Το θέμα που δημιουργήθηκε με τις προσλήψεις της Ryanair ήταν λογικό και επόμενο να προκαλέσει θόρυβο και να γίνει αιτία να ξεκινήσουν πολλές συζητήσεις και να γραφτούν μπόλικα άρθρα.
Σε αυτό το κλίμα, σκέφτηκα πως δε θα είναι και πολύ κακό να γράψω κι εγώ ένα. Να τονίσω αρχικά, πάντως, ότι νιώθω λιγάκι ευλογημένος μετά τα όσα έμαθα, μιας και εγώ τουλάχιστον μέχρι σήμερα δε χρειάστηκε ποτέ να πληρώσω για να εργαστώ. Μπορεί να έχει τύχει να μην πληρωνόμουν στην ώρα μου, αλλά τουλάχιστον δεν έβαζα και από την τσέπη μου.
Η παραπάνω διαπίστωση ήταν και το αστειάκι της ημέρας. Από δω και πέρα θα ζοριστώ λιγάκι και θα το δω πιο σοβαρά. Έχουμε και λέμε, λοιπόν, για τους μη ενήμερους σχετικά με την είδηση: Στις 20 Φεβρουαρίου η εταιρία Crewlink που ανέλαβε εκ μέρους της Ryanair την αξιολόγηση και την εκπαίδευση των υποψηφίων, ξεκίνησε τη διαδικασία πρόσληψης αγνώστου αριθμού υπαλλήλων, καθώς δεν έχει ανακοινωθεί πόσοι θα προσληφθούν στο στάδιο αυτό. Από τη διαδικασία των συνεντεύξεων επιλέγονται όσοι θα περάσουν το πρόγραμμα εκπαίδευσης, διάρκειας έξι εβδομάδων, το οποίο επίσης διεξάγεται υπό την αιγίδα της Crewlink στις εγκαταστάσεις της στην Γερμανία. Μέχρι εδώ όλα καλά. Το ζήτημα προκύπτει όταν ο υποψήφιος περάσει από τις συνεντεύξεις με επιτυχία και ξεκινά το πρόγραμμα εκπαίδευσης. Για το πρόγραμμα αυτό, η Crewlink ζητά από τον κάθε υποψήφιο περίπου 3.000 ευρώ.
Πιο συγκεκριμένα, ο υποψήφιος για να ξεκινήσει την εκπαίδευση πρέπει να καταβάλει 500 ευρώ στην εταιρεία ως κόστος εγγραφής, ενώ για την εκπαίδευση καθ’ αυτή το κόστος είναι άλλα 1.749 ευρώ αν είναι σε θέση να τα καταβάλει προκαταβολικά, ή 2.349 ευρώ αν επιθυμεί να μην τα καταβάλει, αλλά να αφαιρεθούν αργότερα σταδιακά από τους μισθούς του, αν τελικά προσληφθεί. Τέλος, υπάρχει και το κόστος των 700 ευρώ για τα έξοδα διαμονής σε ειδικά καταλύματα δίπλα στις εγκαταστάσεις της Crewlink, όπου λαμβάνει χώρα η εκπαίδευση των υποψηφίων.
Είναι απόλυτα λογικό ο καθένας που ακούει μια τέτοια είδηση να «τσινάει» αυτόματα. Το άλλοτε ανέκδοτο του «να πληρώνεις για να εργάζεσαι» μοιάζει πια ανησυχητικά επίκαιρο και καθόλου, καθόλου αστείο. Τα πράγματα, βέβαια, δεν είναι ακριβώς έτσι. Το μεγαλύτερο μέρος της πληρωμής που πρέπει να καταβάλει ο υποψήφιος, δηλαδή το κόστος της εκπαίδευσης, τού επιστρέφεται σε περίπτωση που δεν ολοκληρώσει το πρόγραμμα, αν δηλαδή κοπεί. Φυσικά, αυτό δεν ισχύει για τα 500 ευρώ της εγγραφής και τα 700 της διαμονής. Κοντολογίς, ο υποψήφιος που ξεκινά το πρόγραμμα της εκπαίδευσης «ρισκάρει» 1.200 ευρώ από την τσέπη του.
Η τακτική αυτή δεν είναι κάποια καινοτομία της Ryanair. Οι περισσότερες εταιρείες στο εξωτερικό επιλέγουν αυτόν τον δρόμο τα τελευταία χρόνια, στον τομέα της εκπαίδευσης των υποψήφιων εργαζόμενων. Κι αυτό γίνεται για έναν απλούστατο λόγο: με αυτόν τον τρόπο η εταιρεία ουσιαστικά δεν ρισκάρει, δεν επενδύει πάνω στον υποψήφιο. Αντίθετα, το κάνει ο υποψήφιος για λογαριασμό της. Αυτό είναι ίσως και το πιο ενοχλητικό για εμάς, ότι υπάρχουν εταιρείες με τόσο μεγάλα κέρδη παγκοσμίως οι οποίες αρνούνται πλέον να καλύψουν ακόμα και το παραμικρό κόστος, έχοντας βρει τρόπο να το αποφύγουν. Από την άλλη, ο υποψήφιος παίρνει αυτό το ρίσκο γνωρίζοντας πως θα ανταμειφθεί σε πολλαπλάσιο μέγεθος αν τελικά προσληφθεί από την εταιρεία. Στην περίπτωση της Crewlink, η οποία «παρέχει» τους υπαλλήλους της στην Ryanair, οι υποψήφιοι που θα ολοκληρώσουν το πρόγραμμα της εκπαίδευσης έχουν εγγυημένο τριετές συμβόλαιο. Αυτό με λίγα λόγια σημαίνει ότι το κόστος που κατέβαλαν θα το καλύψουν πολύ, πολύ γρήγορα, ενώ θα έχουν μια πολύ καλή δουλειά και για τα επόμενα χρόνια.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν φυσικά ότι επικροτώ τη μέθοδο αυτή. Στο ιδανικό σενάριο και σε έναν καλύτερο κόσμο, όλες ανεξαιρέτως οι εταιρείες θα έπρεπε να καλύπτουν τα έξοδα της εκπαίδευσης των υπαλλήλων τους και όχι να απαιτείται από ανθρώπους που επί του παρόντος είναι άνεργοι να «επενδύσουν» έστω και ένα ευρώ. Από τη στιγμή που κάποιος περνά τις συνεντεύξεις, σημαίνει πως η εταιρεία κρίνει ότι μπορεί να της είναι χρήσιμος και αποδοτικός. Δεν είναι ότι αν κάλυπτε την εκπαίδευση ενός τέτοιου υποψηφίου θα βάδιζε στα τυφλά. Ωστόσο, δε ζούμε σε έναν τέτοιο κόσμο, και οι εταιρείες δεν είναι ο Άγιος Βασίλης. Στη σκληρή εποχή που βιώνουμε, κάποιος πρέπει να ρισκάρει και αυτός δε θα είναι οι εταιρείες. Αυτή είναι, καλώς ή κακώς, η πραγματικότητα και είναι από τις περιπτώσεις που όσο και να γκρινιάζουμε δεν θα ωφελήσει σε κάτι. Σε μια τόσο αδυσώπητη αγορά, με τέτοιο ανταγωνισμό και λιγοστές ευκαιρίες, όποιος δεν προσαρμόζεται είναι καταδικασμένος να τραβήξει το δικό του δρόμο. Και δυστυχώς, ο δρόμος αυτός είναι στις μέρες μας σπάνια ευχάριστος και καλοτάξιδος.
Του Γρηγόρη Μυστιλιάδη / typosthes.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου