Οι σαρωτικές αλλαγές που έρχονται στο Δημόσιο, το προσεχές διάστημα τόσο σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους, όσο και τις δομές και λειτουργία της κρατικής μηχανής, είναι κάτι περισσότερο από βέβαιες.
Η συζήτηση μπορεί να εστιάζεται το τελευταίο διάστημα στον ποσοτικό στόχο των 4.000 απολύσεων που θα γίνουν μέχρι το τέλος του έτους, ωστόσο, οι σχεδιασμοί εδώ και καιρό είναι πολύ πιο μακροπρόθεσμοι ακουμπώντας ακόμη και αυτόν τον «χαρακτήρα» του δημοσίου.
Η αναδιοργάνωση, μέσω και της αξιολόγησης, αναμένεται να οδηγήσει σε οριστική κατάργηση και «λουκέτα» άχρηστων φορέων και κοστοβόρων υπηρεσιών, που πλέον είτε δεν έχουν λόγο ύπαρξης αφού δεν στοχεύουν στην εξυπηρέτηση του πολίτη, είτε μπορούν να ασκηθούν από ιδιώτες επιτυγχάνοντας μεγαλύτερες εξοικονομήσεις για το κράτος.
Σε τέτοιου είδους αποφάσεις εξάλλου, συντείνουν τόσο τα «στενά» δημοσιονομικά της χώρας, όσο και η ανάγκη για εξορθολογισμό του προσωπικού της Δημοσίας Διοίκησης. Μια τέτοια εξέλιξη, πάντως, όπως είναι φυσικό αναμένεται να συμπαρασύρει και τους υπαλλήλους συγκεκριμένων φορέων, κλάδων ή ειδικοτήτων.
Το θέμα «άνοιξε» με τον πλέον επίσημο τρόπο ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, με την ομιλία του στη Βουλή, στο πλαίσιο της συζήτησης της πρότασης μομφής. «Υπάρχουν αλλαγές οι οποίες έχουν ξεκάθαρο ιδεολογικό πρόσημο, όπως η χάραξη νέων ορίων μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα», είπε ο κ. Μητσοτάκης, διερωτώμενος «δεν πρέπει να ανοίξει αυτή η συζήτηση στη χώρα, για να δούμε πραγματικά πόσο μεγάλο πρέπει να είναι το κράτος ασχέτως της δυνατότητας που έχουμε να το χρηματοδοτήσουμε;». Σύμφωνα με τον υπουργό, σε πρώτη φάση «χωρίς ταμπού και χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις», με βάση και την ευρωπαϊκή εμπειρία θα πρέπει να εξετασθούν ποιες υπηρεσίες και με ποια κριτήρια μπορούν να μεταφερθούν στον ιδιωτικό τομέα.
Από τον Μάιο
Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί ότι δεν είναι η πρώτη φορά που υπουργός επιχειρεί να ανοίξει αυτή τη συζήτηση. Μόλις τον περασμένο Μάιο, ο τότε υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης Αντ. Μανιτάκης, κινούμενος σε ανάλογο μήκος κύματος είχε δηλώσει -πάλι από τη Βουλή- ότι «σκοπεύουμε να διατηρήσουμε μόνον τις αναγκαίες και χρήσιμες για το κοινωνικό σύνολο δημόσιες υπηρεσίες, που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να επιτελέσουν ιδιωτικοί φορείς, υπό την απαράβατη προϋπόθεση ότι το κόστος λειτουργίας τους δεν θα επιβαρύνει υπέρμετρα ή αδικαιολόγητα τον Έλληνα φορολογούμενο».
Αν και στην Ελλάδα, οποιαδήποτε νύξη για μεταφορά αρμοδιοτήτων σε ιδιώτες προκαλεί θύελλα αντιδράσεων και αιχμηρές καταγγελίες περί «συμφερόντων», βάζοντας «φρένο» σε οποιοδήποτε χρήσιμο διάλογο, ωστόσο -και με δεδομένες τις ελλείψεις προσωπικού ή πόρων, που παρατηρούνται σε αρκετούς φορείς, όπως για παράδειγμα δήμους, αλλά και την απαγόρευση προσλήψεων- θα ήταν υποκριτικό να υποστηρίξει κανείς ότι δεν υπάρχουν τέτοιες σκέψεις ή ακόμη και προετοιμασίες. Υπενθυμίζεται άλλωστε ότι ήδη υπάρχει πρόβλεψη από τον νόμο για δυνατότητα άσκησης υπηρεσιών που αφορούν κοινωνικές δομές, μέσω κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων. Δεν είναι λίγοι μάλιστα εκείνοι που θεωρούν τις ΚΟΙΝΣΕΠ ως «προθάλαμο» για πλήρη παραχώρηση σε ιδιώτες ολόκληρων τομέων.
Ποιες είναι όμως οι υπηρεσίες που θα μπορούσαν, βάσει και των όσων συμβαίνουν σε ευρωπαϊκές χώρες να ασκηθούν από τον ιδιωτικό τομέα;
Μία από αυτές, αφορά τον τομέα της καθαριότητας. Στο συγκεκριμένο κλάδο, υπολογίζεται ότι απασχολούνται περί τους 3.000 εργαζομένους στην καθαριότητα κτιρίων και άλλοι 5.000 στα σχολεία. Πλήθος εργαζομένων εντοπίζονται και στη φύλαξη κτιρίων και εγκαταστάσεων των δήμων (αθλητικές εγκαταστάσεις, πνευματικά κέντρα κ.λπ.) με τον αριθμό τους να φθάνει επίσης τις 3.000.
Στις δε κοινωνικές υπηρεσίες (που αφορούν τον πολιτισμό, τον αθλητισμό, τους παιδικούς σταθμούς, τα ΚΑΠΗ), αλλά και προνοιακές δομές, το προσωπικό υπολογίζεται σε περίπου 10.000. Με δεδομένο ότι αυτό το διάστημα η αξιολόγηση στις δομές των δήμων βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, στελέχη της Αυτοδιοίκησης εκτιμούν πως αρκετές από αυτές θα βρεθούν στο στόχαστρο. Επιπλέον ένα μεγάλο κομμάτι των εν λόγω εργαζομένων είναι χαμηλών προσόντων (στην πλειοψηφία τους υποχρεωτικής εκπαίδευσης) γεγονός που αυτομάτως τους φέρνει σε μειονεκτική θέση.
Μπορούν να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας
Τα υπέρ και τα κατά από την είσοδο ιδιωτών
Αρκετά είναι τα επιχειρήματα υπέρ της ανάληψης υπηρεσιών του Δημοσίου, από ιδιώτες, με τα περισσότερα να εστιάζονται γύρω από τον οικονομικό τομέα. Για παράδειγμα με αυτό τον τρόπο, μπορούν να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας και μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη, καθώς οι προσφερόμενες από τον ιδιώτη υπηρεσίες δεν περιορίζονται μόνο σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, ή σε συγκεκριμένους φορείς, αλλά είναι συνολικότερες.
Η ιδιωτικοποίηση μπορεί επιπλέον να επιτρέψει τη δημιουργία πιο ισχυρών κινήτρων για τους ιδιώτες, αφού οι ιδιωτικές εταιρείες είναι περισσότερο ευέλικτες στο να αναλάβουν και να υλοποιήσουν καινοτομίες που θα συντελέσουν στη μείωση του κόστους. Επιπλέον η διαδικασία του ανταγωνισμού, μέσω ενός δημόσιου διαγωνισμού, ενισχύει την πίεση προς την κατεύθυνση της ελαχιστοποίησης του κόστους.
Σημαντικό επίσης είναι και το επιχείρημα της εποχικότητας μιας υπηρεσίας (π.χ. τουριστικοί δήμοι) καθώς είναι προφανές ότι ένας φορέας του Δημοσίου αδυνατεί να χρηματοδοτεί υποδομές, μηχανήματα και ανθρώπινους πόρους ετησίως, όταν η μεγάλη ζήτηση για συγκεκριμένες υπηρεσίες περιορίζεται σε λίγους μήνες.
Οι «πολέμιοι» της ιδέας πάντως, εστιάζουν την κριτική τους στο γεγονός, ότι οι επιλογές γίνονται, κατά κύριο λόγο, με βάση το οικονομικό στοιχείο και όχι την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, καθώς και στο ότι σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όπου η εμπλοκή ιδιωτών σε δημόσιες υπηρεσίες είναι ευρύτατα διαδεδομένη, τα τελευταία χρόνια υπάρχει έντονος προβληματισμός και συζήτηση για επιστροφή τους στο Δημόσιο.
Του Ηλία Μπενέκου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου