Tη «μαγεία» και τη λαμπρότητά τους θα χαρίσουν στη Θεσσαλονίκη οι «Μαγεμένες», τα αντίγραφα(!) των οποίων έρχονται στην 80η ΔΕΘ και θα εκτεθούν από τις 5 Σεπτεμβρίου στο περίπτερο 3 του Διεθνούς Εκθεσιακού Κέντρου της πόλης. Μετά την κλοπή τους πριν από 151 χρόνια, (τα αυθεντικά βρίσκονται στο Λούβρο στο Παρίσι), τα μνημειώδη γλυπτά "επιστρέφουν", με πρωτοβουλία της ΔΕΘ-Helexpo, στη Θεσσαλονίκη, σε μορφή αντιγράφων, κάνοντας ξεχωριστή την επετειακή 80η ΔΕΘ.
Το μνημείο με την ονομασία «Μαγεμένες» ή «Είδωλα», «Las Incantadas» στα ισπανοεβραϊκά, ανήκε πιθανότατα σε ένα σημαντικό δημόσιο κτίριο στο κέντρο της κατεχόμενης ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης και χρονολογείται στο τέλος του 2ου ή στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. Η θέση του ήταν κάπου ανάμεσα στην Παναγία Χαλκέων, τα Λουτρά Παράδεισος και στον Άγιο Νικόλαο, στον άξονα της σημερινής οδού Αριστοτέλους.
Για κάθε εικόνα υπάρχει ένα κομμάτι ιστορίας για το έργο.
Η Αριάδνη
Η Αριάδνη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, ερωτεύτηκε τον Θησέα, όταν αυτός πήγε να αντιμετωπίσει τον Μινώταυρο και τον βοήθησε να βρει την έξοδο του Λαβυρίνθου, δίνοντάς του ένα κουβάρι κλωστή, τον γνωστό «μίτο της Αριάδνης».
Θέλησε να τον ακολουθήσει στην Αθήνα, αλλά αυτός, με εντολή των θεών, την εγκατέλειψε κοιμισμένη στο νησί του Διονύσου, τη Νάξο. Σε λίγο έφτασε στην ακτή
ο Διόνυσος. Γοητευμένος από την ομορφιά της, της δώρισε ένα χρυσό διάδημα, έργο του Ηφαίστου, που είχε τόση λάμψη, ώστε αργότερα έγινε αστερισμός (Βόρειος Στέφανος). Την παντρεύτηκε και την πήρε μαζί του στον Όλυμπο.
Εδώ, η Αριάδνη εικονίζεται δίπλα στον Διόνυσο, στεφανωμένη με το ιερό φυτό του, τον κισσό, και ζωσμένη με το φυτικό σύμβολό του, το κλαδί αμπέλου.
Η Αύρα
Η Αύρα, κόρη ενός Τιτάνα και μιας θνητής, προσωποποιεί το δροσερό αεράκι.
Σαν άνεμος που ήταν, πετούσε ανάλαφρα, γλιστρούσε στον αέρα, χανόταν και ξαναγυρνούσε, χαρίζοντας δροσιά στη φύση. Ο Διόνυσος την ερωτεύτηκε και προσπάθησε τρέχοντας να την φτάσει, αλλά η Αύρα, πιο ανάλαφρη, του ξέφευγε. Ο Διόνυσος στράφηκε για βοήθεια στην θεά Αφροδίτη κι αυτή έκανε την Αύρα να χάσει τα λογικά της κι έτσι να του παραδοθεί. Από την ένωσή τους γεννήθηκαν δίδυμα, αλλά η Αύρα μέσα στην παραφροσύνη της τα κομμάτιασε και μετά έπεσε κι η ίδια στον ποταμό Σαγγάριο. Η ανάλαφρη φύση της, οι απρόβλεπτες εμφανίσεις και εξαφανίσεις της κι ο τραγικός της μύθος, την έχουν συσχετίσει και με τις ψυχές των νεκρών, που εμφανίζονταν και ξαναχάνονταν σαν αύρα. Η Αύρα απεικονίζεται εδώ σαν μια νέα που πετάει ανάλαφρα, με το ιμάτιό της να ανεμίζει πίσω της σχηματίζοντας τόξο.
Ο Διόνυσος
Ο Διόνυσος, γιός του Δία και της Σεμέλης, γνωστός κυρίως ως θεός του κρασιού, τη αμπέλου και του γλεντιού, ήταν η πιο εξέχουσα θεότητα της γονιμότητας και της αναγέννησης της φύσης. Σύζυγός του ήταν η Αριάδνη. Τον συνόδευαν οι Μαινάδες, νύμφες κυριευμένες από διονυσιακή μανία, καθώς και τα πνεύματα της γονιμότητας, των νερών και των δασών, δηλαδή οι Σάτυροι και οι Σειληνοί. Οι θνητοί, τον λάτρευαν με κάθε είδους ελευθεριότητα, με θορυβώδεις πομπές και χορούς έκστασης, φορώντας συχνά προσωπεία. Εξέλιξη της διονυσιακής λατρείας είναι το αρχαίο δράμα και το σημερινό θέατρο.
Ο Διόνυσος απεικονίζεται εδώ ως ημίγυμνος νέος, στεφανωμένος με το αγαπημένο του φυτό, τον κισσό, κρατώντας ένα σταφύλι. Δίπλα του απεικονιζόταν το αγαπημένο του ζώο, ο πάνθηρας.
Ο Διόσκουρος
Οι Διόσκουροι, Κάστορας και Πολυδεύκης, θεωρούνταν δίδυμα παιδιά του Δία.
Ωστόσο μόνον ο Πολυδεύκης ήταν πραγματικό παιδί του Δία και της Λήδας, ενώ τον Κάστορα, η Λήδα τον απέκτησε την ίδια νύχτα από τον θνητό σύζυγό της, Τυνδάρεω. Διακρίθηκαν για τη συμμετοχή τους στην Αργοναυτική και σε άλλες μυθικές εκστρατείες. Όταν ο Κάστωρ σκοτώθηκε, ο Δίας κάλεσε τον Πολυδεύκη στον Όλυμπο, αλλά αυτός αρνήθηκε την αθανασία χωρίς τον αδελφό του και ζήτησε να τη μοιραστούν. Έτσι, ο Δίας τους επέτρεψε να ζουν και οι δύο στον Όλυμπο εναλλάξ ή, σύμφωνα με παραλλαγή του μύθου, έγιναν ο αστερισμός των Διδύμων, η εμφάνιση
του οποίου θεωρείται από τους ναυτικούς καλός οιωνός. Αντιπροσωπεύουν την τόλμη και την αδελφική αφοσίωση κι ήταν προστάτες της ιππικής, των ναυτικών και των ταξιδιωτών.
Εδώ πιθανότατα εικονίζεται ένας από τους Διόσκουρους, ως νεανική ηρωική μορφή, φορώντας μόνο χλαμύδα που πέφτει πίσω στους ώμους και έναν κωνικό σκούφο, τον πίλο. Δίπλα του απεικονιζόταν σε προτομή ένα ζώο, ίσως άλογο.
Ο Γανυμήδης
Ο Γανυμήδης, ένας έφηβος από σπουδαία γενιά της Τροίας, είχε τόση ομορφιά
που ο Όμηρος τον περιγράφει ως τον ωραιότερο των θνητών. Ζούσε ανέμελα φροντίζοντας τα κοπάδια του πατέρα του στο βουνό της Τροίας, την Ίδη. Ο Δίας τον ερωτεύθηκε και μεταμορφωμένος σε αετό τον άρπαξε και τον ανέβασε στον Όλυμπο.
Εκεί ο Γανυμήδης έγινε οινοχόος των θεών.
Το σύμπλεγμα απεικονίζει την αρπαγή του νέου που μόλις αγγίζει τη γη, χωρίς να προβάλει αντίσταση. Ο τεράστιος αετός-Δίας τον κρατάει σφιχτά με τα πόδια του.
Ο Γανυμήδης, που απεικονίζεται ως αθλητικός νέος, με χλαμύδα στους ώμους και τον
χαρακτηριστικό σκούφο της πατρίδας του Φρυγίας, ανταποκρίνεται στο αγκάλιασμα με μια κίνηση του χεριού και της κεφαλής. Ερωτισμός και τρυφερότητα εκδηλώνονται στα βλέμματά τους.
Η Λήδα
Η Λήδα, βασίλισσα της Σπάρτης, ενώθηκε με τον Δία, όταν αυτός την ερωτεύτηκε και για να την πλησιάσει μεταμορφώθηκε σε κύκνο. Εκείνη αγκάλιασε τον κύκνο για να τον προστατεύσει από έναν αετό που τον κυνηγούσε. Από τις ενώσεις της την ίδια νύχτα, με τον κύκνο-Δία και με τον θνητό σύζυγό της Τυνδάρεω, γέννησε δύο αυγά. Από αυτά γεννήθηκαν δύο ζευγάρια διδύμων, η Ωραία Ελένη και ο Πολυδεύκης, που θεωρούνταν παιδιά του Δία, και ο Κάστορας και η Κλυταιμνήστρα, παιδιά του Τυνδάρεω αντίστοιχα.
Στο σύμπλεγμα αυτό απεικονίζεται η ερωτική τους περίπτυξη, με τη Λήδα ημίγυμνη, να κρατά τρυφερά στην αγκαλιά της τον κύκνο, ανασηκώνοντας με το άλλο χέρι το ιμάτιό της για να τον καλύψει και να τον προστατεύσει.
Θεά Νίκη
Η φτερωτή θεά Νίκη, κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Στύγας προσωποποιούσε τη έννοια της νίκης σε πολεμικές ή ειρηνικές αναμετρήσεις και ήταν ηνίοχος του άρματος των θεών. Κατέβαινε από τον ουρανό για να επιβραβεύσει τους νικητές με δόξα, απονέμοντάς τους στεφάνια δάφνης, κλαδιά φοίνικα ή υφασμάτινες ταινίες.
Εδώ, απεικονίζεται ως φτερωτή νέα, να κατεβαίνει από τον Όλυμπο, για να επιβραβεύσει κάποιον νικητή με ταινία που κρατεί στο ύψος των μηρών της. Το ένδυμά της ανεμίζει πίσω της και το ένα πόδι της μόλις αγγίζει το έδαφος.
Μαινάδα
Οι Μαινάδες ήταν νύμφες που συνόδευαν τον θεό Διόνυσο, μαζί με τα άλλα πνεύματα της φύσης, τους Σατύρους και τους Σειληνούς. Το όνομά τους σχετίζεται με τη μανία, αφού ενσάρκωναν την έκσταση της διονυσιακής μανίας, αποτέλεσμα μέθης και χορού. Τιμούσαν τον Διόνυσο με άσματα, κραυγές και οργιαστικούς χορούς.
Έτρεχαν στα βουνά μαζί με άγρια ζώα και με τις δυνάμεις που τους έδινε η διονυσιακή μανία ξερίζωναν δέντρα, σκότωναν θηρία και έτρωγαν τις σάρκες τους
ωμές. Ειρηνικά έργα τους ήταν ο τρύγος και η οινοποίηση.
Η Μαινάδα που απεικονίζεται εδώ, παίζει αυλό και χορεύει πατώντας στις μύτες των ποδιών, με το διάφανο ιμάτιό της να κυματίζει στους στροβιλισμούς της.
Οι "Μαγεμένες" της Θεσσαλονίκης
Το μνημείο με την ονομασία Μαγεμένες ή Είδωλα, Las Incantadas στα ισπανοεβραϊκά, ανήκε πιθανότατα σε ένα σημαντικό δημόσιο κτίριο στο κέντρο της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης. Χρονολογείται στο τέλος του 2ου ή στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. και τοποθετείται κάπου ανάμεσα στην Παναγία Χαλκέων, τα Λουτρά Παράδεισος και στον Άγ. Νικόλαο, στον άξονα της σημερινής οδού Αριστοτέλους. Τον 17ο και 18ο αι. το μνημείο, γνωστό από περιηγητές και ζωγράφους της εποχής αυτής, ήταν εντυπωσιακό αξιοθέατο για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της πόλης. Την πρόσοψή του, ύψους περί τα 13 μ., αποτελούσε διώροφη κιονοστοιχία, με κορινθιακούς κίονες στο κατώτερο επίπεδο και πεσσούς στο ανώτερο. Οι τέσσερις πεσσοί, κοσμούνταν στις δύο κύριες όψεις τους με οκτώ ανάγλυφες μυθολογικές μορφές. Στην εσωτερική πλευρά εικονίζονταν μια Μαινάδα, ο Διόνυσος, η Αριάδνη και η Λήδα με τον κύκνο-Δία, ενώ στην εξωτερική, η Νίκη, η Αύρα, ένας Διόσκουρος και η αρπαγή του Γανυμήδη.
Ως τον 19ο αι. το μνημείο σωζόταν στην καρδιά της εβραϊκής συνοικίας Rogos, ενσωματωμένο στην αυλή ενός εμπόρου. Όπως αναφέρεται σε κείμενα περιηγητών, ο έμπορος αυτός αποσπούσε μικρά κομμάτια από το μνημείο και τα πουλούσε στους τουρίστες. Το 1864 ο Γάλλος παλαιογράφος Emmanuel Miller, με άδεια της οθωμανικής κυβέρνησης και παρά τη γενική αντίδραση του πληθυσμού της πόλης, αποξήλωσε το μνημείο, τεμαχίζοντάς το βίαια και μετέφερε στη Γαλλία τα γλυπτά, που εκτίθενται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου.
Το 1997 βρέθηκε στην οδό Ρογκότη θραύσμα ενός ακόμα πεσσού, που διασώζει τμήμα της κεφαλής και του φτερού μιας Νίκης και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
Οι «Incantadas» και η εβραϊκή συνοικία Rogos
Το 1492 οι Εβραίοι της Ισπανίας (Σεφαραδίμ ή Σεφαραδίτες) υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους μέσα σε τρεις μήνες με διαταγή των καθολικών βασιλέων Φερδινάνδου και Ισαβέλλας, επειδή δεν προσχώρησαν στον χριστιανισμό. Τότε ο σουλτάνος Βαγιαζίτ Β΄ (1481-1512) έδωσε άδεια για την εγκατάσταση Εβραίων προσφύγων από την Ισπανία στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλα κύματα Εβραίων προσφύγων στην πόλη από την Ιταλία, Γαλλία, Πορτογαλία, Ρουμανία. Έτσι ιδρύθηκαν στην πόλη αρκετές εβραϊκές συνοικίες με τις συναγωγές τους. Σύμφωνα με περιηγητές στα μέσα του 18ου αιώνα, στη Θεσσαλονίκη των οθωμανικών χρόνων (1430-1912), ο αριθμός των Εβραίων της πόλης υπερέβαινε το άθροισμα των χριστιανών και των Τούρκων κατοίκων.
Στα μέσα του 17ου αιώνα δημιουργείται η εβραϊκή συνοικία Rogos ή Rogoz, που εκτεινόταν πάνω από την οδό Εγνατία και ως το ύψος της οδού Φιλίππου και από την οδό Αγίου Νικολάου ως την οδό Βενιζέλου, εγκλωβίζοντας το μνημείο των Μαγεμένων. Μία οδός στη συνοικία αυτή ήταν η οδός Suretler (ή Ειδώλων) που πήρε το όνομά της από τη στοά των Ειδώλων (Μαγεμένες), γεγονός που αποδεικνύει την εντύπωση που ασκούσε στον κόσμο το σημαντικό αυτό μνημειακό σύνολο της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης.
Το μνημείο με την ονομασία Μαγεμένες ή Είδωλα, Las Incantadas στα ισπανοεβραϊκά, ανήκε πιθανότατα σε ένα σημαντικό δημόσιο κτίριο στο κέντρο της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης. Χρονολογείται στο τέλος του 2ου ή στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. και τοποθετείται κάπου ανάμεσα στην Παναγία Χαλκέων, τα Λουτρά Παράδεισος και στον Άγ. Νικόλαο, στον άξονα της σημερινής οδού Αριστοτέλους. Τον 17ο και 18ο αι. το μνημείο, γνωστό από περιηγητές και ζωγράφους της εποχής αυτής, ήταν εντυπωσιακό αξιοθέατο για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της πόλης. Την πρόσοψή του, ύψους περί τα 13 μ., αποτελούσε διώροφη κιονοστοιχία, με κορινθιακούς κίονες στο κατώτερο επίπεδο και πεσσούς στο ανώτερο. Οι τέσσερις πεσσοί, κοσμούνταν στις δύο κύριες όψεις τους με οκτώ ανάγλυφες μυθολογικές μορφές. Στην εσωτερική πλευρά εικονίζονταν μια Μαινάδα, ο Διόνυσος, η Αριάδνη και η Λήδα με τον κύκνο-Δία, ενώ στην εξωτερική, η Νίκη, η Αύρα, ένας Διόσκουρος και η αρπαγή του Γανυμήδη.
Ως τον 19ο αι. το μνημείο σωζόταν στην καρδιά της εβραϊκής συνοικίας Rogos, ενσωματωμένο στην αυλή ενός εμπόρου. Όπως αναφέρεται σε κείμενα περιηγητών, ο έμπορος αυτός αποσπούσε μικρά κομμάτια από το μνημείο και τα πουλούσε στους τουρίστες. Το 1864 ο Γάλλος παλαιογράφος Emmanuel Miller, με άδεια της οθωμανικής κυβέρνησης και παρά τη γενική αντίδραση του πληθυσμού της πόλης, αποξήλωσε το μνημείο, τεμαχίζοντάς το βίαια και μετέφερε στη Γαλλία τα γλυπτά, που εκτίθενται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου.
Το 1997 βρέθηκε στην οδό Ρογκότη θραύσμα ενός ακόμα πεσσού, που διασώζει τμήμα της κεφαλής και του φτερού μιας Νίκης και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
Οι «Incantadas» και η εβραϊκή συνοικία Rogos
Το 1492 οι Εβραίοι της Ισπανίας (Σεφαραδίμ ή Σεφαραδίτες) υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους μέσα σε τρεις μήνες με διαταγή των καθολικών βασιλέων Φερδινάνδου και Ισαβέλλας, επειδή δεν προσχώρησαν στον χριστιανισμό. Τότε ο σουλτάνος Βαγιαζίτ Β΄ (1481-1512) έδωσε άδεια για την εγκατάσταση Εβραίων προσφύγων από την Ισπανία στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλα κύματα Εβραίων προσφύγων στην πόλη από την Ιταλία, Γαλλία, Πορτογαλία, Ρουμανία. Έτσι ιδρύθηκαν στην πόλη αρκετές εβραϊκές συνοικίες με τις συναγωγές τους. Σύμφωνα με περιηγητές στα μέσα του 18ου αιώνα, στη Θεσσαλονίκη των οθωμανικών χρόνων (1430-1912), ο αριθμός των Εβραίων της πόλης υπερέβαινε το άθροισμα των χριστιανών και των Τούρκων κατοίκων.
Στα μέσα του 17ου αιώνα δημιουργείται η εβραϊκή συνοικία Rogos ή Rogoz, που εκτεινόταν πάνω από την οδό Εγνατία και ως το ύψος της οδού Φιλίππου και από την οδό Αγίου Νικολάου ως την οδό Βενιζέλου, εγκλωβίζοντας το μνημείο των Μαγεμένων. Μία οδός στη συνοικία αυτή ήταν η οδός Suretler (ή Ειδώλων) που πήρε το όνομά της από τη στοά των Ειδώλων (Μαγεμένες), γεγονός που αποδεικνύει την εντύπωση που ασκούσε στον κόσμο το σημαντικό αυτό μνημειακό σύνολο της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης.
Ο Θρύλος
Τα μνημειώδη γλυπτά πήραν την ονομασία «Μαγεμένες» ή «Incantadas» από μια λαϊκή παράδοση, χωρίς ιστορική βάση: Οι πεσσοί αυτοί ανήκαν σε μια στοά που συνέδεε το παλάτι του Μ. Αλεξάνδρου με ένα άλλο, στο οποίο διέμενε ο φιλοξενούμενός του βασιλιάς της Θράκης με την συνοδεία του. Η βασίλισσα της Θράκης ενέδωσε στη γοητεία του Μ. Αλεξάνδρου κι εκείνος τις νύχτες την επισκεπτόταν κρυφά περνώντας από αυτή τη στοά. Ο άντρας της το έμαθε και ζήτησε να κάνουν στη στοά μάγια. Ο Αριστοτέλης ενημέρωσε τον Αλέξανδρο, που εκείνη τη νύχτα δεν βγήκε. Η βασίλισσα, ανήσυχη για την καθυστέρησή του, πήγε με την ακολουθία της στη στοά να τον περιμένει και, χτυπημένη από τα μάγια, μαρμάρωσε, όπως μαρμάρωσε αμέσως μετά κι ο άντρας της, που πήγε κι αυτός εκεί για να δει αν τα μάγια είχαν αποδώσει.
Βράχοι που μοιάζουν με βασιλόπουλα, νύφες, ζώα ή καράβια, για τη λαϊκή παράδοση ήταν κάποτε πραγματικά, ώσπου μια μεταστροφή της μοίρας, μια θεϊκή ή μαγική παρέμβαση, μια ευχή ή μια κατάρα, τα πέτρωσε κι έμειναν εκεί για πάντα, απτοί μάρτυρες της ανθρώπινης μηδαμινότητας μπροστά στο θείο και το πεπρωμένο. Τέτοιες παραδόσεις είναι γνωστές ήδη από τον Όμηρο, με το πλοίο των Φαιάκων που, παρά τη θέληση του Ποσειδώνα, μετέφερε τον Οδυσσέα από την Κέρκυρα στην Ιθάκη κι αυτός αγανακτισμένος το πέτρωσε. Σ’ αυτές ακόμη ανήκει κι ο θρύλος του μαρμαρωμένου βασιλιά, που όταν περικυκλώθηκε από Τούρκους, ένας άγγελος τον σήκωσε, τον έκρυψε σε μια σπηλιά, τον μαρμάρωσε και μένει εκεί μαρμαρωμένος, μέχρι την ώρα που ο άγγελος θα τον ξαναζωντανέψει για να ελευθερώσει την Πόλη.
Παρόμοιοι θρύλοι εμφανίζονται σε πολλούς πολιτισμούς και εντάσσονται στους αιτιολογικούς μύθους, αφού συνήθως επιχειρούν να ερμηνεύσουν ιστορικά γεγονότα ιδιαίτερης σημασίας, πρόσωπα του μύθου ή της ιστορίας, φυσικούς σχηματισμούς ή αρχαία μνημεία, που το νόημά τους με τους αιώνες διαφοροποιήθηκε ή λησμονήθηκε.
Το χρονικό του διαμελισμού και της διαρπαγής των Incantadas κατέγραψε ο Γάλλος παλαιογράφος Εmmanuel Miller στο έργο του Le Mont Athos, Vatopedi et l’ile de Thasos, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1889. Στις 30 0κτωβρίου 1864 ο Miller αγκυροβόλησε στη Θεσσαλονίκη, όπου έφτασε από τη Θάσο. Είκοσι μέρες νωρίτερα είχε εξασφαλίσει την άδεια του σουλτάνου για να αφαιρέσει και να μεταφέρει τα γλυπτά στο Παρίσι.
Κατά την άφιξή του όμως στην πόλη πληροφορήθηκε από τον Γάλλο πρόξενο ότι είχε πλέον εντολή από τις γαλλικές αρχές να αποσπάσει ολόκληρο το μνημείο. Kαθώς ο Miller δεν διέθετε τα τεχνικά μέσα για ένα τέτοιο έργο, απευθύνθηκε στον Τούρκο πασά της Θεσσαλονίκης που του υποσχέθηκε να εξασφαλίσει ό,τι χρειαστεί για να μεταφέρει τα μαρμάρινα γλυπτά του κτιρίου.
Στις 2 Νοεμβρίου 1864 ξεκίνησε η βίαιη απόσπαση των αρχαίων. Ο Miller προγραμματίζει να μεταφέρει όλο το μνημείο και να πριονίσει όλο το ανώτερο τμήμα του. Ευρωπαίοι πρόξενοι της πόλης τηλεγραφούν στην Κωνσταντινούπολη για να αποτρέψουν την αρπαγή των Mαγεμένων. Οι κάτοικοι της πόλης συρρέουν για να δουν το θέαμα και αντιδρούν στην τρομερή επιχείρηση που πραγματοποιείται μπροστά στα μάτια τους. Όμως η αποξήλωση των αγαλμάτων έχει ήδη ολοκληρωθεί ως τις 12 Νοεμβρίου. Παρά τις δυσκολίες κατά τη μεταφορά, τα γλυπτά και τα αρχιτεκτονικά μέλη φτάνουν στο λιμάνι με άμαξες που σύρονται από τέσσερα ζευγάρια βοδιών και με τη συνδρομή του πληρώματoς και του εξοπλισμού ενός γαλλικού πολεμικού πλοίου.
Η ολοκλήρωση του διαμελισμού του μνημείου διήρκεσε αρκετές ημέρες. Ο Μiller αποφάσισε να παρατείνει την παραμονή του στη Θεσσαλονίκη, γιατί επιθυμούσε να κάνει ανασκαφή στην περιοχή των Incantadas. Ωστόσο οι παρατεταμένες βροχές του Νοεμβρίου τον εμπόδισαν. Στις αρχές Δεκεμβρίου ο Μiller μετέφερε στο Παρίσι ένα ακόμη κιονόκρανο και τα τελευταία μαρμάρινα κομμάτια του μνημείου.
Κατά την άφιξή του όμως στην πόλη πληροφορήθηκε από τον Γάλλο πρόξενο ότι είχε πλέον εντολή από τις γαλλικές αρχές να αποσπάσει ολόκληρο το μνημείο. Kαθώς ο Miller δεν διέθετε τα τεχνικά μέσα για ένα τέτοιο έργο, απευθύνθηκε στον Τούρκο πασά της Θεσσαλονίκης που του υποσχέθηκε να εξασφαλίσει ό,τι χρειαστεί για να μεταφέρει τα μαρμάρινα γλυπτά του κτιρίου.
Στις 2 Νοεμβρίου 1864 ξεκίνησε η βίαιη απόσπαση των αρχαίων. Ο Miller προγραμματίζει να μεταφέρει όλο το μνημείο και να πριονίσει όλο το ανώτερο τμήμα του. Ευρωπαίοι πρόξενοι της πόλης τηλεγραφούν στην Κωνσταντινούπολη για να αποτρέψουν την αρπαγή των Mαγεμένων. Οι κάτοικοι της πόλης συρρέουν για να δουν το θέαμα και αντιδρούν στην τρομερή επιχείρηση που πραγματοποιείται μπροστά στα μάτια τους. Όμως η αποξήλωση των αγαλμάτων έχει ήδη ολοκληρωθεί ως τις 12 Νοεμβρίου. Παρά τις δυσκολίες κατά τη μεταφορά, τα γλυπτά και τα αρχιτεκτονικά μέλη φτάνουν στο λιμάνι με άμαξες που σύρονται από τέσσερα ζευγάρια βοδιών και με τη συνδρομή του πληρώματoς και του εξοπλισμού ενός γαλλικού πολεμικού πλοίου.
Η ολοκλήρωση του διαμελισμού του μνημείου διήρκεσε αρκετές ημέρες. Ο Μiller αποφάσισε να παρατείνει την παραμονή του στη Θεσσαλονίκη, γιατί επιθυμούσε να κάνει ανασκαφή στην περιοχή των Incantadas. Ωστόσο οι παρατεταμένες βροχές του Νοεμβρίου τον εμπόδισαν. Στις αρχές Δεκεμβρίου ο Μiller μετέφερε στο Παρίσι ένα ακόμη κιονόκρανο και τα τελευταία μαρμάρινα κομμάτια του μνημείου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου