Αν ο επισκέπτης της Θεσσαλονίκης μπορεί να διακρίνει το ελληνιστικό και ρωμαϊκό παρελθόν της πόλης σε εκτεταμένες νησίδες του σύγχρονου αστικού ιστού (Αρχαία Αγορά, πλατεία Ναυαρίνου), δε συμβαίνει το ίδιο με τη βυζαντινή περίοδο της ζωής της, τα ίχνη της οποίας διασώζονται διάσπαρτα και αποσπασματικά: φυσικά οι ναοί της και τα τείχη, οικοδομικά κατάλοιπα σε υπόγεια πολυκατοικιών και λιγοστά ακόμη μνημεία. Από την άποψη αυτήν η ανασκαφική έρευνα που πραγματοποιείται χάρη στο μετρό είναι μία σπάνια και σημαντική συγκυρία για την επιστημονική μελέτη και την ανάδειξη της βυζαντινής Θεσσαλονίκης. Οι ανασκαφές πραγματοποιούνται σε περιοχές αδιατάρακτες από τη μεταγενέστερη οικοδομική δραστηριότητα, αφού κατά κανόνα τα κελύφη των σταθμών χωροθετούνται κάτω από το οδόστρωμα της σημερινής λεωφόρου Εγνατίας – Μοναστηρίου. Ετσι, αποκαλύπτονται αρχαιολογικά κατάλοιπα σε συνεχή αλληλοδιαδοχή πολλαπλασιάζοντας τις πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορία της πόλης.
Μεγαλεπήβολο έργο
Η εκτεταμένης κλίμακας έρευνα της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων που ξεκίνησε το 2006 πραγματοποιείται σε σταθμούς εντός του ιστορικού κέντρου της πόλης όσο και εκτός των τειχών (σταθμοί Αγίας Σοφίας, Βενιζέλου, Δημοκρατίας - διακλάδωση Σταυρούπολης).
«Η διεξαγωγή ανασκαφικής έρευνας στο κέντρο μιας πόλης με τη διάρκεια ζωής της Θεσσαλονίκης που ξεπερνά κατά πολύ τις δύο χιλιετίες είναι από τη φύση της μια σύνθετη και επίπονη διαδικασία. Ωστόσο, η εφορεία μας, έχοντας οργανώσει τόσο την επιστημονική ομάδα που διενεργεί την ανασκαφή στο πεδίο, όσο και τα συνεργεία εργατών, εργάζεται συστηματικά, διεξάγοντας ένα μεγαλεπήβολο και τιτάνιο έργο. Οι ανασκαφές πραγματοποιούνται πλέον σε διπλή βάρδια στους κεντρικούς σταθμούς, ξεκινώντας από την ανατολή του ήλιου μέχρι αργά το βράδυ», σημειώνει η προϊσταμένη της 9ης ΕΒΑ, αρχαιολόγος Δέσποινα Μακροπούλου.
Τα μέχρι τώρα ανασκαφικά δεδομένα στην εντός των τειχών περιοχή προσφέρουν ένα πανόραμα της πολεοδομικής οργάνωσης της πόλης από τα βυζαντινά έως και τα νεότερα χρόνια.
Στα τέσσερα μέτρα υπολογίζεται ότι έφτανε σε πλάτος ο δρόμος που διέτρεχε την πόλη κατά τους βυζαντινούς χρόνους (στην πορεία της σημερινής Εγνατίας). Ο δρόμος, που είχε στις δύο πλευρές του στενά πεζοδρόμια και ήταν κατασκευασμένος κυρίως από πέτρες και κεραμίδια, αποκαλύφθηκε σε όλο το πλάτος του στο σταθμό Βενιζέλου και αποσπασματικά στο βόρειο τμήμα του σταθμού Αγίας Σοφίας. Κάθετα στον κεντρικό αυτόν οδικό άξονα υπήρχαν δρομάκια μικρού πλάτους που όριζαν οικοδομικά τετράγωνα οριοθετώντας πυκνοδομημένες οικοδομικές νησίδες, από μαγαζιά, εργαστήρια και κατοικίες.
Εντύπωση προκαλούν οι διαπιστώσεις των υπεύθυνων αρχαιολόγων της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ότι ήδη κατά τη βυζαντινή εποχή σημειώνονταν κρούσματα καταπάτησης του δημόσιου χώρου: αυτό μαρτυρά η επέκταση των οικημάτων με πρόχειρες πασσαλόπηκτες κατασκευές ή με τοιχοποιίες πάνω στο οδόστρωμα! Οπως προκύπτει από την έρευνα, τα κτίρια ήταν συνήθως χτισμένα από αργολιθοδομή με συνδετικό υλικό λάσπη, ενώ συχνά παρεμβάλλονται πλίνθοι και κέραμοι στις τοιχοποιίες. Οι τοίχοι διατηρούνται συνήθως σε μικρό ύψος. Οι Βυζαντινοί φαίνεται πως ήταν εξπέρ στην ανακύκλωση υλικών: στους χώρους που καταστράφηκαν και ξαναχτίστηκαν στα ίδια σημεία, αποκτώντας νέα δάπεδα, αξιοποιούσαν τα υλικά της κατεδάφισης μαζί με αντικείμενα ή σκεύη καθημερινής χρήσης των προηγούμενων κατοίκων στο μπάζωμα, πρακτική χάρη στην οποία διασώθηκαν πολύτιμες αρχαιολογικές πληροφορίες (άβαφα και εφυαλωμένα κεραμικά σκεύη, κοσμήματα, λίθινα σφονδύλια).
Σύμφωνα με την έρευνα της 9ης ΕΒΑ, «κατά τη μεταβυζαντινή και νεότερη εποχή η εικόνα δε διαφοροποιείται ουσιαστικά, σημειώνονται ωστόσο κάποιες αλλαγές, όπως καταργήσεις κάθετων δρόμων, η θέση των οποίων καταλαμβάνεται από οικήματα, ενώ τα κτίρια, άστατα στην οργάνωση και την κάτοψη, παραμένουν λασπόκτιστα χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά». Ενδιαφέρον παρουσιάζει τμήμα κτιρίου της υστεροβυζαντινής/πρώιμης μεταβυζαντινής περιόδου που αποκαλύφθηκε βυθισμένο κάτω από την άσφαλτο, στο σταθμό Βενιζέλου: το κτίσμα σωζόταν σε όλο του το ύψος, από το δάπεδο έως την ανωδομή και, μάλιστα, στον έναν από τους δύο χώρους του διατηρούνταν αποσπασματικά η στέγη του με σκαφοειδή θόλο.
Εξω από τα τείχη
Στις περιοχές όπου βρίσκονται οι εκτός των τειχών σταθμοί του μετρό, κατά την αρχαιότητα απλώνονταν -ως γνωστόν- το ανατολικό και δυτικό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης. Στην περιοχή του ανατολικού νεκροταφείου, στο σταθμό Σιντριβανίου αποκαλύφθηκε τρίκλιτη βασιλική του 5ου αι. με μαρμαροθετημένα δάπεδα. Ο ναός χτίστηκε στη θέση προγενέστερου λατρευτικού κτιρίου, στο οποίο ανήκει εξαιρετικής ποιότητας ψηφιδωτό δάπεδο με παράσταση του πτηνού «Φοίνιξ» που πατά σε άνθος, ενώ γύρω του πάνω σε βλαστούς κληματίδας φωλιάζουν πτηνά. Εξω από τα δυτικά τείχη και πολύ κοντά σ' αυτά (περιοχή πλατείας Δημοκρατίας) ανασκάφηκαν οικιστικά κατάλοιπα των παλαιοχριστιανικών - πρωτοβυζαντινών χρόνων, που φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκαν μετά από βίαιη καταστροφή κατά τον 7ο - 8ο αιώνα. Στην περιοχή του ξενοδοχείου «Καψής» αποκαλύφθηκαν τα ερείπια ημιτελούς περίκεντρου κτιρίου, επίσης της πρωτοβυζαντινής περιόδου. Το κτίριο διέκοψε τη χρήση δρόμου που διερχόταν από το αρχαίο νεκροταφείο, τάφοι του οποίου αποκαλύφθηκαν κάτω από τα θεμέλια των παραπάνω κτιρίων.
Το εμπόριο στη Βενιζέλου
Οπως δείχνει η έρευνα της 9ης ΕΒΑ, κατά το 19ο αιώνα, προκειμένου να γίνει η διαπλάτυνση της οδού Εγνατίας, ισοπεδώθηκαν τα παλαιότερα κτίρια, ενώ το πλάτος του δρόμου διευρύνθηκε στα 9 μέτρα. Εκείνη την εποχή, η τότε οδός Βενιζέλου (οδός Σαμπρί Πασά) έφτανε τα 7,5 μέτρα, ενώ η οδός Πλάτωνος τα 6 μέτρα.
Τα νέα κτίρια είναι σχεδόν αποκλειστικά κατασκευασμένα από πέτρες και κονίαμα συχνά με ενδιάμεσες ζώνες από συμπαγή τούβλα. Ανατολικά της οδού Βενιζέλου ανασκάφηκαν κτίρια παραγωγικών δραστηριοτήτων, ενώ δυτικά ερευνήθηκε πιθανότατα τμήμα από το χάνι του Σοφί Εφέντι, όπως μας πληροφορούν τα φορολογικά βιβλία του 1906. Η ύπαρξη στην περιοχή του σταθμού Βενιζέλου αγοράς με ακμάζον και διεθνές εμπόριο επιβεβαιώνεται και από τα γαλλικά νομίσματα και γερμανικά μάρκα Νιρεμβέργης που βρέθηκαν στο σημείο αυτό. Στο σταθμό Αγίας Σοφίας αποκαλύφθηκαν ισόγεια και υπόγεια κτιρίων, κάποια από τα οποία φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες (βρέθηκαν πιθάρια και βαρέλια), ενώ άλλα ήταν καταστήματα. Ανάμεσά τους ένα ήταν κατά πάσα πιθανότητα φαρμακείο: στο εσωτερικό του εντοπίστηκε πλήθος γυάλινων φιαλιδίων.
Τα κτίρια της περιοχής καταστράφηκαν στη μεγάλη πυρκαγιά του 1917: αυτό μαρτυρούν τα στρώματα καύσης με πεσμένα τμήματα τοίχων, διαλυμένο οικοδομικό υλικό, τμήματα υαλοπινάκων και απανθρακωμένα ξύλα που αποκαλύφθηκαν κατά την ανασκαφή στο εσωτερικό τους. Σημαντικές πληροφορίες για τις εμπορικές δραστηριότητες στη Θεσσαλονίκη από τον 1ο αιώνα μ.Χ. και εξής δίνει ο μεγάλος αριθμός νομισμάτων που ήρθαν στο φως κατά τις ανασκαφικές εργασίες στους σταθμούς Αγίας Σοφίας, Βενιζέλου, Διασταύρωσης Σταυρούπολης και Πλατείας Δημοκρατίας. Μέχρι σήμερα, παραδόθηκαν στην 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων 32.960 νομίσματα, που αποτελούν το 60% των αρχαιολογικών ευρημάτων στο σύνολό τους.
Στην πλειονότητά τους, τα νομίσματα είναι βυζαντινά και οθωμανικά, ενώ σχεδόν όλα είναι φτιαγμένα από ευτελή μέταλλα (χαλκό ή κράμα αργύρου και χαλκού). «Αυτό οφείλεται κυρίως στον τόπο προέλευσης των νομισμάτων, διότι στο εμπορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης η διακίνηση χάλκινων και χαλκάργυρων νομισμάτων εξυπηρετούσε τις καθημερινές συναλλαγές διεισδύοντας σε κάθε κοινωνική και επαγγελματική τάξη. Ετσι, η μελέτη των χάλκινων νομισμάτων, των οποίων η ονομαστική αξία ξεπερνούσε την αξία του μετάλλου τους, αποτελεί πηγή πληροφόρησης για τις εμπορικές δραστηριότητες στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, και συμβάλλει σημαντικά στην εξερεύνηση των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών ζητημάτων της εποχής που τα νομίσματα εκπροσωπούν», επισημαίνει η κ. Μακροπούλου.
«Λίφτινγκ» για την Αχειροποίητο
Αρχιτεκτονικά μέλη, δάπεδα και ψηφιακός διάκοσμος της Βασιλικής της Παναγίας Αχειροποιήτου στη Θεσσαλονίκη, μιας από τις σημαντικότερες και καλύτερα διατηρημένες πρωτοβυζαντινές εκκλησίες στη χώρα μας, θα συντηρηθούν και θα αναδειχθούν.
Μετά την ομόφωνη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) εγκρίθηκε η μελέτη της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων για τη συντήρηση, διατήρηση, παρουσίαση και ανάδειξη των δαπέδων των πλάγιων κλιτών, τη συντήρηση του εντοίχιου ψηφιδωτού διακόσμου και τη συντήρηση γλυπτών αρχιτεκτονικών μελών του κεντρικού κλίτους.
Η Αχειροποίητος, που βρίσκεται στο κέντρο της παλιάς πόλης της Θεσσαλονίκης, είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα πρωτοβυζαντινής ναοδομίας. Ανεγέρθηκε πάνω σε ερείπια ρωμαϊκών λουτρών στα μέσα του 5ου αιώνα και είναι ξυλόστεγη, τρίκλιτη βασιλική «ελληνιστικού» τύπου. Ηταν, μάλιστα, ο πρώτος ναός της Θεσσαλονίκης που μετατράπηκε σε τζαμί, γεγονός που μαρτυρείται σε επιγραφή η οποία είναι χαραγμένη σε κίονα της βόρειας κιονοστοιχίας και αναφέρει ότι ο Σουλτάνος Μουράτ κατέλαβε την πόλη το 1430. Η εκκλησία έχει υποστεί επεμβάσεις ήδη από τον 7ο αιώνα, οι οποίες συνεχίστηκαν τους 14ο, 15ο και 20ό αιώνα.
Η μελέτη που εγκρίθηκε προτείνει -μεταξύ άλλων- τη συμπλήρωση ψηφίδων, την απομάκρυνση του παλαιού συστήματος θέρμανσης και την αντικατάσταση με νέο, τον έλεγχο του μακροκλίματος και μικροκλίματος του χώρου, το σωστό εξαερισμό του μνημείου, στερεώσεις, συγκολλήσεις, καθώς και απομάκρυνση των οξειδώσεων, των ρύπων και της αιθάλης. (agelioforos.gr)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου