Η ατυχία της Ελλάδας ήταν να πέσει στην περίπτωση του αποφθέγματος του Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος είχε πει στον Χάρι Τρούμαν στο Πότσνταμ: «Ενας θάνατος είναι τραγωδία, αλλά εκατομμύρια θάνατοι είναι στατιστική».
Στη δολοφονία του 19χρονου Αγγλου Ρόμπερτ Σέμπατζ στον Λαγανά, η ατυχία της Ελλάδας ήταν όχι μόνο να πέσει στην περίπτωση της αρχής του ενός θανάτου, αλλά και το θύμα να έχει...
συνοδεύσει την Εθνική Αγγλίας στο «Γουέμπλεϊ» και να έχει φωτογραφηθεί μπροστά από τον Ντέιβιντ Μπέκαμ. Σε μια εποχή που η εικόνα μετράει περισσότερο από την ουσία, η φωτογραφία ενός πιτσιρικά -που εκτός των άλλων είχε προβλήματα υγείας- μπροστά στον Μπέκαμ σήμαινε, εκτός από τη ζωή ενός νεαρού, και μερικά εκατομμύρια λίρες στον δοκιμαζόμενο ελληνικό τουρισμό.
Το τι έγινε τα χαράματα της Τετάρτης σε μια περιοχή όπως ο Λαγανάς της Ζακύνθου, όπου τα νεύρα είναι λίγα και η μπίρα πολλή, έχει κυριολεκτικά και μεταφορικά θανάσιμο ενδιαφέρον για τους εμπλεκομένους. Το πώς παρουσιάστηκε η υπόθεση στα αγγλικά μέσα ενημέρωσης ενδιαφέρει όλους τους Ελληνες.
Παρουσιάστηκε, λοιπόν, ως επίθεση ενός μισότρελου ταξιτζή, ο οποίος κυνηγούσε τέσσερις φιλήσυχους Αγγλους πιτσιρικάδες μαχαιρώνοντάς τους με τέτοια μανία που έστειλε τον έναν στον τάφο και τους άλλους τρεις στο νοσοκομείο, με τον έναν να έχει τρυπημένο τον πνεύμονα. Η «Sun», μάλιστα, προσθέτει και ευρύτερο περιεχόμενο στο συμβάν, γράφοντας ότι ο δράστης ήταν πρώην σωματοφύλακας του δημάρχου.
Για μια ακόμα φορά η Ελλάδα βρίσκεται στη θέση της χώρας που πρέπει να κάνει damage control, που είναι ο ευγενικός όρος τού να μαζέψει τα ασυμμάζευτα. Αυτά δεν θα είχαν προκύψει αν μια περιοχή που μαζεύει 30.000 -κατά κανόνα μεθυσμένους- Αγγλους δεν είχαν αναλάβει να επιτηρούν 10 στο σύνολό τους αστυφύλακες, αγνώστων σωματικών ικανοτήτων. Δέκα αστυφύλακες… Δέκα αστυφύλακες απασχολούνται στις βάρδιες ενός υπουργού που στην καλύτερη περίπτωση δεν θα τα πάρει, δέκα αστυφύλακες και για τη φύλαξη μιας τουριστικής περιοχής αιχμής, που στο συνάλλαγμα το οποίο φέρνει βασίζουμε την επιβίωσή μας.
Χρειάζεται, λοιπόν, «από χθες» που λένε, η ελληνική κυβέρνηση να κινητοποιηθεί. Πρώτα επικοινωνιακά, όχι όμως στην ανόητη γραμμή ότι το γεγονός μπορεί να κουκουλωθεί, ούτε με μισή ντουζίνα υπουργούς να δηλώνουν τη λύπη τους, αλλά ουσιαστικά, εξιχνιάζοντας τι έγινε, με τη νοοτροπία που θα υπήρχε αν το θύμα ήταν Ελληνας και ο θύτης Αγγλος. Ουσιαστικά, εξετάζοντας πόσοι και τι ικανότητας αστυφύλακες απασχολούνται σε περιοχές υψηλού κινδύνου όπως στον Λαγανά, τα Μάλια, τον Κάβο ή το Φαληράκι. Γιατί αν οι απασχολούνται στις τουριστικές περιοχές, εκτός από λίγοι στον αριθμό, είναι λίγοι και στις ικανότητες και για να πάνε στον ημιώροφο χρειάζονται ασανσέρ, την κάτσαμε τη βάρκα. Και η βάρκα που λέγεται τουρισμός, μαζί με την άλλη που λέγεται γεωργία, είναι οι δύο που θα μας πάνε μπρος τα επόμενα κρίσιμα χρόνια.
Στον Λαγανά έκατσε η βάρκα του τουρισμού αστυφύλακες που απασχολούνται στις τουριστικές περιοχές, εκτός από λίγοι στον αριθμό, είναι λίγοι και στις ικανότητες και για να πάνε στον ημιώροφο χρειάζονται ασανσέρ, την κάτσαμε τη βάρκα. Και η βάρκα που λέγεται τουρισμός, μαζί με την άλλη που λέγεται γεωργία, είναι οι δύο που θα μας πάνε μπρος τα επόμενα κρίσιμα χρόνια.
Στα δύσκολα
Την περασμένη εβδομάδα βρέθηκα στην Ντούμπνιτσα της Βουλγαρίας, για μια ευρωπαϊκή εκδήλωση του μπάντμιντον. Η Ντούμπνιτσα είναι μια κωμόπολη 40.000 κατοίκων στους πρόποδες των βουνών της Ρίλα, γνωστή και ως «Η πόλη της σκιάς». Οχι για τις σκοτεινές απολαύσεις της πόλης που περιορίζονται στα δύο παγωτατζήδικα, τα οποία κλείνουν στις 11, αλλά για τη γεωγραφική της θέση, που την κρατάει στη σκιά το καλοκαίρι.
Οχι ότι δεν θα μπορούσε να βραδιάζει και νωρίτερα, σε μια πόλη που το μεγαλύτερο αξιοθέατό της είναι ένα άγαλμα ηρωίδας το οποίο θα μπορούσε να λέγεται «Η κυρά της Συγγρού» -αφού μοιάζει με τραβεστί - και το μεγαλύτερο χόμπι θα μπορούσε να είναι το να μετράς τα δέντρα στα απέναντι βουνά
- ο ύπνος είναι απόλαυση. Οπως απόλαυση είναι να βλέπεις πόσο 40 χρόνια υπαρκτού σοσιαλισμού βοήθησαν μια χώρα να αντέχει στα δύσκολα.
Αγανάκτηση με την οικονομία της ταλαιπωρημένη από τη μεγάλη βουλγαρική κρίση του 1996, με τη βιομηχανία των ρούχων σακαταμένη από την κινέζικη λαίλαπα των αρχών του αιώνα, οι Βούλγαροι εργαζόμενοι μπορεί να είναι ευχαριστημένοι με κάθε μισθό που ξεπερνάει τα 250 ευρώ. Παρά όμως το ζόρι, οι Βούλγαροι δεν άφησαν να γραφτεί στους τοίχους των πόλεών τους κάθε σαχλαμάρα που ένα 16χρονο την πέρασε για πολιτικό μήνυμα, δεν κλείνουν τους δρόμους της Σόφιας για να διαμαρτυρηθούν ότι δεν άφησαν τον «στόλο της λευτεριάς» να χρησιμοποιήσει τα λιμάνια τους για να πάει στην Παλαιστίνη και δεν έστησαν τσαντίρια στις πλατείες για να γαβγίσουν στο φεγγάρι και να φανεί η αγανάκτησή τους.
Κανένας, παρά μόνο μια φορά ένας τσιγγάνος, δεν άπλωσε το χέρι του να ζητιανέψει, κανένας Πακιστανός δεν όρμησε στο φανάρι να «καθαρίσει» το παρμπρίζ και κανένας Ρουμάνος οργανοπαίκτης δεν στήθηκε πάνω από το τραπέζι για να παίξει το «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία». Η Βουλγαρία μπορεί να έχει προβλήματα με την περιβόητη βουλγάρικη μαφία, αλλά ο ξένος δεν τα βλέπει. Βλέπει μία κάπως κοιμισμένη, αλλά καθαρή και φιλική χώρα, που αν είναι Ελληνας θα τον κάνει να αγανακτήσει για το πώς οι συμπατριώτες του κατάντησαν τη δική του. Του Αντώνη Παπανούτσου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου