(Μέλλων κεράσω, αόριστος εκέρασα).
Η ΙΕ ρίζα είναι *ker-αί: το μειγνύειν.
Άλλες λέξεις απ' τις *κερ, *κερα, *κρα, είναι: Κεράων (ήρως των μαγείρων στη Σπάρτη), κρατήρ (μέγα αγγείο για τη μείξη οίνου-ύδατος), κράση (η μείξη, ανάδειξη), κράμα, κέρνος (πήλινο σκεύος), κέρας - κέρατο.
Απ' το κεράννυμι λοιπόν παράγεται η κράση του οίνου, η ανάμειξή του με ύδωρ -οι πρόγονοί μας...
δεν τον έπιναν άκρατο και από την κράση η μεσαιωνική κρασίν, απ' όπου το κρασί.
Στις οικίες λοιπόν που μας περιγράφει ο Όμηρος, στη μεγάλη αίθουσα, στα αριστερά της εισόδου, βρισκόταν ένα μεγάλο αγγείο, πάνω σε τρίποδα, συνήθως από άργυρο, με χείλος χρυσό.
Εκεί "οίνον έμισγον ενί κρατήρσι και ύδωρ". Δηλαδή πρόσθεταν στον οίνον νεαρόν ύδωρ: δροσερό νερό από την πηγή, από το πηγάδι.
Από τη φράση "νεαρόν ύδωρ" παράγεται η μεταγενέστερη λέξη νηρόν και από αυτή η μεσαιωνική νερόν.
Η μεσαιωνική "κερνώ" παράγεται απ' το κιρνώ, που είναι ισοδύναμος τύπος με το "κεράννυμι". Κιρνώ σημαίνει ανακατεύω οίνον με ύδωρ, για να το προσφέρω, για να το κεράσω.
"Κέρασμα" ονομάζεται αρχικά το μείγμα, "κεραστής" ο μειγνύων και κεραστός ο αναμεμειγμένος οίνος.
Πηγή: Ν. Βαρδιαμπάσης ~ Η ιστορία μιας λέξης (Λιβάνης 1996)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου