Πας να πάρεις την κόρη σου από το σχολείο της -φορώντας μαύρο μπλουζάκι και έχοντας σχεδόν ξυρισμένο κεφάλι- και δυο τύποι σου κάνουν face control…
Αν μου το έλεγε κάποιος άλλος και δε συνέβαινε σε μένα, μπορεί να θεωρούσα ότι υπερβάλλει.
Πήγαινα να πάρω την κόρη μου, η οποία σε πολύ λίγο θα τελείωνε το μάθημά της, με μια τυπική εμφάνιση για μένα - και όσους με ξέρουν: Μαύρα παπούτσια, σχεδόν μποτάκια -αφού στο μπάσκετ έχω «βγάλει» πολλές φορές τους αστραγάλους μου και πρέπει να προσέχω- τζιν παντελόνι χρώματος μπλε και μια μαύρη μπλούζα.
Το κεφάλι μου είναι μονίμως κοντοκουρεμένο-ξυρισμένο, αφού κάνουμε χρόνια τώρα παρέα με την τριχόπτωση.
Να συμπληρώσω ότι φορούσα και μαύρα γυαλιά ηλίου ή το θεωρείτε περιττό;
Περπατώ με γοργό βηματισμό, σε λίγο το πρωτάκι μου θα σχολάσει και ο μπαμπάς έπρεπε να βρίσκεται ήδη εκεί, και από το απέναντι πεζοδρόμιο ακούγεται μια βροντερή φωνή: «Επππ. Έλα εδώ, ρεεεε».
Προτού προλάβω να καταλάβω ποιος είναι και σε ποιον απευθύνεται φωνάζοντας, δυο τύποι, γύρω στα 35, έχουν διασχίσει τον δρόμο ανάμεσα στα αυτοκίνητα και έχουν βρεθεί μπροστά μου, κόβοντας το διάβα μου.
-Τι έγινε, ρε παιδιά; τους ρωτάω με αμήχανο χαμόγελο και χωρίς να έχω καταλάβει τι ακριβώς θέλουν από εμένα.
«Γιατί φοράς μαύρα, ρε; Γιατί έχεις ξυρισμένο κεφάλι; Είσαι φασίστας; Είσαι χρυσαυγίτης, ρε; εεε;», με ρωτάει με ολόκληρα κομμάτια ευγένειας ο ένας εκ των δύο, ο πιο κοντός, ενώ ο έτερος της παρέας -και πιο σωματώδης- ετοιμάζεται να με κάνει «επ’ ώμου, παρουσιάστε αρμ».
«Πέθανε ο πατέρας μου προχτές, ρε παιδιά, τι να φορέσω;», τους λέω την καλύτερη δυνατή δικαιολογία που θα μπορούσα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή, με μια ερμηνεία που ήταν για Όσκαρ και θα έκανε και τον πιο σκληρό άνθρωπο του κόσμου να λυγίσει και να δακρύσει.
Την ίδια στιγμή, μου ζητούν «συγγνώμη, ρε φίλε» και μου λένε να ζήσω να τον θυμάμαι, με ύφος παιδιού που μόλις το μάλωσαν, παραμερίζουν και φεύγω δίχως άλλες συζητήσεις, το θέμα έληξε εκεί – φιου!
Δε χρειάζεται να υπεραναλύσουμε το εν λόγω συμβάν.
Ζούμε σε μια εποχή που από τη μία οι φασίστες προβαίνουν σε λογής τραμπουκισμούς -ενίοτε και μαχαιρώματα- ενώ από την άλλη μεριά μπορεί να γίνει δίκη προθέσεων και ποινικοποίηση των μαύρων ρούχων και των ξυρισμένων κεφαλιών που, φευ, μπορεί να ανήκουν και σε δημοκρατικούς πολίτες.
Και όπως καταλαβαίνετε, στις δίκες αυτές δεν υπάρχει κανένα δικαστήριο, πουθενά οι ένορκοι, οι υποθέσεις εκδικάζονται στους δρόμους, βλέπε Άγρια Δύση.
Ζούμε παράξενες ημέρες, όπου όλα γύρω μας φαίνονται ύποπτα, καχύποπτα, όλοι πρέπει να ανήκουν κάπου, «ή είσαι μαζί μας ή είσαι εναντίον μας» κι εσύ συχνά πρέπει να επιλέξεις με ποιους είσαι.
Κουράγιο και καθαρό μυαλό να ευχηθώ για τη στιγμή που θα κληθείς να απαντήσεις και, τελικά, να ψελλίσεις «ρε μάγκες, δεν είμαι με τους άλλους», για να ακούσεις το «εμείς, όμως, είμαστε οι άλλοι».
Ψυχραιμία χρειάζεται από όλους μας για να μην καταλήξουμε να γίνουμε κι εμείς σαν το άλλο άκρο που πολεμάμε - όχι με στιλέτα και μπουνιές, αλλά δια των λόγων μας.
Τα «δύο άκρα» πρέπει να μην υφίστανται, ούτε καν ως θεωρία.
Ψυχραιμία, επίσης, επειδή ούτε μπορώ να αφήσω, πια, μπούκλες, ούτε να βγάλω τα μαύρα ρούχα από πάνω μου -κι ας είναι ζωντανός ο πατέρας μου- ούτε και θέλω, κιόλας.
Σπύρος Σεραφείμ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου