Με τις επικρατούσες τάσεις, οι άνθρωποι που ζουν στη Βρετανία θα χρειαστούν περισσότερα από δώδεκα χρόνια για να κερδίσουν ένα επιπλέον έτος ζωής.
Το προσδόκιμο ζωής βελτιώνεται διαρκώς, σταθερά, και με σημαντική ταχύτητα, τα τελευταία διακόσια χρόνια. Τη δεκαετία του 1840, οι άνθρωποι δεν ξεπερνούσαν τα σαράντα χρόνια ζωής, κατά μέσον όρο. Ωστόσο, οι βελτιώσεις στη διατροφή, στην υγιεινή και στη στέγαση, κατά τη βικτωριανή περίοδο (1837-1901) βοήθησαν ώστε το προσδόκιμο ζωής, το 1900, να προσεγγίσει τα 60 χρόνια.
Καθώς προχωρούσε ο 20ός αιώνας, αν εξαιρεθούν, βέβαια, τα χρόνια των πολέμων, σημειώθηκαν περαιτέρω κέρδη για την μακροζωία, χάρη στην εισαγωγή της υγειονομικής περίθαλψης και την εφαρμογή των παιδικών εμβολιασμών.
Μετά τη δεκαετία του 1970, οι ιατρικές εξελίξεις, κυρίως στην περίθαλψη ασθενών με εγκεφαλικό επεισόδιο και καρδιακή προσβολή, βοήθησαν στην περαιτέρω αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Έτσι, στην αρχή του τρέχοντος 21ου αιώνα, αυτό προσέγγισε τα 80 έτη για τις γυναίκες και τα 75 για τους άνδρες. Αυτή η αυξητική τάση συνεχίστηκε, προσθέτοντας ένα περισσότερο έτος ζωής, περίπου κάθε τετραετία. Όμως, ξαφνικά το 2011 η αυξητική τάση του προσδόκιμου ζωής σταμάτησε ή πιο σωστά επιβραδύνθηκε.
Aρχικά, οι ειδικοί πιθανολόγησαν ότι πρόκειται για μία προσωρινή διακοπή της αύξησης. Σίγουρα το 2015 ήταν ένα έτος ορόσημο, με κατακόρυφη αύξηση των θανάτων, κυρίως εξαιτίας του ιδιαίτερα βαρύ χειμώνα. Η μεγάλη θνησιμότητα συνδέθηκε με το στέλεχος της γρίπης που κυκλοφορούσε εκείνη τη χρονιά. Ωστόσο, τώρα είναι σαφές ότι δεν επρόκειτο για μία μικρή, προσωρινή, παρέκκλιση από την κυρίαρχη τάση.
Τα τελευταία στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Βρετανίας, για την περίοδο 2016-2018, είναι τα πρώτα που δεν περιλαμβάνουν εκείνο τον άσχημο χειμώνα. Παρότι καταγράφεται μια μικρή βελτίωση στο προσδόκιμο ζωής, εξακολουθεί να βρίσκεται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με αυτό που είχαμε δει τα προηγούμενα χρόνια. Με τις επικρατούσες τάσεις, οι άνθρωποι που ζουν στη Βρετανία θα χρειαστούν περισσότερα από δώδεκα χρόνια, προκειμένου να κερδίσουν ένα παραπάνω έτος ζωής.
Ποια, όμως, είναι τα αίτια αυτής της νέας πραγματικότητας; Σύμφωνα με μία υπόθεση, μετά τόσα χρόνια αύξησης, οι άνθρωποι απλώς έχουν προσεγγίσει τα ανώτατα όρια του προσδόκιμου ζωής. Το γηραιότερο εν ζωή άτομο, για το οποίο υπάρχουν επίσημα στοιχεία, ήταν η Γαλλίδα Ζαν Κλεμέν, η οποία, όταν πέθανε, πριν από είκοσι χρόνια, ήταν 122 ετών.
Έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature υποδεικνύει ότι το ανώτατο όριο μακροζωίας –εξαιρουμένων κάποιων περιπτώσεων όπως η Κλεμέν– είναι περίπου τα 115 χρόνια. Πολλοί επιστήμονες, ωστόσο, το αμφισβητούν αυτό. Ο Αμερικανός γενετιστής Ντέιβιντ Σινκλέρ εξέδωσε ένα βιβλίο, υπό το τίτλο «Lifespan» (Προσδόκιμο Ζωής), στο οποίο υποστηρίζει ότι με την ενίσχυση των γονιδίων της μακροζωίας, μπορούμε να ζούμε πολύ περισσότερο. Οποια και αν είναι η αλήθεια, υπάρχει πληθώρα στοιχείων που υποδεικνύουν ότι οι Βρετανοί δεν προσέγγισαν το ανώτατο όριο μακροζωίας. Η Ιαπωνία, που ήδη έχει μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής, κατέγραψε σημαντική αύξησή του, τα τελευταία χρόνια, όπως έκανε και το Χονγκ Κονγκ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Βρετανικής Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, ανάμεσα στα πλούσια κράτη, μία μόνο χώρα έχει χειρότερη επίδοση από τη Βρετανία: oι ΗΠΑ. Ωστόσο, σε πολλά κράτη καταγράφεται επιβράδυνση της αύξησης του προσδόκιμου ζωής. Οι παράγοντες που ευθύνονται για το φαινόμενο είναι πολύπλοκοι και χρήζουν περαιτέρω έρευνας. Η Υγειονομική Υπηρεσία της Αγγλίας, σε έκθεση που δημοσιοποίησε πέρυσι, προτείνει κάποιους από αυτούς.
Η ιατρική
Μία πιθανή ερμηνεία είναι ότι δεν υπήρξε καμία σημαντική εξέλιξη στον τομέα της ιατρικής, τέτοια που να μεταβάλει τους κανόνες του παιχνιδιού, τα τελευταία χρόνια. Οι άνθρωποι μπορεί να μην πεθαίνουν εξαιτίας μιας νόσου, αλλά μια διαφορετική την αντικαθιστά ως αιτία θανάτου. Καθώς περισσότεροι επιβιώνουν εγκεφαλικών επεισοδίων, καρδιακών προσβολών και καρκίνου, καταγράφεται αύξηση των θανάτων από γεροντική άνοια. Η ιατρική κοινότητα, βέβαια, αναζητεί τρόπους να επιβραδύνει την άνοια, πολλώ δε μάλλον να τη θεραπεύσει, αλλά το προσδόκιμο ζωής μειώνεται.
Η έκθεση της Υγειονομικής Υπηρεσίας της Αγγλίας εξέτασε ανάμεσα σε άλλα και τις συνέπειες που έχει στη μακροζωία η οικονομική λιτότητα, κάτι που ο πρώην σύμβουλος του Οργανισμού Παγκόσμιας Υγείας, σερ Μάικλ Μάρμοτ είχε ήδη υποδείξει ότι ενδέχεται να διαδραματίζει κάποιο ρόλο.
Ο σερ Μάρμοτ, ειδικότερα, αφού εξέφρασε και την έντονη ανησυχία του για την επιβράδυνση της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, εξήγησε ότι κοινωνικοί παράγοντες όπως η παιδεία, η εργασία, οι συνθήκες στον εργασιακό χώρο και η φτώχεια επηρεάζουν το προσδόκιμο ζωής, μεταβάλλοντας τον τρόπο με τον οποίο ζούμε. Ετσι, λοιπόν, καθώς η οικονομική λιτότητα ασκεί πιέσεις σε αυτούς τους παράγοντες, είναι εξαιρετικά πιθανό να επηρεάζει και τη μακροζωία μας. Επίσης, προσέθεσε ότι οι «μίζερες» χρηματοδοτήσεις για το βρετανικό ΕΣΥ και την κοινωνική πρόνοια, σημαίνουν ότι η ποιότητα ζωής των πιο ηλικιωμένων έχει επιδεινωθεί, επηρεάζοντας το προσδόκιμο ζωής. Τόνισε, εξάλλου, ότι η μείωση της ταχύτητας αύξησης της μακροζωίας στη Βρετανία δεν συνδέεται με την προσέγγιση των ανώτατων δυνατών ορίων μακροζωίας, όπως εκτιμούν άλλοι επιστήμονες.
Οι πιο φτωχοί
Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν υποδεικνύουν ότι οι πιο φτωχοί έχουν βιώσει τη μεγαλύτερη μείωση όσον αφορά τη βελτίωση του προσδόκιμου ζωής. Προφανώς είναι αυτοί που επηρεάζονται, κατά μείζονα λόγο, από τις περικοπές των κυβερνητικών δαπανών στους ευαίσθητους τομείς δαπανών. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί, ότι η έκθεση δεν κατάφερε να εξαγάγει αδιαμφισβήτητα συμπεράσματα. Αυτό που, ωστόσο, δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση είναι το γεγονός ότι όσο εξακολουθεί αυτή η πτωτική τάση του προσδόκιμου ζωής, θα πρέπει να βρούμε την απάντηση.
Προς το παρόν, ένας βασικός τρόπος που θα μας κάνει να ζήσουμε περισσότερα χρόνια είναι να ακολουθήσουμε έναν υγιεινό τρόπο ζωής, δηλαδή να τρώμε υγιεινά ώστε να καταφέρουμε να διατηρήσουμε έναν ιδανικό δείκτη μάζας σώματος. Μάλιστα, μελέτη που εκπονήθηκε στην κλινική Mayo των ΗΠΑ διαπίστωσε ότι πιο υγιείς ήταν αυτοί που ακολουθούσαν πιστά τη μεσογειακή διατροφή. Απαραίτητη είναι και η καθημερινή σωματική άσκηση, τουλάχιστον επί τριάντα λεπτά καθημερινά. Εξίσου σημαντικές παράμετροι είναι η διακοπή του καπνίσματος, η λελογισμένη κατανάλωση οινοπνεύματος, η πρόληψη, με τη βοήθεια εμβολιασμών αλλά και προληπτικών εξετάσεων, και φυσικά η πρόσβαση σε καλή υγειονομική περίθαλψη, εφόσον παραστεί ανάγκη.
Πηγή: Η Καθημερινή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου