Τα αρχαία υφάσματα προέκυπταν από τις βασικές πρώτες ύλες, ζωικές, φυτικές ή και μεταλλικές, με κυριότερες το μαλλί, το λινάρι και το μετάξι. Για την ύφανση των πρώτων αυτών υλών χρησιμοποιούνταν ο κάθετος αργαλειός με βάρη.
Τα υφάσματα που προέκυπταν, ανάλογα με το είδος του ενδύματος για το οποίο προορίζονταν, ράβονταν με ραφίδες ή βελόνες, χάλκινες, σιδερένιες ή οστέινες.
Σε αντίθεση με τη μινωική και τη μυκηναϊκή εποχή κατά τη διάρκεια των οποίων για την παραγωγή των ρούχων απαιτούνταν ειδικό ράψιμο και...
κόψιμο, από την αρχαϊκή εποχή και εξής τα ενδύματα είχαν ως βάση τους ένα ύφασμα σε ορθογώνιο σχήμα, έτσι όπως αυτό έβγαινε από τον αργαλειό ή άλλοτε περισσότερα κομμάτια ραμμένα μαζί.
Οι βασικοί τύποι των ελληνικών ενδυμάτων
παρέμειναν ίδιοι για πάρα πολλούς αιώνες. Λόγω της απλής βασικής τους
μορφής μπορούσαν να διαφοροποιηθούν εύκολα ως προς το διάκοσμο ή τον
τρόπο που ήταν διπλωμένα ή ζωσμένα ανάλογα με τη μόδα της εποχής.
Τεχνικές κατασκευής
Οι βασικοί τύποι των αρχαίων ενδυμάτων ήταν οι εξής:
Πέπλος
Ο μάλλινος πέπλος,γυναικείο
ένδυμα, διαμορφώνονταν μέσα από ένα ορθογώνιο ύφασμα το οποίο δεν
χρειαζόταν καν να ραφτεί. Το ύφασμα διπλωνόταν στο ένα τρίτο περίπου του
ύψους του μία φορά προς τα έξω σχηματίζοντας έτσι έναν υφασμάτινο όγκο,
το απόπτυγμα, που έπεφτε
προς τα έξω στην πλάτη και το στήθος. Η κλειστή πλευρά του υφάσματος
βρισκόταν συνήθως στην αριστερή πλευρά του σώματος. Με πόρπες και
περόνες καρφιτσώνονταν η επάνω παρυφή του υφάσματος με τέτοιο τρόπο ώστε
να δημιουργείται άνοιγμα για το λαιμό και το δεξιό βραχίονα. Στην
αριστερή του πλευρά ο πέπλος είχε δύο παρυφές κάτω και τέσσερις επάνω
στο ύψος του αποπτύγματος, το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως
κάλυμμα κεφαλής. Ο πέπλος μπορούσε να φορεθεί επάνω από το χιτώνα.
Χιτώνας
Άλλος βασικός τύπος ενδύματος ήταν ο χιτώνας ο οποίος φοριόταν τόσο από άντρες, όσο και από γυναίκες και ήταν λινός. Και εδώ το αρχικό σχήμα του υφάσματος ήταν σωληνοειδές, συνήθως όμως χωρίς απόπτυγμα. Τα σημεία στο ύφασμα που ράβονταν, ήταν οι μακριές πλευρές καθώς και οι ώμοι. Έτσι ο χιτώνας σχημάτιζε μανίκια, τις χειρίδες, που ήταν κοντές και έφεραν κομβία. Ο χιτώνας με μανίκια ονομάζονταν χειριδωτός.
Διακρίνονται δύο είδη του αρχαίου χιτώνα: ο
ένας, ο φαρδύς, ήταν ραμμένος στην επάνω παρυφή, αφήνοντας ανοίγματα για
το κεφάλι και τους βραχίονες ή ήταν κλεισμένος με μία σειρά από μικρά
κουμπιά (εικ. 11). Ο στενός χιτώνας απ’ την άλλη ήταν εντελώς κλειστός
στην επάνω πλευρά, με εξαίρεση το άνοιγμα για το κεφάλι, ενώ τα
ανοίγματα για τους βραχίονες βρίσκονταν στο επάνω μέρος των πλαϊνών
πλευρών.
Εάν τραβήξει κανείς στον φαρδύ χιτώνα το
ύφασμα στο ύψος της μασχάλης προς τα επάνω, τότε δημιουργούνται ανάλογα
με το φάρδος μεγάλα ή μικρά ανοίγματα που μοιάζουν με χειρίδες τα οποία
στην επάνω πλευρά φέρουν ραφή ή σειρά κουμπιών. Στο στενό χιτώνα από την
άλλη οι χειρίδες έπρεπε να ραφτούν ξεχωριστά.
Ο πέπλος και ο χιτώνας φοριόταν συχνά με
ζώνη στη μέση. Οι γυναίκες μάζευαν αρκετό ύφασμα του χιτώνα πίσω, το
οποίο έπεφτε πάλι προς τα κάτω σχηματίζοντας τον κόλπο. Στον κοντό
αντρικό χιτώνα ένα τμήμα του υφάσματος περνούσε κάτω από το καβάλο από
πίσω προς τα μπρος και κατόπιν στερεώνονταν στη ζώνη ώστε να
σχηματίζεται κάτι σαν σόρτς. Ο χιτώνας όταν δεν ζώνονταν ονομάζονταν ορθοστάδιος, ενώ εάν έφτανε ως τα πέλματα ονομάζοντανποδήρης.
Ο χιτώνας φοριόταν και από τους άντρες, ενώ αργότερα τον φορούσαν
ηλικιωμένοι, ιερείς και στις γιορτές. Στην καθημερινή ζωή προτιμούσαν
τον κοντό χιτώνα καθώς προσέφερε ελευθερία κινήσεων, ιδίως για τους
οπλίτες και τους κυνηγούς. Ένα είδος χιτώνα ήταν ο ετερομάσχαλος ή εξωμίς με ακάλυπτο τον ένα ώμο, ρούχο που φοριόταν κυρίως από τους χειρωνάκτες.
Ιμάτιο
Χαρακτηριστικό ένδυμα της αρχαϊκής περιόδου ήταν και το λεγόμενο λοξό ιμάτιο
από το 700 π.Χ. περίπου και εξής, γνωστό από τις αρχαϊκές Κόρες της
Ακρόπολης. Το ιμάτιο ήταν ένα μακρύ ύφασμα που το περνούσαν κάτω από την
αριστερή μασχάλη, το τύλιγαν γύρω από το στήθος και την πλάτη και το
κούμπωναν πάνω από το δεξιό βραχίονα. Από την άλλη πλευρά έπεφτε ανοιχτό
προς τα κάτω.
Το ιμάτιο μπορούσε επίσης να στερεώνεται συμμετρικά και να πέφτει ελεύθερο στην πλάτη, με τις δύο άκρες του που περνούσαν πάνω από τους ώμους προς τα εμπρός, να κρέμονται προς τα κάτω ή πάλι να τυλίγεται γύρω από τους γοφούς ή να καλύπτει τους γοφούς και η μία άκρη του να περνά επάνω από την πλάτη στον αριστερό ώμο και να πέφτει ελεύθερα προς τα μπρος. Το ιμάτιο φοριόταν από άντρες και γυναίκες.
Χλαμύδα
Η χλαμύδα ήταν αποκλειστικά ανδρικό ρούχο. Συνήθως ήταν πιο κοντή από το ιμάτιο. Το ύφασμα διπλωνόταν μία φορά καθέτως και στερεωνόταν στο δεξιό ώμο με πόρπη ή περόνη, ώστε να καλύπτεται ο αριστερός βραχίονας από την κλειστή πλευρά του υφάσματος, με το δεξιό τελείως ακάλυπτο. Η χλαμύδα ήταν περισσότερο ένδυμα των εφήβων, των ταξιδιωτών και των στρατιωτών.
Παρ’ ότι η υφαντική ήταν μία βασική οικιακή
δραστηριότητα, δεν έλειπαν και τα διάφορα εργαστήρια υφαντουργίας που
παρήγαγαν πολυτελή υφάσματα, σε διάφορα χρώματα, αλλά και διακοσμημένα
με περίτεχνα σχέδια. Ονομαστά ήταν για παράδειγμα τα διάφανα υφάσματα
της Λακωνίας και του Τάραντα, τα πολυτελή της Κορίνθου, των Μεγάρων και
της Μιλήτου.
Σε ορισμένες αρχαίες πόλεις υπήρχαν
απαγορεύσεις σχετικά με το είδος των ενδυμάτων που έπρεπε να φοριούνται.
Για παράδειγμα στις Συρακούσες μόνο οι εταίρες μπορούσαν να φορούν
πολύχρωμα ρούχα. Ο Σόλων στην Αθήνα επέτρεπε η νύφη να έχει μέχρι τρία
ενδύματα στην προίκα της, ενώ αυστηροί ήταν επίσης και οι κανονισμοί
διαφόρων ιερών σε σχέση με την ενδυμασία.
Σε κάποιες περιπτώσεις η ελληνική ενδυμασία
δεχόταν τις διάφορες επιδράσεις των βαρβαρικών ενδυμάτων, όπως συμβαίνει
για παράδειγμα με τον κάνδυ στις απεικονίσεις του 5ου αι. στην Αθήνα,
το μακρύ επανωφόρι με τις μακρές χειρίδες.
Στη Σπάρτη τα πολύχρωμα ρούχα ήταν
χαρακτηριστικά των εταίρων, ενώ οι οπλίτες πολεμούσαν με πορφυρούς
χιτώνες. Στη Βραυρώνα πάλι τα κορίτσια φορούσαν κροκωτούς χιτώνες, οι
μέτοικοι στα Παναθήναια φορούσαν πορφυρά και οι Αθηναίοι λευκά. Οι
ιερείς και οι ιέρειες φορούσαν συνήθως άζωστο χιτώνα και κάποτε από πάνω
επενδύτη με πλούσια διακόσμηση, ρούχα λευκά, σπάνια πορφυρά. Οι
Ελλανοδίκες στην Ολυμπία επίσης φορούσαν πορφυρά και στα Νέμεα σκούρα.
Στις κηδείες φορούσαν μαύρο αλλά και χρώματα σκούρα, ενώ αντίθετα στο
Άργος φορούσαν λευκά. Γενικότερα στην καθημερινή ζωή τα ενδύματα ήταν
απλούστερα, γεγονός που εξαρτιόταν βέβαια και από το επάγγελμα. Οι
χειρωνάκτες, οι άνθρωποι της υπαίθρου και οι δούλοι φορούσαν τηνεξωμίδα, οι αγρότες από πάνω φορούσαν τηνκατωνάκη με χοντρό μαλλί με παρυφή από προβιά, οι αλιείς τονφορμό από πλεκτή ψάθα και οι βοσκοί τη διφθέρα.
Βιβλιογραφία
- Blanck H., Εισαγωγή στην Ιδιωτική Ζωή των Αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004.
- Pekridou Gorecki A., Mode in der Antike, 1989.
Αρχαία καλύμματα κεφαλής
Περιγραφή- Τεχνικές κατασκευής
Ο απλούστερος τύπος καλύμματος κεφαλής για
τον ήλιο και τη σκόνη, ήταν το να τραβά κανείς το ιμάτιό του επάνω από
το κεφάλι του. Σε ταξίδια και περιπάτους φορούσαν συνήθως ένα τσόχινο,
πλατύγυρο καπέλο, κατά κανόνα ημισφαιρικού σχήματος, το λεγόμενο πέτασο.
Ο πίλος
ήταν ένα κωνικό κάλυμμα χωρίς γείσο τον οποίο φορούσαν συνήθως οι
τεχνίτες στη δουλειά. Στη Μακεδονία ήταν συνήθης ο πλατύς, επίπεδος
σκούφος, η καυσία που αποτελούσε μέρος της εθνικής ενδυμασίας. Η καυσία στην υπόλοιπη Ελλάδα ήταν κάλυμμα των ναυτικών, των αγοριών και των απλών εργατών.
Ο πόλος,
από ψάθα, ήταν ψηλό, κυλινδρικό κόσμημα κεφαλής μάλλον ανοιχτό από
πάνω. Στην ελληνιστική περίοδο, συνηθισμένη ήταν η λεγόμενη θολία, επίπεδο στρογγυλό καπέλο με μικρό, κεντρικό, κωνικό σχήμα. Ημίτρα
τέλος ήταν είδος υφασμάτινου σκούφου που απαντάται σε πολλές παραλλαγές
και είτε σκέπαζε όλα τα μαλλιά, είτε άφηνε ελεύθερο ένα μέρος του
κότσου.
Βιβλιογραφία
Blanck H., Εισαγωγή στην Ιδιωτική Ζωή των Αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004.
Προτεινόμενη Δραστηριότητα
Οδηγίες για το πως να φτιάξεις έναν πέπλο:
- Χρειάζεσαι ένα μεγάλο κομμάτι ύφασμα. Το μάκρος του πρέπει να είναι αρκετά μεγαλύτερο απ’ ότι το ύψος σου. Επίσης, όταν θα το διπλώνεις στα δύο πρέπει να φτάνει από τον έναν αγκώνα σου στον άλλον. Δίπλωσέ το στο σημείο που δείχνει το σκίτσο.
- Τύλιξέ το γύρω σου και καρφίτσωσέ το στους ώμους με δύο παραμάνες.
- Δέσε μια ζώνη γύρω από τη μέση σου και τράβα λίγο το ύφασμα ώστε να φαίνεται χαλαρό. Ο πέπλος σου είναι έτοιμος!
Οδηγίες για το πως θα φτιάξεις ένα χιτώνα:
- Το μάκρος του υφάσματος πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο με το ύψος σου. Όταν το διπλώσεις στα δύο πρέπει να φτάνει από τη μία άκρη του ενός χεριού στην άλλη άκρη του άλλου χεριού.
- Ράψε το πλάι του υφάσματος όπως δείχνει το σκίτσο. Ράψε το ύφασμα ώστε να μην ανοίγει. Μην ξεχάσεις να αφήσεις ανοίγματα για το κεφάλι και τα χέρια. Φόρεσε τον χιτώνα.
- Δέσε μια ζώνη γύρω από τη μέση και τράβα λίγο το ύφασμα ώστε να «πέφτει» ελαφρώς. Ο χιτώνας σου είναι έτοιμος!
Αρχαία Υποδήματα
Γενική εισαγωγή
Η αρχαία αγγειογραφία, καθώς και οι σχετικές
πηγές μας παρέχουν ένα πλήθος πληροφοριών σχετικά με τα υποδήματα των
αρχαίων Ελλήνων. Η ποικιλία μάλιστα των αρχαίων υποδημάτων φανερώνει τις
ποικίλες τεχνικές γνώσεις που προφανώς κατείχαν οι αρχαίοι
υποδηματοποιοί για την κατασκευή όλων αυτών των παπουτσιών.
Για το σύνολο των αρχαίων υποδημάτων
κυρίαρχη πρώτη ύλη υπήρξε το δέρμα. Γνωρίζουμε σχετικά ότι συχνά το
δέρμα ήταν εισαγόμενο προϊόν, όπως μάλιστα κατά περιπτώσεις και τα ίδια
τα υποδήματα.
Χοντρικά τα βασικά είδη υποδημάτων της αρχαιότητας ήταν: τα σανδάλια, αποτελούμενα από τη σόλα η οποία συγκρατούνταν με ιμάντες στο πόδι, τα καθαυτό υποδήματα που κάλυπταν το πόδι μέχρι τον αστράγαλο και οι μπότες που κάλυπταν το πόδι μαζί με την κνήμη. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους βασικούς τύπους υπήρχαν ενδιάμεσα σχέδια σε μεγάλη ποικιλία.
Περιγραφή- Τεχνικές κατασκευής
Αναλυτικότερα, τα υποδήματα των αρχαίων Ελλήνων ήταν
τα εξής:
- οι κνημίδες, υφασμάτινες, δερμάτινες ή μεταλλικές
- τα «κλειστά» υποδήματα
- μπότες, οι λεγόμενες ενδρομίδες ή εμβάδες
- τα περιμήρια που κάλυπταν τους μηρούς των πολεμιστών
- τα σανδάλια
- οι κόθορνοι
- οι κρηπίδες
Γενικά οι τύποι των υποδημάτων αυτών όπως παρουσιάζονται στην αγγειογραφία, διαθέτουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη διακόσμηση και τα μοτίβα που φέρουν. Από τον Αλκαίο και τη Σαπφώ αναφέρονται υποδήματα από τους Σκύθες και σανδάλια από τη Λυδία.
Σε γενικές γραμμές οι αρχαίοι σπάνια φορούσαν κλειστά υποδήματα. Προτιμούσαν τασανδάλια, καθώς σκοπός τους ήταν η προστασία από το έδαφος και η διατήρηση των ποδιών καθαρών. Τα σανδάλια
ήταν επίσης ο συνηθέστερος τύπος υποδημάτων τα οποία φορούσαν οι
γυναίκες οι οποίες περνούσαν και τις περισσότερες ώρες τους στο σπίτι.
Τα ελληνικά σανδάλια διέφεραν από τα αρχαία αιγυπτιακά ως προς το ότι τα
ελληνικά διέθεταν ένα πλήθος από λουρίδες με τις οποίες στερεώνονταν με
ασφάλεια στο πόδι. Οι πλούσιοι ήταν αυτοί που φορούσαν δερμάτινα
σανδάλια, ενώ οι φτωχοί φορούσαν αυτά με τους ξύλινους πάτους. Το επάνω
μέρος των σανδαλιών ήταν συνήθως από δέρμα χρωματιστό, πιθανόν από αίγα.
Οι σόλες ήταν από δέρμα βοοειδών και μάλιστα καλύτερης ποιότητας και
αποτελούνταν από πολλές στρώσεις. Οι πηγές αναφέρουν ότι πλούσιοι
πολίτες, όπως ο Αλκιβιάδης και ο Ιφικράτης δημιουργούσαν μόδα με τα
σανδάλια τους, καθώς και ότι συχνά οι δούλοι κουβαλούσαν τα υποδήματα
των κυρίων τους.
Η κρηπίς ήταν ένα υπόδημα κάτι ανάμεσα στο σανδάλι και το χαμηλό παπούτσι και αναφέρεται ότι φοριόταν από τους στρατιώτες. Διέθετε καρφιά και θεωρούνταν ένα σχετικά «άξεστο» υπόδημα. Ενδιάμεσος τύπος ανάμεσα σε σανδάλι και κλειστό υπόδημα, δεν κάλυπτε τελείως το πόδι και αποτελούνταν από ιμάντες που ανεβαίνουν ψηλά στη γάμπα (13β). Τη φορούσαν κυρίως οι στρατιώτες, οι κυνηγοί και οι οδοιπόροι, συχνά πάνω από τις κάλτσες.
Ο κόθορνος
φοριόταν συχνά από γυναίκες και άνδρες. Ήταν ένα κλειστό υπόδημα χωρίς
σόλα, που περνούσε πάνω από τον αστράγαλο, φτιαγμένο από τόσο μαλακό
δέρμα που ταίριαζε και στα δύο πόδια (13γ Blanck/21). Ο κόθορνος ανήκε
επίσης και στην ενδυμασία των τραγικών ηθοποιών. Θεωρούνταν μάλιστα ως
το υπόδημα που ανακαλύφθηκε από τον Αισχύλο για την αύξηση του ύψους των
θεών στις θεατρικές παραστάσεις, καθώς διέθετε υψηλή σόλα.
Η ενδρομίς ή εμβάς
ήταν μία μπότα που φοριόταν κυρίως στο κυνήγι ή από τους ιππείς,
ανοιχτή στα πλάγια μέχρι κάτω και με ιμάντες για να κλείνει (13θ). Οι
ιππείς φορούσαν συχνά μία μπότα το επάνω τμήμα της οποίας γύριζε προς τα
έξω. Ήταν κατασκευασμένη συνήθως από δορά και προερχόταν πιθανόν από τη
Θράκη (13ζ).
Άλλα υποδήματα ήταν το blaution το οποίο φοριόταν στα δείπνα.
Το απλό παπούτσι, το κarabatine, αποτελούνταν από ακατέργαστο δέρμα τυλιγμένο γύρω από το πόδι, ένα υπόδημα κυρίως για τους φτωχούς και τους αγρότες.
Η baucis ήταν ένα κομψό γυναικείο υπόδημα.
Το κοινό υπόδημα ήταν μαύρο στο χρώμα και
καθαρίζονταν από ένα σφουγγάρι. Τα χρωματιστά κόκκινα, κίτρινα ή λευκά
υποδήματα φοριόταν από άντρες και γυναίκες παράλληλα. Σόλες από φελλό ή
τσόχα φοριόταν μόνο από εταίρες. Στα δείπνα οι συμμετέχοντες έβγαζαν τα
υποδήματά τους.
Σχετικές απεικονίσεις
Σε μία κύλικα του 6ου
αιώνα απεικονίζεται υποδηματοποιός που χρησιμοποιεί μαχαίρι σε σχήμα
μισοφέγγαρου. Στους τοίχους κρέμονται καλαπόδια καθώς και ένα ακόμη
μαχαίρι. Σε έναν αμφορέα της ίδιας εποχής απεικονίζεται στο
υποδηματοποιείο ο πελάτης να στέκεται όρθιος επάνω στον πάγκο εργασίας
του τεχνίτη, πατώντας πάνω στο δέρμα στο οποίο αποτυπώνεται το
περίγραμμα του ποδιού του για να κοπεί η σόλα στο νούμερό του. Ραβδιά
για μέτρημα χρησιμοποιούνταν από τότε, όπως και σήμερα.
Ως προς την αξία των υποδημάτων ο Λυσίας
αναφέρει ότι οκτώ μνες το χρόνο ήταν υπερβολικό ποσό για ρούχα,
παπούτσια, πλύσιμο και κούρεμα για δύο μικρά αγόρια και ένα κοριτσάκι. Ο
Αριστοφάνης θεωρεί 8 δραχμές πολλά λεφτά για ένα ζευγάρι σανδάλια.
Βιβλιογραφία
- Blanck H., Εισαγωγή στην Ιδιωτική Ζωή των Αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004.
Αρχαίο Υποδηματοποιείο
5ος αιώνας π.Χ. – Αρχαία Αγορά Αθήνας
Γενική εισαγωγή
Ο κλάδος της υποδηματοποιίας είναι ένας
βιοτεχνικός κλάδος για τον οποίο έχουν έρθει στο φως ικανοποιητικά
στοιχεία. Στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας, κοντά στη Θόλο, εντοπίστηκε ένα
μικρό σπίτι του 5ου αιώνα με εργαστήριο υποδηματοποιίας.
Περιγραφή
Στο εσωτερικό της κατοικίας ήρθαν στο φως
πλήθος από πολλά σιδερένια πλατυκέφαλα καρφιά, καθώς και πολλά οστέινα
καψούλια για κορδόνια. Στο δρόμο μάλιστα έξω από το σπίτι βρέθηκε η βάση
μίας μελαμβαφούς κύλικας με την επιγραφή “Σίμωνος”, γεγονός που οδήγησε
τους ανασκαφείς στο συμπέρασμα πώς ίσως επρόκειτο για το
υποδηματοποιείο του Σίμωνα, τον οποίο γνωρίζουμε από τον Ξενοφώντα ότι
συναντούσε ο Σωκράτης στο υποδηματοποιείο του κοντά στην πλατεία.
Ο Ξενοφώντας περιγράφει επίσης ένα μεγάλο
υποδηματοποιείο γράφοντας “‘Άλλος φτιάχνει υποδήματα ανδρών. Άλλος
γυναικών. Και υπάρχουν τεχνίτες που κερδίζουν τα προς το ζην, άλλος
ράβοντας υποδήματα με κλωστές από νεύρα ζώων, άλλος κόβοντας τα δέρματα,
άλλος ράβοντας τα πάνω μέρη των υποδημάτων, ενώ άλλος δεν κάνει καμία
από τις παραπάνω εργασίες, αλλά μόνο συνδέει τα μέρη μεταξύ τους” (σημ.
135).
Βιβλιογραφία
Camp. J., Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας, Οι ανασκαφές στην καρδιά της κλασσικής πόλης, 2004, (μτφρ. Μ. Κλέωπα).
Πηγές
Σίμων ο Αθηναίος, υποδηματοποιός. Αυτός,
όταν ο Σωκράτης ερχόταν στο εργαστήριό του, και συζητούσε με κάποιον,
κατέγραφε όσα μπορούσε να θυμηθεί. Έτσι αυτοί οι διάλογοι ονομάζονται
“Σκυτικοί” (δηλαδή του υποδηματοποιού)
Διογένης Λαέρτιος (σημ. 133)
Αρχαίο Ανάγλυφο με παράσταση υποδηματοποιείου
4ος αιώνας π.Χ.
Γενική εισαγωγή
Το ανάγλυφο αυτό αφιερώθηκε από τον υποδηματοποιό Διονύσιο στον ήρωα Καλλιστέφανο στο α΄ μισό του 4ου αιώνα π.Χ.
Περιγραφή
Το ανάγλυφο απεικονίζει μία σκηνή μέσα από
το υποδηματοποιείο. Στο δεξιό τμήμα του αναγλύφου διακρίνονται δύο
μορφές που εργάζονται πίσω από ένα πάγκο και δίπλα σ’ αυτές είναι
καθισμένος κατ’ ενώπιον ένας νέος άνδρας που εργάζεται πάνω σ’ ένα
σανδάλι. Στο αριστερό άκρο της παράστασης ένας ηλικιωμένος φαλακρός,
γενειοφόρος άνδρας σηκώνει το χέρι του προς το δοκάρι που διατρέχει το
ανάγλυφο στην επάνω πλευρά στο οποίο απεικονίζονται πολλά σανδάλια
κρεμασμένα σε καρφιά. Στα πόδια του ηλικιωμένου άνδρα κάθεται ένα μικρό
αγόρι που κόβει λωρίδες από δέρμα.
Η παράσταση λοιπόν απεικονίζει τρεις γενιές
ανθρώπων να εργάζονται σ’ ένα μικρό εργαστήριο υποδηματοποιίας. Κάτω από
το ανάγλυφο υπάρχει αναθηματική επιγραφή
ο Διονύσιος ο υποδηματοποιός, γιος του [?]ωνος, και τα παιδιά του το αφιερώνουν στον ήρωα Καλλιστέφανον”.
Βιβλιογραφία
- CampM. J., Η Αγορά της Αρχαίας Αθήνας. Οι ανασκαφές στην καρδιά της κλασσικής πόλης, 2004 (μτφρ. Μ. Κλεώπα).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου