'Εχουμε πια φτάσει στο σημείο που θεωρούμε απολύτως φυσιολογικό να μην υπάρχει σπιθαμή δημόσιου τοίχου στην πρωτεύουσα και σε όλη τη χώρα χωρίς μουτζούρες. Κι όλο αυτό να θεωρείται προοδευτικό και όχι ο ωμός φασισμός μιας μειοψηφίας πιτσιρικάδων που έχουν επιβάλει ανενόχλητοι την ασχήμια τους σε μας τους «υπολοίπους».
Το είχα προσέξει από την πρώτη στιγμή, αλλά με
παρέσυρε ο ενθουσιασμός μου για το τραγούδι και το έβαλα στην άκρη του
μυαλού μου. Χθες, όμως, που το ξανασκεφτόμουν, έκανα κάτι σαν πείραμα
που το προτείνω και σε εσας:
Ξαναδείτε το βίντεο κλιπ «Μάντισσα» της Μαρίνας Σάττι (λέω ξαναδείτε το γιατί έχει πάνω από 10 εκατομμύρια views) και εστιάστε την προσοχή σας όχι στα κορίτσια που χορεύουν, αλλά στο φόντο του «μονοπλάνου». Στα σοκάκια και στις παρόδους της οδού Αθηνάς γύρω από την πλατεία της Αγίας Ειρήνης. Δηλαδή στο καρακέντρο της πρωτεύουσας αυτής της χώρας. Ε, λοιπόν, αν προσέξετε την ασχήμια αυτού του φόντου, ειλικρινά θα φρίξετε από το πόσο τελικά έχουμε εθιστεί στη βρωμιά της πόλης που ζούμε.
Σε όλη τη διάρκεια του κλιπ δεν υπάρχει τετραγωνικό αθηναϊκού τοίχου χωρίς μουτζούρες και γκράφιτι, δεν υπάρχει ούτε μία βιτρίνα ή ρολό μαγαζιού που να μην έχει πάνω του μπογιές με ακατάληπτα γράμματα και σκισμένες αφίσες. Το τοπίο μοιάζει με γκέτο στο Μπρονξ της δεκαετίας του ’70 που «φιλοτεχνήθηκε» επί τούτου το 2017 για τις ανάγκες ενός κλιπ. Σαν να σκέφτηκε ένας πανέξυπνος σκηνοθέτης να αναδείξει ακόμη περισσότερο τα νιάτα και την ομορφιά των κοριτσιών, κατασκευάζοντας πίσω τους το αθλιότερο, το πιο ρυπαρό, τοπίο που θα μπορούσε να φανταστεί.
Ξαναβλέποντας χθες το κλιπ σκεφτόμουν ότι ένας από τους πιο υπόγειους λόγους που εντείνουν τη μιζέρια και την ασφυξία που νιώθουμε είναι το αίσθημα μιας καθολικής παραίτησης που υπάρχει γύρω μας, όπου κι αν κοιτάξουμε. Η πρωτεύουσα είναι απ’ άκρη σ’ άκρη πιο βρώμικη από ποτέ και κανείς δεν ενδιαφέρεται ακόμη και να βάψει το ίδιο του το μαγαζί που λέρωσε ένας ανόητος το βράδυ. Δεν το κάνει, γιατί απλούστατα ξέρει ότι ο ίδιος ανόητος ουδόλως ανησυχεί μήπως συλληφθεί και θα το ξαναλερώσει και την επομένη. Ετσι απλά. Χωρίς λόγο. Το δε παρανοϊκό, που συμβαίνει ειδικώς τον τελευταίο καιρό, δεν είναι μόνον πως έχουμε συμβιβαστεί στην ηττοπαθή θέση ότι «έτσι είναι δυστυχώς ο δημόσιος χώρος στην Ελλάδα». Στο συλλογικό ασυνείδητο έχει σχεδόν επικρατήσει μία ακόμη τάχα προοδευτική τάση –εξυπακούεται προερχόμενη από την παγκοσμίως μοναδική ελληνική Αριστερά– που όχι μόνον δεν ενοχλείται από την άθλια εικόνα της Αθήνας, αλλά τη θεωρεί κάπως ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της. Η Αριστερά έχει φτάσει στην παράλογη εσχατιά να «αισθητικοποιήσει» την παρακμή της πόλης ως χαριτωμένη ιδιαιτερότητά της. Η έστω ως αναπόφευκτη εξέλιξη μπροστά στην πηγαία και –εννοείται– αδιαπραγμάτευτη ανάγκη των νέων να εκφράζουν ελεύθερα τα αισθήματά τους στον δημόσιο χώρο.
Αν σας φαίνεται υπερβολική η σκέψη, είναι γιατί μάλλον δεν θυμάστε τι είχε πει προ διετίας ο υπουργός Πολιτισμού –και πρώην συνάδελφος Νίκος Ξυδάκης– όταν κάποιοι ανεγκέφαλοι έβαψαν εν μια νυκτί ένα τεράστιο ασπρόμαυρο ανοσιούργημα πάνω στους μαρμάρινους τοίχους του Πολυτεχνείου. Φοβούμενος προφανώς μήπως στεναχωρήσει τους νεαρούς αναρχομπάχαλους και δυνάμει ψηφοφόρους του είχε κάνει την εξής δήλωση – προσέξτε τον λυρισμό στη διατύπωση.
Αφού είπε ότι «το γκράφιτι κατέλαβε επιθετικά το ΕΜΠ (sic) και βανδάλισε το αρχιτεκτονικό μνημείο, αλλοιώνοντας τη μορφολογία του (ξανά sic), και την ιστορική του φυσιογνωμία» πρόσθεσε: «Το γκράφιτι», όμως, «απεικόνισε και την κρίση στη χώρα, στην πόλη, στην οδό Στουρνάρη. Η σκοτεινιά του αναδύεται από το ζοφερό μικροκλίμα της περιοχής». Συγγνώμη Νίκο, αλλά αυτό το τελευταίο δεν ήταν απλώς sic, αλλά sick. Γιατί είναι βαθιά άρρωστο ένας υπουργός –και μάλιστα ο του Πολιτισμού– να συνδέει το μπογιάτισμα του Πολυτεχνείου με τον ζόφο μιας οικονομικής κρίσης ή το... μικροκλίμα της περιοχής. Για να μην το πω ο ορισμός του λαϊκισμού και μάλιστα του ελιτίστικου που τάχα εχθρεύεσαι.
Κάπως έτσι όμως –και χωρίς να το πολυκαταλάβουμε– έχουμε πια φτάσει στο σημείο που θεωρούμε απολύτως φυσιολογικό να μην υπάρχει σπιθαμή δημόσιου τοίχου στην πρωτεύουσα και σε όλη τη χώρα χωρίς μουτζούρες. Και όλο αυτό να θεωρείται προοδευτικό και όχι ο ωμός φασισμός μιας μειοψηφίας πιτσιρικάδων που έχουν επιβάλει ανενόχλητοι την ασχήμια τους σε μας τους «υπολοίπους».
Όποιος θεωρεί συντηρητικές αυτές τις σκέψεις, ας κατονομάσει έστω μια (1) άλλη πρωτεύουσα που να είναι ολόκληρη παραδομένη στη μουτζούρα. Διότι εδώ δεν μιλάμε για έναν δρόμο ή μια γειτονιά που να έχει, ας πούμε, τον χαρακτήρα μιας νεανικής ελευθεριότητας, μιας οποιασδήποτε κουλτούρας ακόμη και άναρχης. Τον τελευταίο καιρό ολόκληρη η χώρα μοιάζει πλέον παραδομένη στην ασχήμια, με τους γκραφιτάδες να δίνουν και συνεντεύξεις. Υπερηφανεύονται μάλιστα για το γεγονός ότι δεν υπάρχει πια σημείο που να φοβούνται πριν βάψουν, καθώς η Αστυνομία, λέει, επί ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει εντολές να τους συλλαμβάνει.
Μην ξεχάσω. Εύγε και στον δήμαρχο Αθηναίων. Μπράβο του που κυκλοφορεί περιχαρής χωρίς καν να συνειδητοποιεί ότι είναι επικεφαλής μιας πόλης η κατάντια της οποίας δεν απαντάται πουθενά στον πλανήτη. Την οποία –και αυτό μην το ξεχάσω– απογειώνουν τους τελευταίους μήνες οι χιλιάδες κουρελιασμένες, από τις βροχές, αφίσες της Αννας Βίσση με τη μάγισσα Φούρκα-Καρβέλα να διαφημίζουν από κοινού την Ακαδημία της απόλυτης ντεκαντάνς που βιώνουμε.
Ξαναδείτε το βίντεο κλιπ «Μάντισσα» της Μαρίνας Σάττι (λέω ξαναδείτε το γιατί έχει πάνω από 10 εκατομμύρια views) και εστιάστε την προσοχή σας όχι στα κορίτσια που χορεύουν, αλλά στο φόντο του «μονοπλάνου». Στα σοκάκια και στις παρόδους της οδού Αθηνάς γύρω από την πλατεία της Αγίας Ειρήνης. Δηλαδή στο καρακέντρο της πρωτεύουσας αυτής της χώρας. Ε, λοιπόν, αν προσέξετε την ασχήμια αυτού του φόντου, ειλικρινά θα φρίξετε από το πόσο τελικά έχουμε εθιστεί στη βρωμιά της πόλης που ζούμε.
Σε όλη τη διάρκεια του κλιπ δεν υπάρχει τετραγωνικό αθηναϊκού τοίχου χωρίς μουτζούρες και γκράφιτι, δεν υπάρχει ούτε μία βιτρίνα ή ρολό μαγαζιού που να μην έχει πάνω του μπογιές με ακατάληπτα γράμματα και σκισμένες αφίσες. Το τοπίο μοιάζει με γκέτο στο Μπρονξ της δεκαετίας του ’70 που «φιλοτεχνήθηκε» επί τούτου το 2017 για τις ανάγκες ενός κλιπ. Σαν να σκέφτηκε ένας πανέξυπνος σκηνοθέτης να αναδείξει ακόμη περισσότερο τα νιάτα και την ομορφιά των κοριτσιών, κατασκευάζοντας πίσω τους το αθλιότερο, το πιο ρυπαρό, τοπίο που θα μπορούσε να φανταστεί.
Ξαναβλέποντας χθες το κλιπ σκεφτόμουν ότι ένας από τους πιο υπόγειους λόγους που εντείνουν τη μιζέρια και την ασφυξία που νιώθουμε είναι το αίσθημα μιας καθολικής παραίτησης που υπάρχει γύρω μας, όπου κι αν κοιτάξουμε. Η πρωτεύουσα είναι απ’ άκρη σ’ άκρη πιο βρώμικη από ποτέ και κανείς δεν ενδιαφέρεται ακόμη και να βάψει το ίδιο του το μαγαζί που λέρωσε ένας ανόητος το βράδυ. Δεν το κάνει, γιατί απλούστατα ξέρει ότι ο ίδιος ανόητος ουδόλως ανησυχεί μήπως συλληφθεί και θα το ξαναλερώσει και την επομένη. Ετσι απλά. Χωρίς λόγο. Το δε παρανοϊκό, που συμβαίνει ειδικώς τον τελευταίο καιρό, δεν είναι μόνον πως έχουμε συμβιβαστεί στην ηττοπαθή θέση ότι «έτσι είναι δυστυχώς ο δημόσιος χώρος στην Ελλάδα». Στο συλλογικό ασυνείδητο έχει σχεδόν επικρατήσει μία ακόμη τάχα προοδευτική τάση –εξυπακούεται προερχόμενη από την παγκοσμίως μοναδική ελληνική Αριστερά– που όχι μόνον δεν ενοχλείται από την άθλια εικόνα της Αθήνας, αλλά τη θεωρεί κάπως ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της. Η Αριστερά έχει φτάσει στην παράλογη εσχατιά να «αισθητικοποιήσει» την παρακμή της πόλης ως χαριτωμένη ιδιαιτερότητά της. Η έστω ως αναπόφευκτη εξέλιξη μπροστά στην πηγαία και –εννοείται– αδιαπραγμάτευτη ανάγκη των νέων να εκφράζουν ελεύθερα τα αισθήματά τους στον δημόσιο χώρο.
Αν σας φαίνεται υπερβολική η σκέψη, είναι γιατί μάλλον δεν θυμάστε τι είχε πει προ διετίας ο υπουργός Πολιτισμού –και πρώην συνάδελφος Νίκος Ξυδάκης– όταν κάποιοι ανεγκέφαλοι έβαψαν εν μια νυκτί ένα τεράστιο ασπρόμαυρο ανοσιούργημα πάνω στους μαρμάρινους τοίχους του Πολυτεχνείου. Φοβούμενος προφανώς μήπως στεναχωρήσει τους νεαρούς αναρχομπάχαλους και δυνάμει ψηφοφόρους του είχε κάνει την εξής δήλωση – προσέξτε τον λυρισμό στη διατύπωση.
Αφού είπε ότι «το γκράφιτι κατέλαβε επιθετικά το ΕΜΠ (sic) και βανδάλισε το αρχιτεκτονικό μνημείο, αλλοιώνοντας τη μορφολογία του (ξανά sic), και την ιστορική του φυσιογνωμία» πρόσθεσε: «Το γκράφιτι», όμως, «απεικόνισε και την κρίση στη χώρα, στην πόλη, στην οδό Στουρνάρη. Η σκοτεινιά του αναδύεται από το ζοφερό μικροκλίμα της περιοχής». Συγγνώμη Νίκο, αλλά αυτό το τελευταίο δεν ήταν απλώς sic, αλλά sick. Γιατί είναι βαθιά άρρωστο ένας υπουργός –και μάλιστα ο του Πολιτισμού– να συνδέει το μπογιάτισμα του Πολυτεχνείου με τον ζόφο μιας οικονομικής κρίσης ή το... μικροκλίμα της περιοχής. Για να μην το πω ο ορισμός του λαϊκισμού και μάλιστα του ελιτίστικου που τάχα εχθρεύεσαι.
Κάπως έτσι όμως –και χωρίς να το πολυκαταλάβουμε– έχουμε πια φτάσει στο σημείο που θεωρούμε απολύτως φυσιολογικό να μην υπάρχει σπιθαμή δημόσιου τοίχου στην πρωτεύουσα και σε όλη τη χώρα χωρίς μουτζούρες. Και όλο αυτό να θεωρείται προοδευτικό και όχι ο ωμός φασισμός μιας μειοψηφίας πιτσιρικάδων που έχουν επιβάλει ανενόχλητοι την ασχήμια τους σε μας τους «υπολοίπους».
Όποιος θεωρεί συντηρητικές αυτές τις σκέψεις, ας κατονομάσει έστω μια (1) άλλη πρωτεύουσα που να είναι ολόκληρη παραδομένη στη μουτζούρα. Διότι εδώ δεν μιλάμε για έναν δρόμο ή μια γειτονιά που να έχει, ας πούμε, τον χαρακτήρα μιας νεανικής ελευθεριότητας, μιας οποιασδήποτε κουλτούρας ακόμη και άναρχης. Τον τελευταίο καιρό ολόκληρη η χώρα μοιάζει πλέον παραδομένη στην ασχήμια, με τους γκραφιτάδες να δίνουν και συνεντεύξεις. Υπερηφανεύονται μάλιστα για το γεγονός ότι δεν υπάρχει πια σημείο που να φοβούνται πριν βάψουν, καθώς η Αστυνομία, λέει, επί ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει εντολές να τους συλλαμβάνει.
Μην ξεχάσω. Εύγε και στον δήμαρχο Αθηναίων. Μπράβο του που κυκλοφορεί περιχαρής χωρίς καν να συνειδητοποιεί ότι είναι επικεφαλής μιας πόλης η κατάντια της οποίας δεν απαντάται πουθενά στον πλανήτη. Την οποία –και αυτό μην το ξεχάσω– απογειώνουν τους τελευταίους μήνες οι χιλιάδες κουρελιασμένες, από τις βροχές, αφίσες της Αννας Βίσση με τη μάγισσα Φούρκα-Καρβέλα να διαφημίζουν από κοινού την Ακαδημία της απόλυτης ντεκαντάνς που βιώνουμε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου