Καταρχήν να αναφέρουμε απλώς το στο θέμα της ασφάλειας, δεν χρειάζονται πίνακες κι αναλύσεις. Η εποίκηση της χώρας αρχικά από ΑλβανοΡωσοτσετσένους, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η ανεξέλεγκτη εισβολή της «αφρόκρεμας» από Ασία-Αφρική καθώς και η ανοχή στην εγκληματικότητα των εγχώριων «ευπαθών» ομάδων, έχουνε καταστήσει απροσπέλαστους τους δρόμους των κέντρων και των πάρκων στις πόλεις κι έκλεισαν τους πολίτες στα σπίτια τους. Όποιος έχει παιδί δεν τολμάει να το αφήσει να βγει μόνο του και σταυροκοπιέται για να γυρίσει ζωντανό από το φροντιστήριο ή τη σχολή που σπουδάζει....
Και πάμε στα θέματα της «δωρεάν» Υγείας και Εκπαίδευσης:
Καί οι δύο τομείς είναι τόσο υποβαθμισμένοι, ώστε οι Έλληνες ξαναπληρώνουνε από την τσέπη τους για να έχουνε αξιοπρεπείς ιατρικές υπηρεσίες και στοιχειώδη εκπαίδευση για τα τέκνα τους.
Βαθιά το χέρι στην τσέπη για την Υγεία
Όλο και λιγότερο... δημόσια φαίνεται να είναι η
δημόσια υγεία, καθώς τα νοικοκυριά στην Ελλάδα αναγκάζονται να βάζουν
βαθιά το χέρι στην τσέπη για να απολαμβάνουν το εν λόγω αγαθό. Η
επιβάρυνση αυτή, μάλιστα, είναι ακόμη πιο οδυνηρή δεδομένης της μείωσης
του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος την τελευταία επταετία. Σύμφωνα με
την Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) για το έτος 2017 που
δημοσιοποίησε, χθες, η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), τα ελληνικά
νοικοκυριά δαπάνησαν πέρυσι το 7,3% –κατά μέσον όρο– της μέσης μηνιαίας
δαπάνης για υπηρεσίες υγείας, ποσοστό που μεταφράζεται σε 102,44 ευρώ
(σε σταθερές τιμές). Oπως η ίδια η ΕΛΣΤΑΤ επισημαίνει, η Ελλάδα με το
ποσοστό αυτό, το 7,3% και ακολούθως η Βουλγαρία (7,1%) καταγράφουν τη
μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την Υγεία μεταξύ των χωρών στην Ευρώπη.
Τι συμβαίνει σε δυτικοευρωπαϊκά κράτη με κυβερνήσεις που κάθε άλλο παρά
«αριστερό» προφίλ έχουν; Ενδεικτικά, στο Ηνωμένο Βασίλειο το ποσοστό της
ιδιωτικής δαπάνης για την Υγεία είναι 1%, στην Ισπανία 3,4%, στην
Ιταλία 4,8%.
Η επιβάρυνση είναι ακόμη μεγαλύτερη, ως ποσοστό, για τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά και ειδικά στην περίπτωση που αυτά αποτελούνται από συνταξιούχους, καθώς βεβαίως και στον χαρακτηριζόμενο φτωχό πληθυσμό, τα νοικοκυριά, δηλαδή, που οι δαπάνες τους ετησίως διαμορφώνονται σε επίπεδα κάτω των 4.878,86 ευρώ (κατώφλι κινδύνου φτώχειας). Συγκεκριμένα, στα νοικοκυριά που αποτελούνται από ένα μόνο άτομο ηλικίας άνω των 65 ετών, οι ιδιωτικές δαπάνες για την Υγεία αντιστοιχούν στο 13,4% της μέσης μηνιαίας δαπάνης, ενώ στην περίπτωση των φτωχών νοικοκυριών το αντίστοιχο ποσοστό είναι 8,5%. Πρόκειται για νοικοκυριά που έχουν χαμηλό εισόδημα και ταυτόχρονα περιλαμβάνουν μέλη ηλικιωμένα, με χαμηλή σύνταξη, ή/και ανασφάλιστους. To 2008, πριν η Ελλάδα εισέλθει σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, το οποίο οδήγησε αφενός σε μείωση των δημοσίων δαπανών Υγείας και αφετέρου σε μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, το μέσο ποσοστό ιδιωτικών δαπανών που έδιναν τα ελληνικά νοικοκυριά ήταν αρκετά χαμηλότερο, 6,7% της μέσης μηνιαίας δαπάνης.
Η συνολική μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 1.414,09 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 1,6% σε σύγκριση με το 2016. Σε πραγματικούς όρους η αύξηση είναι μόλις 0,7%, λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού. Το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών, 20,4%, κατευθύνεται στην αγορά ειδών διατροφής, χαρακτηριστικό στοιχείο της «φτωχοποίησης» της ελληνικής κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι χώρες στην Ευρώπη με το υψηλότερο ποσοστό δαπανών για είδη διατροφής είναι η Βουλγαρία (39,7%), η Σερβία (34%) και η Ελλάδα (20,4%).
Το αντίστοιχο ποσοστό το 2008 στην Ελλάδα ήταν 16,4%, το υψηλότερο και πάλι σε σύγκριση με το μερίδιο που είχαν στις συνολικές δαπάνες άλλα αγαθά και υπηρεσίες, αλλά πολύ χαμηλότερο σε σχέση με σήμερα και με μικρότερη απόκλιση τότε από τις λοιπές κατηγορίες δαπανών. Στα φτωχά νοικοκυριά οι δαπάνες για την αγορά τροφίμων αποτελούν το 31,7% της μέσης μηνιαίας δαπάνης, γεγονός που σημαίνει ότι είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στις όποιες ανατιμήσεις στα τρόφιμα, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν επέλθει κυρίως από τις διαδοχικές αυξήσεις των έμμεσων φόρων.
Το 14,1% της μέσης μηνιαίας δαπάνης αποτελούν οι δαπάνες στέγασης, ακολουθούν οι μεταφορές με μερίδιο 12,9%, οι δαπάνες για ξενοδοχεία - καφέ - εστιατόρια με 10,5%, τα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες με 8,8%, η Υγεία με 7,3%, τα είδη ένδυσης και υπόδησης με 5,8%, τα διαρκή αγαθά με 4,4%, οι δαπάνες για αναψυχή και παρακολούθηση πολιτιστικών γεγονότων με 4,7%, οι επικοινωνίες με 4,2%, τα έξοδα για αγορά οινοπνευματωδών ποτών και προϊόντων καπνού με 3,8% και οι δαπάνες για εκπαίδευση με 3,2%.
Οι μεγαλύτερες περικοπές δαπανών που έχουν κάνει τα νοικοκυριά στην Ελλάδα την περίοδο 2008-2017 αφορούν τα διαρκή αγαθά (π.χ. αυτοκίνητο), με τη μέση μηνιαία δαπάνη να έχει μειωθεί γι’ αυτή την κατηγορία κατά 61,6%. Κατά 56,7% έχουν περικοπεί οι δαπάνες για την αγορά ειδών ένδυσης και υπόδησης, ενώ η μικρότερη –αλλά όχι ασήμαντη– περιστολή δαπανών έγινε στην αγορά τροφίμων, κατά 22,8%.
Η επιβάρυνση είναι ακόμη μεγαλύτερη, ως ποσοστό, για τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά και ειδικά στην περίπτωση που αυτά αποτελούνται από συνταξιούχους, καθώς βεβαίως και στον χαρακτηριζόμενο φτωχό πληθυσμό, τα νοικοκυριά, δηλαδή, που οι δαπάνες τους ετησίως διαμορφώνονται σε επίπεδα κάτω των 4.878,86 ευρώ (κατώφλι κινδύνου φτώχειας). Συγκεκριμένα, στα νοικοκυριά που αποτελούνται από ένα μόνο άτομο ηλικίας άνω των 65 ετών, οι ιδιωτικές δαπάνες για την Υγεία αντιστοιχούν στο 13,4% της μέσης μηνιαίας δαπάνης, ενώ στην περίπτωση των φτωχών νοικοκυριών το αντίστοιχο ποσοστό είναι 8,5%. Πρόκειται για νοικοκυριά που έχουν χαμηλό εισόδημα και ταυτόχρονα περιλαμβάνουν μέλη ηλικιωμένα, με χαμηλή σύνταξη, ή/και ανασφάλιστους. To 2008, πριν η Ελλάδα εισέλθει σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, το οποίο οδήγησε αφενός σε μείωση των δημοσίων δαπανών Υγείας και αφετέρου σε μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, το μέσο ποσοστό ιδιωτικών δαπανών που έδιναν τα ελληνικά νοικοκυριά ήταν αρκετά χαμηλότερο, 6,7% της μέσης μηνιαίας δαπάνης.
Η συνολική μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 1.414,09 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 1,6% σε σύγκριση με το 2016. Σε πραγματικούς όρους η αύξηση είναι μόλις 0,7%, λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού. Το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών, 20,4%, κατευθύνεται στην αγορά ειδών διατροφής, χαρακτηριστικό στοιχείο της «φτωχοποίησης» της ελληνικής κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι χώρες στην Ευρώπη με το υψηλότερο ποσοστό δαπανών για είδη διατροφής είναι η Βουλγαρία (39,7%), η Σερβία (34%) και η Ελλάδα (20,4%).
Το αντίστοιχο ποσοστό το 2008 στην Ελλάδα ήταν 16,4%, το υψηλότερο και πάλι σε σύγκριση με το μερίδιο που είχαν στις συνολικές δαπάνες άλλα αγαθά και υπηρεσίες, αλλά πολύ χαμηλότερο σε σχέση με σήμερα και με μικρότερη απόκλιση τότε από τις λοιπές κατηγορίες δαπανών. Στα φτωχά νοικοκυριά οι δαπάνες για την αγορά τροφίμων αποτελούν το 31,7% της μέσης μηνιαίας δαπάνης, γεγονός που σημαίνει ότι είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στις όποιες ανατιμήσεις στα τρόφιμα, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν επέλθει κυρίως από τις διαδοχικές αυξήσεις των έμμεσων φόρων.
Το 14,1% της μέσης μηνιαίας δαπάνης αποτελούν οι δαπάνες στέγασης, ακολουθούν οι μεταφορές με μερίδιο 12,9%, οι δαπάνες για ξενοδοχεία - καφέ - εστιατόρια με 10,5%, τα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες με 8,8%, η Υγεία με 7,3%, τα είδη ένδυσης και υπόδησης με 5,8%, τα διαρκή αγαθά με 4,4%, οι δαπάνες για αναψυχή και παρακολούθηση πολιτιστικών γεγονότων με 4,7%, οι επικοινωνίες με 4,2%, τα έξοδα για αγορά οινοπνευματωδών ποτών και προϊόντων καπνού με 3,8% και οι δαπάνες για εκπαίδευση με 3,2%.
Οι μεγαλύτερες περικοπές δαπανών που έχουν κάνει τα νοικοκυριά στην Ελλάδα την περίοδο 2008-2017 αφορούν τα διαρκή αγαθά (π.χ. αυτοκίνητο), με τη μέση μηνιαία δαπάνη να έχει μειωθεί γι’ αυτή την κατηγορία κατά 61,6%. Κατά 56,7% έχουν περικοπεί οι δαπάνες για την αγορά ειδών ένδυσης και υπόδησης, ενώ η μικρότερη –αλλά όχι ασήμαντη– περιστολή δαπανών έγινε στην αγορά τροφίμων, κατά 22,8%.
Εικόνες ΣΟΚ από το ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΚΙΛΚΙΣ!
Την Παρασκευή 05/10/2018 και ώρα 13:45μ.μ. ασκούμενη Βοηθός Ιατρικών και Βιολογικών Εργαστηρίων τραυματίστηκε ....
ευτυχώς ελαφρά από πτώση σοβάδων στο Νοσοκομείο Κιλκίς. Η τραυματίας υπεβλήθη σε κλινική εξέταση και ακτινολογικό έλεγχο. Το περιστατικό συνέβη σε είσοδο της Α πτέρυγας (κατασκευής 1937) όπου κατέρρευσε ο σοβάς της οροφής. Από τύχη αποφεύχθηκαν τα χειρότερα. Πέρσι στην ίδια πτέρυγα έπεσε μεγάλο κομμάτι σοβά σε θάλαμο κλινικής. Επίσης στην ίδια πτέρυγα στεγάζονται κοιτώνες ιατρών όπου υπάρχει εκτεταμένη αποκόλληση και πτώση σοβάδων.
Σε 1,5 δισ. ετησίως ανέρχεται η ιδιωτική δαπάνη για την εκπαίδευση
Χρυσοπληρώνουν την εκπαίδευση των παιδιών τους οι Ελληνες, και μάλιστα πολλοί εξ αυτών... «μαύρα» και αδήλωτα. Ετσι, και η επιταγή της δωρεάν Παιδείας ακυρώνεται στην πράξη αλλά και το κράτος χάνει έσοδα λόγω της παραοικονομίας. Στις 3.200 ευρώ ανέρχεται η μέση ετήσια δημόσια δαπάνη ανά μαθητή στην Ελλάδα. Πέρα από τους φόρους, οι ελληνικές οικογένειες πληρώνουν ετησίως επιπλέον 1,5 δισ. ευρώ από την τσέπη τους για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση των παιδιών τους.
Ειδικότερα, μελέτη του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών «Μάρκος Δραγούμης» (ΚΕΦίΜ), η οποία παρουσιάστηκε χθες, καταδεικνύει τα ακόλουθα:
• Η συνολική ιδιωτική δαπάνη για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα (1,5 δισ. ευρώ) αντιστοιχεί στο 38% της αντίστοιχης δημόσιας (3,9 δισ.).
• Η μέση ετήσια δημόσια δαπάνη ανά μαθητή (νηπιαγωγείο έως και λύκειο) το 2015 εκτιμάται σε περίπου 3.200 ευρώ – δημόσια και ιδιωτική.
• Η Ελλάδα βρίσκεται λίγο κάτω από τον μέσον όρο της Ε.Ε. ως προς το ποσοστό των δαπανών για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση επί του ΑΕΠ.
• Οι ελληνικές οικογένειες, πέρα από τους φόρους που καταβάλλουν, πλήρωσαν το 2016 επιπλέον από την τσέπη τους 1,5 δισ. ευρώ για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση των παιδιών τους, ή 0,85% του ΑΕΠ.
• Η μέση ετήσια ιδιωτική δαπάνη ανά μαθητή δημοτικού σχολείου (εξαιρουμένων των διδάκτρων για ιδιωτικά σχολεία) το 2016 ήταν 315 ευρώ. Από αυτό το ποσό, το μεγαλύτερο μέρος αφορά ξένες γλώσσες (82%) και ακολουθούν τα φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα (12%) και οι λοιπές δαπάνες (4%).
• Η μέση ετήσια ιδιωτική δαπάνη ανά μαθητή γυμνασίου ή λυκείου (εξαιρουμένων των διδάκτρων για ιδιωτικά σχολεία) το 2016 ήταν 1.548 ευρώ. Το ποσό αυτό επιμερίζεται σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα (65%), ξένες γλώσσες (34%) και άλλες δαπάνες (1%).
Κατά την παρουσίαση της έρευνας ο Τάσος Αβραντίνης –συντονιστής της έρευνας, δικηγόρος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ΚΕΦίΜ– υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, την ανάγκη για έγκυρα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα για την αποτίμηση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας δράσης και τον περαιτέρω σχεδιασμό των πολιτικών. Ιδιαίτερα στην εκπαίδευση, όπως ανέφερε, είναι μεγάλο το έλλειμμα διαφάνειας και αξιολόγησης, καθώς για παράδειγμα, ενώ συνεστήθη επιτροπή για τα οικονομικά της εκπαίδευσης, ακόμη δεν έχει δημοσιευθεί κάποιο πόρισμα. Ακόμη, υπογράμμισε πως η δαπάνη για την εκπαίδευση των παιδιών παραμένει μία από τις πρώτες ιεραρχήσεις των ελληνικών οικογενειών και μέσα στην κρίση, ενώ αναφέρθηκε στο μικρό μέγεθος των ελληνικών σχολείων σε σύγκριση με άλλα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα, καθώς και στην αύξηση του αριθμού των εκπαιδευτικών παρά τη μείωση στον αριθμό των σχολικών μονάδων και στον αριθμό των μαθητών.
Από την πλευρά του, ο Γιώργος Μαυρωτάς βουλευτής με το Ποτάμι και αν. καθηγητής του ΕΜΠ τόνισε πως για να βελτιώσεις κάτι πρέπει πρώτα να το μετρήσεις. Παράλληλα, υπογράμμισε «την ανάγκη ουσιαστικής αναβάθμισης της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, καθώς και της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών όχι τιμωρητικά αλλά κινητροδοτικά. Οι ελληνικές οικογένειες αναθέτουν εξωτερικά ένα μεγάλο κομμάτι της εκπαίδευσης στον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή στο φροντιστήριο, ενώ χαρακτήρισε πολύ ενδιαφέροντα τον προτεινόμενο στη μελέτη αλγόριθμο κατανομής της χρηματοδότησης».
Τέλος, ο Κώστας Δημόπουλος, καθηγητής στο τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου αναφέρθηκε στην πρόταση που περιλαμβάνεται στη μελέτη για την αναμόρφωση της δημόσιας χρηματοδότησης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με την εισαγωγή αλγορίθμων που θα λαμβάνουν υπόψη την εθνική μονάδα κόστους ανά μαθητή και όλες τις αναγκαίες συναφείς παραμέτρους, ώστε να λειτουργεί ως εργαλείο ενίσχυσης της ποιότητας και της καινοτομίας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου