Το 1971 μια ομάδα γάλλων αρχαιολόγων ανακάλυψε στο βόρειο Αφγανιστάν τα κομμάτια ενός αλαβάστρινου αγάλματος νέου. Ηταν ένα άγαλμα της ελληνιστικής περιόδου που βρέθηκε κοντά στην πόλη Αϊ Χαμούν (Κυρία του Φεγγαριού), που είχαν ιδρύσει οι επίγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου στις όχθες του ποταμού Ωξου.
Το εύρημα, αφού συντηρήθηκε, τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση στο Εθνικό Μουσείο της Καμπούλ. Μερικά χρόνια αργότερα το άγαλμα έγινε και πάλι κομμάτια, αυτή τη φορά από το μένος των Ταλιμπάν, οι οποίοι ήθελαν να καταστρέψουν κάθε τι μη ισλαμικό. Ο αρχαίος νέος όμως φάνηκε πιο τυχερός από...
τα γιγαντιαία αγάλματα του Βούδα, του 5ου αιώνα, που έγιναν σκόνη κοντά στην πόλη Μπαμιγιάν. Οι αφγανοί ειδικοί κατόρθωσαν να τον «συναρμολογήσουν» και τώρα πια «ταξιδεύει» στον κόσμο, κάνοντας στάση για τέσσερις μήνες στο Λονδίνο, στο Βρετανικό Μουσείο, για την έκθεση «Αφγανιστάν: Σταυροδρόμι του Αρχαίου Κόσμου». Χρυσά κοσμήματα, περίτεχνα αντικείμενα, νομίσματα, αγγεία από μπρούντζο και γυαλί, αγάλματα, αρχιτεκτονικά μέλη, 200 θησαυροί ανεκτίμητης αξίας από το Μουσείο της Καμπούλ, που χρονολογούνται από το 2.000 π.Χ. έως τον 1ο αι. μ.Χ., αναδεικνύουν τον μακραίωνο πολιτισμό του Αφγανιστάν και τις ανταλλαγές που αναπτύχθηκαν για αιώνες, στον Δρόμο του Μεταξιού, ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Καταδεικνύουν επίσης την «αντοχή» αυτών των αρχαιοτήτων που κατάφεραν να διασωθούν από τη ρωσική εισβολή, τον εμφύλιο, τον βομβαρδισμό του μουσείου της Καμπούλ, τη λεηλασία των Ταλιμπάν, τους επιτήδειους αρχαιοκάπηλους. Κι αυτό χάρη στο τολμηρό προσωπικό του αφγανικού μουσείου, που έκρυψε αυτές τις μοναδικές αρχαιότητες στις υπόγειες στοές του προεδρικού μεγάρου της Καμπούλ.
Κομβικό σημείο των αρχαίων δρόμων που έφταναν από την Περσία, την Ινδία και την Κίνα ώς την Ελλάδα και τη Ρώμη, μεταφέροντας εμπορεύματα και πολιτισμό, οι περιοχές όπου βρίσκεται σήμερα το Αφγανιστάν ήταν ιδιαίτερα πλούσιες. Δέχτηκαν επιρροές και έδωσαν ιδέες, διαμορφώνοντας την ιδιόμορφη «παγκοσμιοποίηση» του αρχαίου κόσμου. Απόδειξη ο περίφημος «θησαυρός της Βακτρίας», που έφερε στο φως το 1978 ο ελληνικής καταγωγής αρχαιολόγος από την Τασκένδη, Βίκτωρ Σαριγιαννίδης, επικεφαλής ρωσικής αρχαιολογικής αποστολής. Πρόκειται για 20.000 χρυσά κοσμήματα και αντικείμενα του 1ου αιώνα μ.Χ., που βρέθηκαν σε βασιλικούς τάφους νομαδικής φυλής στην περιοχή του Τιλιά Τεπέ. Ενα από αυτά τα ευρήματα αποτελεί και το «χάιλαϊτ» της λονδρέζικης έκθεσης. Πρόκειται για χρυσό γυναικείο στέμμα που απαρτίζεται από διαφορετικά κομμάτια ώστε να το διπλώνουν στις μετακινήσεις τους οι νομάδες.
Από την περιοχή του Τιλιά Τεπέ προέρχεται και ένα περιδέραιο με ψηφίδες από χρυσάφι και τιρκουάζ και τερατόμορφους δράκους που δείχνουν κινεζική επιρροή. Κοσμείται από λάπις λαζούλι, την μπλε πέτρα που εδώ και χιλιάδες χρόνια εξορύσσεται μόνο στο Αφγανιστάν και ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στους αρχαίους Αιγύπτιους. Σε έναν ακόμα γυναικείο βασιλικό τάφο βρέθηκαν μεταξύ άλλων ένας ασημένιος κινεζικός καθρέφτης, μια αλαβάστρινη κτένα από την Ινδία και μια χρυσή σφραγίδα με το πρόσωπο και το όνομα της θεάς Αθηνάς. Στην έκθεση παρουσιάζονται ακόμα χρυσά και ασημένια αγγεία από το Τεπέ Φουλόλ του νότιου Αφγανιστάν, που ανακαλύφθηκαν το 1965 και έχουν σχέδια ταύρων που συναντάμε στην τέχνη της Μεσοποταμίας.
Το άγαλμα ενός χάλκινου Ηρακλή στην Αϊ Χαμούν αποδεικνύει ακόμα μία φορά την εμβέλεια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι ανασκαφές που έκανε εκεί η γαλλική αρχαιολογική αποστολή τις δεκαετίες του 1960 και του '70 έφεραν στο φως το σχέδιο και την αρχιτεκτονική ελληνιστικής πόλης, που συνδυάζει την τοπική παράδοση με το κλασικό ύφος. Κάθε έκθεμα έχει τη δική του ιστορία: Ενα γυάλινο αγγείο του 1ου αιώνα μ.Χ. με σκηνή θερισμού προέρχεται από τη ρωμαϊκή Αίγυπτο, στη συνέχεια εξήχθη στην Ινδία και μετά βρέθηκε στο θερινό παλάτι του Βασιλείου των Κουσάν στο Μπαγκράμ. Στις αποθήκες του παλατιού υπήρχαν ακόμα έπιπλα από ξύλο και φίλντισι με βαριά διακόσμηση που επιβεβαιώνουν τις ινδικές επιρροές.
Η ενδιαφέρουσα έκθεση, που έχει περιοδεύσει από το Παρίσι και το Αμστερνταμ μέχρι την Ουάσιγκτον, το Σαν Φρανσίσκο, την Οτάβα, θα βοηθήσει στην αναστήλωση του Μουσείου της Καμπούλ, που λειτουργεί εν μέρει. Εκεί θα επιστρέψουν, στο τέλος, όλες οι αρχαιότητες.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου