Αντιμέτωπος με την πιο επικίνδυνη κρίση
που αντιμετωπίζει ο ελληνισμός τις τελευταίες δεκαετίες βρίσκεται ο
πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος σε μια στιγμή που η Ελλάδα είναι
γονατισμένη οικονομικά και κοινωνικά, που έχει σπαταλήσει το διπλωματικό
κεφάλαιο και την αξιοπιστία της με τα καμώματα της κυβέρνησής του τα
τελευταία δυο χρόνια, θα πρέπει να διαχειρισθεί το εκρηκτικό μείγμα του
αχαλίνωτου Ερντογάν που ευθέως πλέον ανοίγει θέμα συνόρων, το αδιέξοδο
στο Κυπριακό, την μισελληνική πολιτική του Έντι Ράμα στην Αλβανία και
την αρνητική τροπή που παίρνει και πάλι το Λαθρομεταναστευτικό.
Με τα χέρια ψηλά η Αθήνα, χωρίς
απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα και...
με άδεια την διπλωματική φαρέτρα
της, πρέπει να διαχειρισθεί την κρίση που ξετυλίγεται μπροστά μας.
Ο κ. Τσίπρας έχει ζητήσει την συνάντηση
με τον Ταγίπ Ερντογάν με την ελπίδα ότι θα γίνει βολιδοσκόπηση των
προθέσεων του Τούρκου ηγέτη τόσο για το κυπριακό όσο και για τα
ελληνοτουρκικά και το μεταναστευτικό , ώστε να υπάρξει αποσυμπίεση της
συσσωρευμένης έντασης. Με τα σημερινά δεδομένα είναι αμφίβολο αν θα
γίνει η συνάντηση αυτή, όμως είναι σχεδόν σίγουρο ότι ακόμη κι αν
πραγματοποιηθεί, απλώς θα επιβεβαιώσει το νέο αρνητικό σκηνικό που
διαμορφώνεται…
Και όλα αυτά σε ένα διεθνές περιβάλλον
που γίνεται όλο και πιο βαρύ λόγω των πολιτικών εξελίξεων στις ΗΠΑ, στην
Βρετανία αλλά και το ρευστό τοπίο που διαμορφώνουν το δημοψήφισμα στην
Ιταλία, και οι εκλογές σε Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία, όπου η Ελλάδα και
τα προβλήματά της μόνο με αρνητικό τρόπο μπαίνουν πλέον στην ατζέντα.
Η κυβέρνηση και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας
είχαν, όπως όλοι σχεδόν οι κυβερνώντες τα τελευταία χρόνια, υιοθετήσει
το βολικό θεώρημα ότι οι επιθετικές δηλώσεις, οι εντάσεις στο Αιγαίο, η
ανάμιξη στις υποθέσεις της ελληνικής μουσουλμανικής μειονότητας στην
Θράκη, γίνονταν για «λόγους εσωτερικής κατανάλωσης» και η ίδια εξήγηση
επιχειρείται να δοθεί και στις δηλώσεις Ερντογάν που συστηματικά,
επίμονα και μεθοδικά θέτει θέμα ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ (και όχι αναθεώρησης που δεν
προβλέπεται από την ίδια την Συνθήκη) της Συνθήκης της Λοζάνης.
Η πολιτική κατευνασμού που έχει
εξελιχθεί σε στρουθοκαμηλισμό, οδήγησε την χώρα τα τελευταία χρόνια να
επενδύσει στο «άστρο» του κ. Ερντογάν, ελπίζοντας ότι με την ενίσχυσή
του θα δοθεί η ευκαιρία για λύση των προβλημάτων στις διμερείς σχέσεις.
Τώρα αποδεικνύεται πόσο λανθασμένη ήταν
αυτή η προσέγγιση, καθώς πλέον η Ελλάδα βρίσκεται αποδυναμωμένη απέναντι
σε μια επιθετική και ανεξέλεγκτη Τουρκία, που ανοίγει μέτωπα πότε με
τις ΗΠΑ, πότε με την Μόσχα, πότε με το Ισραήλ και μόνιμα πλέον με τις
Βρυξέλλες.
Η ελπίδα του Αλ. Τσίπρα ήταν να υπάρξει
πρόοδος στο Κυπριακό το οποίο θα απελευθέρωνε την «αγαθή» δυναμική και
θα οδηγούσε σε κλίμα συνεννόησης και για τα ελληνοτουρκικά.
Οι προσδοκίες αυτές διαψευσθήκαν
πανηγυρικά, καθώς ο Ακιντζι έδειξε ότι δεν είχε την εξουσιοδότηση της
Άγκυρας ώστε να διαπραγματευθεί ουσιαστικά. Η Άγκυρα αντιμετωπίζει το
Κυπριακό ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας και θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι
θα δεχθεί λύση του Κυπριακού μόνο εάν αυτή της εξασφαλίζει πρόσβαση και
έμμεσο έλεγχο όχι μόνο στο τουρκοκυπριακό αλλά και στο ελληνοκυπριακό
συνιστώ κρατίδιο. Αυτός είναι ο «μπούσουλας» βάσει του οποίου
διαμορφώνεται η τουρκική πολιτική στο κυπριακό.
Η αμηχανία του Μεγάρου Μαξίμου,
αποτυπώθηκε και στην ατυχή δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου Δ.
Τζανακόπουλου για τις δηλώσεις Ερντογάν, περί αλλαγής της Συνθήκης της
Λωζάνης, που φοβικά και για να μην ενοχληθεί η τουρκική Προεδρία, δήλωσε
ότι δεν υπάρχουν δηλώσεις αλλά μόνο δημοσιεύματα, την ώρα που όλα τα
ελληνικά κανάλια είχαν παίξει υποτιτλισμένες μάλιστα τις δηλώσεις
Ερντογάν.
Και έτσι η επίσημη απάντηση αφέθηκε στο
ΥΠΕΞ αρκετές ώρες αργότερα. Οι δικαιολογίες ότι υπάρχει μοίρασμα ρόλων,
με τον κ. Τσίπρα και το Μέγαρο Μαξίμου να έχουν τον ρόλο του «καλού» και
ο ρόλος του «κακού» να είχε ανατεθεί στον κ. Πρ. Παυλόπουλο και τον
Νίκο Κοτζιά, δεν ευσταθούν.
Ο Νίκος Κοτζιάς πάντως στο Κυπριακό
κράτησε μια προσεκτική στάση που διευκόλυνε ιδιαίτερα την Αθήνα και την
Λευκωσία, καθώς με εξαντλητικό τρόπο ανέλυσε γιατί δεν μπορεί να γίνει
αποδεκτή η συνέχιση των εγγυήσεων και η παρουσία κατοχικού Στρατού στην
Κύπρο. Έτσι απέφυγε η Αθήνα να εμπλακεί σε διαδικασίες τύπου
Μπουργκενστοκ που θα διαπραγματεύονταν και η ίδια κι άλλα θέματα εκτός
των Εγγυήσεων και θα συνέπραττε σε μια άτυπη τετραμερή που ακυρώνει την
υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σε ότι αφορά την συνάντηση Τσίπρα
-Ερντογάν, αυτή θα είναι πλέον χρήσιμη μόνο με την… ακύρωσή της από την
τουρκική πλευρά, ώστε έτσι η Αθήνα και η Λευκωσία να επιρρίψουν την
ευθύνη για το αδιέξοδο στην τούρκικη στάση που αρνείται την συνεννόηση.
Διαφορετικά αυτή η συνάντηση, ελάχιστα θα προσφέρει στο Κυπριακό, καθώς θα καταλήξει σε αδιέξοδο (η Τουρκία θέλει Πενταμερή
που θα συζητήσει και άλλες εκκρεμότητες, το φρεσκάρισμα των Εγγυήσεων
και πολυετή «μεταβατική» περίοδο παραμονής τουρκικής στρατιωτικής
δύναμης στο νησί),δημιουργώντας νέο κύκλο εντάσεων.
Με την συνάντηση των δυο ηγετών να
προγραμματίζεται για τις αρχές Δεκέμβριου, εκ των πραγμάτων η συζήτηση
θα οδηγηθεί και στο μέιζον θέμα του μεταναστευτικού, όπου οι
διαβεβαιώσεις στήριξης της Τουρκίας στην Ευρώπη από τον κ. Τσίπρα έχουν
ελάχιστη αξία για τον Ταγίπ Ερντογάν που είναι σε τροχιά καθαρής
σύγκρουσης με την Ευρώπη. Καθώς μάλιστα δεν αναμένεται να υπάρξει κίνηση
από τους ευρωπαίους ηγέτες στην Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου για την
απελευθέρωση της βίζας για τους τούρκους πολίτες και ενώ το
ευρωκοινοβούλιο τάσσεται υπερ. της διακοπής των ενταξιακών
διαπραγματεύσεων, είναι προφανές ότι πλέον για το επόμενο διάστημα δεν
υφίσταται «ευρωπαϊκό χαλινάρι» για την Τουρκία.
Την ίδια στιγμή ο κ. Τσίπρας είναι
υποχρεωμένος να χειρισθεί και το θέμα των ελληνοαλβανικών σχέσεων,
ενόψει μεθοδεύσεων ευρωπαϊκών χωρών να δοθεί στην Αλβανία ημερομηνία
έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Αυτό το νόημα είχε η προειδοποίηση
προς τον κ. Ράμα ότι η εθνικιστική ρητορική υπονομεύει το κλίμα
εμπιστοσύνης και ότι τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας είναι
κορυφαίο ζήτημα των διμερών σχέσεων και των σχέσεων της Αλβανίας με την
Ε.Ε.
Ο κ. Ράμα με τον γνωστό τρόπο επιχείρησε να θολώσει τα νερά στην συνέντευξη του στον ΣΚΑΙ δηλώνοντας ότι η «Μεγάλη Αλβανία» είναι «Ευρωπαϊκή Αλβανία» υιοθετώντας την γνωστή επιχειρηματολογία και του προκάτοχου του Σ. Μπερισα, ότι το ευρωπαϊκό πλαίσιο θα συμβάλλει ώστε να υπάρξει ενοποίηση των αλβανικών πληθυσμών και μειονοτήτων σε όλα τα βαλκάνια (περιλαμβανομένης και της Ελλάδας).
Ο κ. Ράμα απέρριψε τις ελληνικές
διαμαρτυρίες για την επιχείρηση αφελληνισμού της Χειμάρρας δηλώνοντας
ότι η κατεδάφισή των σπιτιών των Ελλήνων μειονοτικών γίνεται στο πλαίσιο
σχεδίων ανάπλασης των αλβανικών πόλεων, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι
ο κ. Ράμα εκμεταλλεύεται τους λανθασμένους χειρισμούς που έγιναν το
προηγούμενο διάστημα και ζητά συζήτηση υπό μορφή «πακέτου» όλων των
εκκρεμών προβλημάτων , στα οποία οι Αλβανοί συμπεριλαμβάνουν και το θέμα
των Τσάμηδων και τα εκπαιδευτικά θέματα των Αλβανών λαθρομεταναστών στην
Ελλάδα…
Με δεδομένο ότι οι εκλογές του
Δεκεμβρίου στην Βαρντάρσκα θα δρομολογήσουν εξελίξεις και θα επαναφέρουν τις
πιέσεις για λύση του θέματος της ονομασίας συμπληρώνεται το εκρηκτικό
σκηνικό…
Και δυστυχώς η αντίδραση της κυβέρνησης εξαντλείται στο θεμελιώδες( λενινιστικό) ερώτημα προσαρμοσμένο στα ελληνικά δεδομένα:
«Και τώρα τι κάνουμε;»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου