"Εάν στην δραματική πτώση των αμοιβών των λλήνων εργαζομένων, συνυπολογίσουμε την τεράστια μείωση όλων των εισοδημάτων (ενοίκια, κέρδη επιχειρήσεων κλπ.), όλων των λοιπών «αξιών» (τιμές ακινήτων, μετοχές κοκ.), τους υπέρογκους άμεσους και έμμεσους φόρους, τα χαράτσια, καθώς επίσης όλες τις άλλες επιβαρύνσεις, σε συνδυασμό με τη μείωση της ανταποδοτικότητας του δημοσίου (περιορισμός του κοινωνικού κράτους), τότε μόνο ως «σκόπιμα εγκληματικά» μπορεί να περιγράψει κανείς τα μέτρα και τα μνημόνια που επιβλήθηκαν.
Σε καμία περίπτωση λοιπόν...
ως απλά λανθασμένα, όπως αποδέχεται για πολλοστή φορά το ΔΝΤ – αν και κανένας δεν θα μπορούσε ποτέ να μας πείσει ότι, οι σχεδόν 10.000 οικονομολόγοι που απασχολεί η Παγκόσμια Τράπεζα, ο «εντολέας» ουσιαστικά του ΔΝΤ, καθώς επίσης τα δικά του στελέχη, έκαναν δήθεν λάθη στους υπολογισμούς τους.
ως απλά λανθασμένα, όπως αποδέχεται για πολλοστή φορά το ΔΝΤ – αν και κανένας δεν θα μπορούσε ποτέ να μας πείσει ότι, οι σχεδόν 10.000 οικονομολόγοι που απασχολεί η Παγκόσμια Τράπεζα, ο «εντολέας» ουσιαστικά του ΔΝΤ, καθώς επίσης τα δικά του στελέχη, έκαναν δήθεν λάθη στους υπολογισμούς τους.
Πόσο μάλλον αφού διαπιστώνεται ότι, όλες
αυτές οι επιβαρύνσεις όχι μόνο δεν «πιάνουν τόπο», όχι μόνο δεν
διορθώνουν τίποτα αλλά, αντίθετα, επιδεινώνουν ραγδαία τα μεγέθη της
οικονομίας μας – με το δημόσιο χρέος στο τέλος του έτους να πλησιάζει το 200% του ΑΕΠ, από 112,9% το 2008
και παρά τις δύο διαγραφές / haircut (πολύ περισσότερο εάν
συνυπολογίσει κανείς τις πραγματικές ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των
τραπεζών)."
******************************************
Μόνο ντροπή μπορεί να νοιώσει κανείς, μεγάλη ντροπή διαβάζοντας ότι, η Ευρώπη θέλει να κρατήσει την ανίκανη Ελλάδα
με κάθε τρόπο στο ευρώ, για να αποφύγει ο πλανήτης την τεράστια
χρηματοπιστωτική έκρηξη, την οποία θα προκαλούσε τυχόν έξοδος της – γεγονός που ίσως μεταφράζεται στο ότι, προετοιμάζεται κατάλληλα για να τη διώξει, αφού προηγουμένως την εξευτελίσει διεθνώς και τη λεηλατήσει.
Ντροπή επίσης για τις πρόσφατες συζητήσεις που αφορούν μία επόμενη διαγραφή χρέους ή/και ένα τρίτο πακέτο στήριξης – γεγονότα που, εάν τυχόν συμβούν, θα σημάνουν την ολοκληρωτική, άνευ όρων υποδούλωση της πατρίδας μας στη Γερμανία και στο ΔΝΤ.
Περαιτέρω,
είναι αυτονόητο το ότι, η Ελλάδα θα συνεχίσει παίρνει τόσα χρήματα, όσα
είναι απαραίτητα για την πληρωμή των δανειστών της – πάντοτε υπό την προϋπόθεση πως θα υπογράφει προηγουμένως τη σταδιακή καταδίκη και τον αργό θάνατο της: τα νομοσχέδια της ντροπής δηλαδή, εμπλουτισμένα με όλο και περισσότερους φόρους υποτέλειας.
Φυσικά, για τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας της, δεν εισέπραξε ποτέ απολύτως τίποτα – ούτε και πρόκειται να εισπράξει (άρθρο μας).
Κανένας δεν ενδιαφέρεται για έναν λαό, ο οποίος σκύβει συνεχώς το
κεφάλι και ανέχεται τα πάντα, προκαλώντας την αποστροφή ακόμη και των
βασανιστών του – για έναν σκλάβο που, αντί να μάχεται για την ελευθερία
του, παρακαλεί γονατιστός για την επιβίωση του.
Ποιος
και γιατί να ενδιαφερθεί άλλωστε για μία διαβρωμένη κοινωνία, η οποία
παρακολουθεί αποχαυνωμένη τους παντογνώστες υπαλλήλους και λοιπούς
«παρατρεχάμενους» των διατεταγμένων ΜΜΕ που, έναντι αμοιβής, δόξας ή αυτοπροβολής, της εξηγούν επιστημονικά γιατί πρέπει να υποφέρει ή ποιόν να ενοχοποιεί;
Παράλληλα βέβαια, «ο λαός εκτονώνεται» είτε στα κοινωνικά δίκτυα, είτε συζητώντας τα μεγαλύτερα δεινά των άλλων
– αφού γνωρίζουμε όλοι ότι, η φτώχεια είναι συγκριτικό μέγεθος, οπότε
γίνεται πολύ πιο εύκολα αποδεκτή, όταν ο γείτονας είναι περισσότερο
εξαθλιωμένος ή λιμοκτονεί.
Επίσης γνωρίζουμε πως η εξάρτηση υποδηλώνει ουσιαστικά μία βαθύτερη, κρυμμένη επιθυμία,
οι τύψεις επιβαρύνουν τα βασανισμένα θύματα και όχι τους αυταρχικούς
θήτες, ενώ η δήθεν αυτοκριτική των ηττημένων, «απαλύνει» την πίκρα της
ήττας και της αποτυχίας.
Πιθανότατα, εάν δεν είχαν κορυφωθεί οι ταραχές στην Αίγυπτο, όπου οι πολίτες της δεν εξεγείρονται προφανώς για τη Δημοκρατία, αλλά επειδή κάθε δεύτερος πεινάει (η επισιτιστική κρίση μαίνεται),
η Ελλάδα να υποχρεωνόταν σε ακόμη μεγαλύτερες «υποκλίσεις» – με την
κυβέρνηση, αλλά και με την αντιπολίτευση, σύσσωμες, με κάθε θυσία, στο
πλευρό των δημοσίων υπαλλήλων.
Προφανώς όχι από καλοσύνη, αλλά λόγω του ότι είναι η πιο συνεκτική ομάδα ψηφοφόρων -
αδιαφορώντας πλήρως για όλους αυτούς, από τους οποίους «τρέφεται» το
δημόσιο, αν και σήμερα με τις σάρκες τους πλέον: για τον ιδιωτικό τομέα.
Χωρίς η κυβέρνηση καν να υπολογίζει, ως οφείλει, τον αριθμό των ΔΥ ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, όπου στα 233 δις € του ΑΕΠ μας το 2008 το ποσοστό των 750.000 ΔΥ ήταν 32% (ενώ στα σημερινά 184 δις €, με το ίδιο ποσοστό, θα έπρεπε να είναι περίπου 600.000), «μεταφέρει» το σύνολο των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα
– στον οποίο η ανεργία, εάν δεν υπολογίσουμε το δημόσιο τομέα,
συμπεριλαμβάνοντας φυσικά τους χιλιάδες μικρομεσαίους επιχειρηματίες που
χρεοκόπησαν και δεν καταγράφονται στατιστικά, πλησιάζει επίσημα το 40%.
Το γεγονός αυτό μπορεί να το παρομοιάσει κανείς με μία επιχείρηση η οποία, παρά τη ραγδαία πτώση του τζίρου και της κερδοφορίας της, επιμένει να απασχολεί τον ίδιο αριθμό εργαζομένων
– ακόμη χειρότερα, με μία ανόητη εταιρεία, η οποία απολύει εκείνους που
αυξάνουν το τζίρο και τα κέρδη της, κρατώντας με κάθε θυσία αυτούς που
στηρίζουν το θρόνο και τη βασιλική αυλή!
Η ελληνική κυβέρνηση βέβαια δεν σκέφτεται καθόλου πως θα αυξήσει το τζίρο και τα κέρδη της χώρας της – αλλά αποκλειστικά και μόνο τις μεθοδεύσεις, με τις οποίες θα μειώσει τον αριθμό των εργαζομένων και τις αμοιβές τους, στα όρια της πείνας και της εξαθλίωσης.
Με άλλα λόγια, πως θα πετάξει όσο περισσότερους μπορεί από το καράβι, στοιβάζοντας τους υπόλοιπους στα αμπάρια και αδιαφορώντας για τη «λιμοκτονία» τους. Της αρκεί προφανώς να κυβερνάει το πλοίο, ακόμη και αν μετατρέπεται, αργά αλλά σταθερά, σε ένα άθλιο «σαπιοκάραβο» – αφού συνεχίζει να «διασπείρει» ψευδείς ελπίδες, με μοναδικό σκοπό την παραμονή της στην εξουσία.
Επανερχόμενοι στο θέμα μας, η ανεργία στο δημόσιο τομέα έχει αυξηθεί κατά 0%, ενώ στον ιδιωτικό τομέα κατά 30% – έχοντας φτάσει ίσως στο ανώτατο δυνατό όριο «αποδοχής» της.
Αυτό
δεν σημαίνει φυσικά ότι, θα επιθυμούσε κανείς την απόλυση οποιουδήποτε,
στρέφοντας τη μία κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης – τη μέθοδο δηλαδή που εφαρμόζει το ΔΝΤ, σε όσες χώρες εισβάλλει.
Είναι όμως εντελώς άδικο να επιβαρύνεται και να καταδικάζεται εκείνος ο
τομέας, ο οποίος ήταν ο υγιέστερος στη χώρα μας, απλά και μόνο για να
παραμένουν στο απυρόβλητο τα προνόμια του δημοσίου, για «ψηφοθηρικούς»
σκοπούς.
Πόσο μάλλον όταν η λύση για την ευημερία και των δύο τομέων δεν είναι άλλη, από την αύξηση του ΑΕΠ – από την ανάπτυξη δηλαδή, την οποία μας στέρησε το ΔΝΤ σκόπιμα, για να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις λεηλασίας τόσο του δημόσιου, όσο και του ιδιωτικού πλούτου της πατρίδας μας.
Μία
ανάπτυξη που θα έπρεπε άμεσα να επιδιώξουμε, με τις δικές μας
μικρομεσαίες επιχειρήσεις και με τα δικά μας μέσα – μειώνοντας την
εξάρτηση μας από τους διεθνείς τοκογλύφους. Άλλωστε, είναι
παράλογο να περιμένουμε πως «οι ξένοι» θα τολμήσουν να επενδύσουν σε
μία χώρα, χωρίς σταθερό φορολογικό και επιχειρηματικό πλαίσιο, το δημόσιο της οποίας εμποδίζει ή εκμεταλλεύεται όσο μπορεί την ιδιωτική πρωτοβουλία – ειδικά όταν οι ίδιοι οι Πολίτες της αποφεύγουν πια τις επενδύσεις, όπως «ο διάβολος το λιβάνι».
Με βάση όλα τα παραπάνω, αλλά και με αυτά που διαπιστώνονται στα χρόνια της κρίσης, δεν μπορεί παρά να θέσει κανείς στον εαυτό του τα εξής ρητορικά ερωτήματα:
(α) Ήταν αλήθεια τα τετρακόσια σκοτεινά χρόνια σκλαβιάς από μία υποανάπτυκτη, πρωτόγονη χώρα, ικανά να σβήσουν από το γενετικό κώδικα των Ελλήνων τα 7.000 χρόνια του ασύγκριτου πολιτισμού τους, ο οποίος θα επηρεάζει για πάντα ολόκληρη την ανθρωπότητα;
(β) Ήταν τα τριάντα χρόνια μίας πλαστής ευημερίας, βασισμένης στον εισαγόμενο από τις Η.Π.Α. άκρατο δανεισμό και τυχοδιωκτισμό, ικανά να κάνουν δειλό και σκλάβο μαζί έναν λαό, ο οποίος θυσίαζε για αιώνες ολόκληρους τα πάντα, στο βωμό της υπεράσπισης της ελευθερίας, καθώς επίσης της εθνικής κυριαρχίας του;
(γ)
Ικανοποιεί τους Έλληνες, ειδικά αυτούς που έχουν συνταγματική υποχρέωση
να προστατεύουν την πατρίδα τους, εγγυώμενοι την άμυνα, την εθνική
κυριαρχία και την ασφάλεια της, απλά να τρέφονται περιστασιακά και να κοιμούνται, ανεχόμενοι τις προσβολές και αδιαφορώντας για τα πραγματικά καθήκοντα τους;
(δ) Ήταν σε θέση το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε», προϊόν της πολιτικής διαπλοκής και διαφθοράς,
να εκμηδενίσει εντελώς το σεβασμό του ατόμου προς τον εαυτό του, προς
το συνάνθρωπο του, προς την πατρίδα, προς τους Θεσμούς και τους νόμους;
(ε) Πως μπορεί ένας περιορισμένος αριθμός πλήρως διεφθαρμένων και απίστευτα ιδιοτελών, ανόητων εξουσιομανών, με άβουλα πιόνια ορισμένους επαίσχυντους Εφιάλτες, να τυραννάει τη συντριπτική πλειοψηφία των Πολιτών μίας χώρας, χωρίς να φοβάται την παραμικρή αντίδραση εκ μέρους τους;
(στ)
Πώς να χαρακτηρίσεις τους Πολίτες ενός κάποτε υπερήφανου κράτους που
κυβερνάται σήμερα από τα κόμματα που το χρεοκόπησαν, με «στελέχη»
απελπιστικής νοημοσύνης; Πολίτες που δεν κατανοούν ότι, η αντιπολίτευση είναι σημαντικότερη για τη σωστή διακυβέρνηση μίας χώρας, έχοντας μεγαλύτερες ευθύνες για το κατάντημα της πατρίδας της, ακόμη και από την ίδια την κυβέρνηση;
(ζ) Ποιος είναι ο κατάλληλος χαρακτηρισμός για εκείνους τους συνδικαλιστές, οι οποίοι διαμαρτύρονται και απεργούν μόνο όταν απειλούνται τα δικά τους συμφέροντα, αδιαφορώντας εντελώς για όλους τους υπόλοιπους;
Πότε αντέδρασαν οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ, για παράδειγμα, σε σχέση με τα
δεκάδες νομοσχέδια, τα οποία «αποδομούν» μεθοδικά το κοινωνικό κράτος;
Πότε διαδήλωσαν οι Πολίτες μαζικά, για συλλογικά, μη συντεχνιακά, κοινά
προβλήματα, όπως η απώλεια της εθνικής τους κυριαρχίας και η λεηλασία
της πατρίδας τους;
(η) Μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει «άβουλο κοπάδι» τους εκπροσώπους των Πολιτών στο κοινοβούλιο, επειδή ψηφίζουν καθημερινά νομοσχέδια εναντίον της πατρίδας τους, χωρίς ταυτόχρονα να ενοχοποιήσει ακόμη περισσότερο τον «όχλο» που τους επέλεξε, συνεχίζοντας μαζοχιστικά να τους ανέχεται;
(θ)
Πως «εμφυτεύονται» ανυπόστατες ενοχές στην αντίληψη ενός λαού, πως
χειραγωγείται τόσο απλά, πως καλλιεργείται η μιζέρια και πως
αλλοτριώνεται τόσο εύκολα μία κοινωνία; Πως παραμένουν τόσο πολλοί
άνθρωποι αδρανείς στους καναπέδες τους, παρακολουθώντας να
καταστρέφονται τα πάντα γύρω τους; Εάν αδιαφορούν για τον εαυτό τους, με ποιο δικαίωμα καταδικάζουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους;
(ι) Πιστεύουν ίσως ότι, δεν πρόκειται για τη δική τους ζωή, αλλά για κάποιο «θέατρο του παραλόγου»,
το οποίο δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα, αλλά στη σφαίρα της
φαντασίας τους; Ή μήπως θεωρούν ανόητα πως αυτά που διαδραματίζονται,
δεν πρόκειται να αγγίξουν τους ίδιους, αλλά μόνο τους γύρω τους;
«Άλυτος γρίφος η ψυχή του ανθρώπου, άβυσσος η νοημοσύνη μίας κοινωνίας, εγκληματικές οι ανοχές και οι αντοχές της»,
θα έλεγε κανείς, αδυνατώντας να ερμηνεύσει αυτά που συμβαίνουν,
χρησιμοποιώντας την κοινή λογική – η οποία, ελπίζουμε προσωρινά, έχει
εγκαταλείψει εντελώς την Ελλάδα.
http://viliardos.capitalblogs.gr
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου