Αναμφίβολα ο καιρός είναι ένας από τους
καθοριστικούς παράγοντες που επηρεάζει και κάποιες φορές κρίνει το
αποτέλεσμα των διαφόρων μαχών, μπορεί ακόμα και την έκβαση ενός
πολέμου.
Για τον Eλληνοϊταλοαλβανικό πόλεμο 1940-1941 ο καιρός υπήρξε για τα μαχόμενα ελληνικά στρατεύματα
εχθρός πολύ φοβερότερος του αντίπαλου στρατού. Οι σκληρές καιρικές
συνθήκες προκάλεσαν περισσότερους νεκρούς και τραυματίες από εκείνους
που προκλήθηκαν από τα εχθρικά πολεμικά μέσα.
Χαρακτηριστικά στο βιβλίο του «Ελληνική Εποποιία 1940-1941» ο Άγγελος Τερζάκης αναφέρει: «στο διάστημα από 8 ίσαμε 21 Δεκεμβρίου, (η IV μεραρχία) είχε απώλειες από μάχες, σε νεκρούς και τραυματίες, χίλιους εκατόν σαρανταοχτώ άντρες, ενώ από κρυοπαγήματα δύο χιλιάδες εφτακοσίους έντεκα».
Ο μετεωρολόγος Στέφανος Παπαγιαννάκης,
που επιστρατεύτηκε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στον πόλεμο, συγκέντρωσε το
1951 τις μετεωρολογικές παρατηρήσεις από τους σταθμούς που υπήρχαν
κοντά στα πεδία των μαχών (Κέρκυρα, Ιωάννινα, Καστοριά, Φλώρινα,
Κορυτσά, Μοσχόπολη, Καλογοραντζή (σταθμός εκστρατείας Α’ σώματος) και
αναλύοντας τους σχετικούς μετεωρολογικούς χάρτες ετοίμασε την
μετεωρολογική ιστορία του έπους.
Από την έρευνα του προκύπτει ότι:- Ο ψυχρότερος μήνας του χειμώνα 1940-1941 ήταν ο Δεκέμβριος. Η θερμοκρασία του ήταν κάτω από τα κανονικά επίπεδα. Κατά το μήνα αυτό επικράτησαν οι χαμηλότερες θερμοκρασίες και σημειώθηκαν άφθονες χιονοπτώσεις στη ζώνη των επιχειρήσεων.
- Ο Μάρτιος ήταν σχετικά θερμός, όμως σημειώθηκαν ελάχιστες θερμοκρασίες πιο χαμηλές ακόμα και από αυτές του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου.
Τα
κυριότερα από τα κύματα ψύχους σημειώθηκαν κατά τις περιόδους: 21
Νοεμβρίου - 4 Δεκεμβρίου, 7 - 17 Δεκεμβρίου, 24 - 30 Δεκεμβρίου, 9 –
14 Μαρτίου, 5 - 15 Απριλίου. Το ισχυρότερο κύμα ψύχους ήταν εκείνο της περιόδου στα μέσα Δεκεμβρίου.
Τα
κύματα ψύχους προέρχονταν από εισβολή ψυχρών αερίων μαζών από τα
Βαλκάνια και ακόμη βορειότερα. Η άνοδος της θερμοκρασίας μεταξύ των
κυμάτων ψύχους ήταν αποτέλεσμα μεταφοράς θερμών αερίων μαζών δυτικής και
νοτιοδυτικής θαλάσσιας προέλευσης. Ο Δρ. Παπαγιαννάκης αναφέρει : «Αν
και κάποιος θα θεωρούσε ότι αυτή η άνοδος της θερμοκρασίας θα ήταν
ανακούφιση για τα μαχόμενα στρατεύματα, στην πραγματικότητα αυτές οι
υγρές αέριες μάζες έδιναν άφθονες βροχοπτώσεις και στα βουνά πυκνές
χιονοπτώσεις και προξενούσαν μεγαλύτερες δυσχέρειες από τις καιρικές
συνθήκες που προκαλούσαν τα αρκετά ψυχρά αλλά ξηρά Βαλκανικά ρεύματα»
Οι χαμηλότερες θερμοκρασίες (οC) που καταγράφηκαν ήταν:
Κέρκυρα : +2 (17/12)
Ιωάννινα: - 5.0 (20/12) -3.0 (19/1)
Καστοριά: -7.4 (18/12) -10.5 (30/12) -4.4 (11/1)
Φλώρινα: -10.0 (18/12) -17.0 (22/12) -12.0 (14/1)
Κορυτσά: -7.0 (18/12) -9.0 (30/12) -8.0 (14/1) -4.0 (15/3)
Μοσχόπολη: -11.0 (18/12) -19.0 (30/12) -20.0 (14/1) -10.0 (15/3)
Οι ελάχιστες θερμοκρασίες -19 οC και -20 οC καταγράφηκαν στην Μοσχόπολη (επαρχία Κορυτσάς) σε ύψος 1200 μέτρων . Στο σημείο αυτό ο Παπαγιαννάκης προσθέτει: «Άρα στα χιονισμένα βουνά που είχαν ύψος πάνω από 1500 μέτρα, θα υπήρξαν θερμοκρασίες και κάτω από -20 οC ιδιαίτερα κατά τις νύχτες με αίθριο ουρανό».
Και τονίζει ότι αυτές οι προηγούμενες θερμοκρασίες καταγράφηκαν μέσα σε
μετεωρολογικούς κλωβούς (δηλαδή σε ύψος περίπου 1,5 μέτρο από το
έδαφος). Επομένως «η θερμοκρασία κοντά στο χιονοσκεπές
έδαφος που σχετίζεται με τα κρυοπαγήματα των κάτω άκρων θα ήταν ακόμη
χαμηλότερη από τις τιμές που καταγράφηκαν»
Επιπροσθέτως, συμπληρώνουμε ότι κανείς θα πρέπει να υπολογίσει ότι λόγω των ισχυρών ψυχρών ανέμων η αίσθηση του κρύου (wind chill) θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Θερμοκρασία -10 οC με ταχύτητα ανέμου 5 μποφόρ (μέτρια ένταση) γίνεται αισθητή ως θερμοκρασία -20 οC.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου