις είναι από ασθενείς έως ανύπαρκτοι. Το ίδιο συμβαίνει και με το περίφημο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας.

Ωστόσο, έχει ίσως μεγαλύτερη σημασία να επικεντρωθούμε στο πρώτο εκ των δύο, εκτιμώντας ότι το δεύτερο είναι κυρίως θέμα αναδιανομής πόρων. Κι έτσι καταλήγουμε στην Παιδεία και στην επαγγελματική εκπαίδευση/επιμόρφωση.

Η Παιδεία μας δεν πάσχει μόνο σε ό,τι αφορά την πρωτογενή σύνδεσή της με την αγορά εργασίας, πάσχει ακόμη περισσότερο σε ό,τι αφορά την υψηλού επιπέδου εκπαίδευση και επιμόρφωση ενηλίκων, διαθέτοντας μόλις ένα «ανοικτό Πανεπιστήμιο», το οποίο βέβαια καμία σχέση δεν έχει με τα εξ ολοκλήρου on-line Πανεπιστήμια του εξωτερικού.

Ακόμη και σε ό,τι αφορά την απλή επιμόρφωση των ανέργων, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ πίσω, ιδίως όταν ληφθούν υπ' όψιν οι ιδιαίτερες συνθήκες υψηλής και έντονα διαρθρωτικής ανεργίας που αντιμετωπίζει (με επίκεντρο τους νέους, οι οποίοι λαμβάνουν συχνά πανεπιστημιακά πτυχία, τα οποία όμως δεν τους επιτρέπουν να βρουν εργασία στο αντικείμενό τους).

Προτάσεις θα μπορούσαν να γίνουν πολλές, περιλαμβανομένου και του ανοίγματος της ανώτερης και ανώτατης Παιδείας στην ιδιωτική πρωτοβουλία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την επιδοτούμενη επιμόρφωση ενηλίκων/ανέργων, στοχευμένα, σε τομείς για τους οποίους διψάει ή σύντομα θα διψάσει η αγορά. Με τις εξ αποστάσεως δυνατότητες που προσφέρει σήμερα η τεχνολογία, το όφελος θα ήταν ασύλληπτα μεγαλύτερο από το σχετικά περιορισμένο κόστος.

Αυτό που λείπει σήμερα, όμως, δεν είναι οι προτάσεις, αλλά η πολιτική βούληση για την έγκαιρη αντιμετώπιση ενός προβλήματος που ενδεχομένως να διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό και τον πολιτικό χάρτη της χώρας, κατά τα επόμενα χρόνια.

Πρόκειται για μία ακόμη απόδειξη της αδυναμίας των πολιτικών μας,να διαμορφώσουν ουσιαστικές πολιτικές, κάνοντας έγκαιρη διάγνωση των αναγκών της κοινωνίας αλλά και της οικονομίας. Μιας αδυναμίας που θα συνεχίσει να τροφοδοτεί με υποστηρικτές τα άκρα του πολιτικού φάσματος.



Γ. Παπανικολάου


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου