Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Άρχισε η δίκη των κομμουνιστών παρανοϊκών Ερυθρών Χμερ


Έφεραν την βαρβαρότητα

Οι Κόκκινοι Χμερ και ο ηγέτης τους Πολ Ποτ επέβαλαν στην Καμπότζη μια ακραία μορφή κοινωνικής μεταρρύθμισης: πήγαν να μετατρέψουν με τη βία τον πληθυσμό ολόκληρης της χώρας σε αγροτικό -τη μοναδική κοινωνική ομάδα που παραδέχονταν ως «ιδανικούς κομμουνιστές» και την αποκαλούσαν «παλαιούς ανθρώπους». Τους κατοίκους των πόλεων τους έλεγαν υποτιμητικά «νέους ανθρώπους», μολυσμένους μαζικά από τον καπιταλισμό.

Ανδρες, γυναίκες και παιδιά ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται σε κολεκτίβες 12 ώρες τη μέρα με ελάχιστη τροφή. Αν για κάποιον υπήρχαν υποψίες για «ανάμειξη σε δραστηριότητες της ελεύθερης αγοράς», εκτελούνταν επί τόπου. Συχνά οι δήμιοι ήταν έφηβοι- «για να γίνουν καλοί επαναστάτες»:


Η ειρωνεία είναι ότι ο ίδιος ο Πολ Ποτ και τα πρωτοπαλίκαρά του ανήκαν στους «νέους ανθρώπους»: είχαν σπουδάσει στη Γαλλία με υποτροφίες του γαλλικού κράτους. Εκεί ήρθαν σε επαφή με το έργο του Καρλ Μαρξ και επηρεάστηκαν από το γαλλικό ΚΚ. Αυτοί οι σφαγείς αντι-διανοούμενοι ήταν οι πιο μορφωμένοι ηγέτες στην ιστορία του ασιατικού κομμουνισμού. Ο Κιέου Σαμφάν, πρόεδρος της χώρας επί Κόκκινων Χμερ, γνωστός ως Σύντροφος Νο 5, ανάμεσα στους τέσσερις των οποίων η δίκη θα ξεκινήσει σύντομα στην Πνομ Πενχ, έχει διδακτορικό από τη Σορβόννη. Ο δε Πολ Ποτ είχε συγγενικούς δεσμούς με τη βασιλική οικογένεια της Καμπότζης.

Στα τέσσερα χρόνια που παρέμειναν στην εξουσία οι Κόκκινοι Χμερ «κατήργησαν» μεταξύ άλλων: τα βιβλία, τα σχολεία, τα χρήματα, τις τράπεζες, τα νοσοκομεία, τη θρησκεία. Εκτέλεσαν σχεδόν σύσσωμη την πνευματική ελίτ. Ακόμη και μια απλή κίνηση όπως το κόψιμο άγριων φρούτων από κάποιον που λιμοκτονούσε το θεωρούσαν «ιδιωτική πρωτοβουλία» και το τιμωρούσαν με θάνατο. Τους ανέτρεψε ο βιετναμέζικος στρατός που εισέβαλε στη χώρα το 1979, επέζησαν όμως ως αντάρτικο στη Δυτική Καμπότζη ως τα τέλη της δεκαετίας του ΄90. Ο Πολ Ποτ πέθανε το 1998 χωρίς να λογοδοτήσει ποτέ.


Η δίκη των τριών ανώτατων στελεχών των Ερυθρών Χμερ, που ευθύνονται για τη δολοφονία περίπου δύο εκατομμυρίων ανθρώπων μέσα σε τέσσερα χρόνια, άρχισε σήμερα στην Πνομ Πενχ.

Είναι η ύστατη ευκαιρία να κατανοήσουν τα θύματα του Πολ Ποτ, τριάντα χρόνια μετά από τα γεγονότα, τι οδήγησε τους ανώτατους αξιωματούχους του ολοκληρωτικού καθεστώτος να φτάσουν στις εγκληματικές τους ενέργειες.

Οι τρεις αξιωματούχοι κατηγορούνται για γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ο τέταρτος κατηγορούμενος, γνωστός ως «πρώτη κυρία» της Καμπότζης, πάσχει από άνοια και κρίθηκε ακατάλληλος να παραστεί στη δίκη.

Η καμποτζιανή εισαγγελέας Τσία Λίανγκ, κατά την σημερινή της αγόρευση ενώπιον του ειδικού δικαστηρίου για εγκλήματα πολέμου που έχει συσταθεί υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, αναφέρθηκε στην επιχείρηση εξόντωσης των Βιετναμέζων και της μειονότητας των μουσουλμάνων Τσαμ από τους Ερυθρούς Χμερ την δεκαετία του ΄70.

Όπως είπε η ίδια, οι ηγέτες των Ερυθρών Χμερ έκριναν ότι οι μουσουλμάνοι Τσαμ ήταν «ο μεγαλύτερος εχθρός που έπρεπε να εξοντωθεί ολοκληρωτικά πριν από το 1980.»

Περιέγραψε μία συστηματική εκστρατεία εις βάρος της εθνοτικής ομάδας, που -μεταξύ άλλων- περιελάμβανε ομαδικούς βιασμούς και εκτελέσεις. «Οι σφαγές σχεδιάζονταν και αναφέρονταν στους ανώτατους αξιωματούχους. Τα στοιχεία θα αποδείξουν πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας ότι αυτές ήταν πράξεις γενοκτονίας για τις οποίες οι κατηγορούμενοι είναι ποινικά υπεύθυνοι.», είπε.

Απελάσεις και μαζικές δολοφονίες είχαν επίσης ως στόχο την εθνοτική μειονότητα των Βιετναμέζων στην Καμπότζη, η οποία στην αρχή της δεκαετίας αριθμούσε 450.000 ανθρώπους, αλλά μέχρι τον Ιανουάριο του 1979 σχεδόν όλοι είχαν αφανιστεί.

Σε λεπτομέρειες για μία σειρά εγκλημάτων, ανάμεσά τους ο εξαναγκασμός σε γάμο, η απέλαση δια της βίας, οι θρησκευτικές διώξεις και αναρίθμητες ανθρωποκτονίες σε κέντρα ασφαλείας υπό το καθεστώς των Ερυθρών Χμερ (1975-79) αναφέρθηκε σήμερα μία εκ των καμποτζιανών εισαγγελέων, η Τσία Λίανγκ ενώπιον του ειδικού δικαστηρίου για εγκλήματα πολέμου που έχει συσταθεί υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.

Στην αρχική της αγόρευση, η Λίανγκ είπε ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει πως το επιτελείο των Ερυθρών Χμερ ενήργησε «αυστηρά με βάση τις εντολές και την πολιτική των κατηγορούμενων» όταν πραγματοποιούσε τις μαζικές παραβιάσεις και ότι οι ηγέτες τους ήταν απολύτως ενήμεροι του τι συνέβαινε.

Όπως είπε η ίδια, οι Ερυθροί Χμερ «είχαν απλά στερήσει κάθε αξία από την ανθρώπινη ζωή.» Ανάμεσα στις πολλές μαρτυρίες είναι και μία, σύμφωνα με την οποία το επιτελείο των Ερυθρών Χμερ έθαψε μία έγκυο στα θεμέλια μίας γέφυρας σε ένα φράγμα γιατί «έκρινε ότι έτσι θα γίνει πιο γερό.» Βουδιστές μοναχοί χαρακτηρίζονταν «παρασιτικά σκουλήκια που ρουφούν το αίμα» και υποχρεώνονταν να βγάζουν τα ράσα τους και να εγκαταλείπουν τη θρησκεία τους με την απειλή του θανάτου.

Η εισαγγελέας μίλησε και για την τακτική των Ερυθρών Χμερ να αυξάνουν τον πληθυσμό εξαναγκάζοντας σε γάμο εκατοντάδες χιλιάδες ζευγάρια τα οποία υποχρέωναν να έχουν ερωτική σχέση διαφορετικά θα εκτελούνταν. Οι Ερυθροί Χμερ είχαν κάνει την Καμπότζη «ένα μαζικό στρατόπεδο σκλάβων μετατρέποντας ολόκληρη τη χώρα σε φυλακή» κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας τους (1975-79), η Τσία Λίανγκ.

Η ίδια είπε ότι τα εγκλήματα με τα οποία βαρύνονται οι τρεις κατηγορούμενοι είναι «από τα φρικτότερα που έχουν καταγραφεί ανά τον κόσμο στη σύγχρονη ιστορία. Η Καμπότζη έγινε μία ανοιχτή φυλακή στην οποία οι κρατούμενοι συνεχώς παρακολουθούνταν. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά επιδίδονταν σε καταναγκαστικά έργα αμίλητοι. Οι συνθήκες εργασίας ήταν αποτρόπαιες.»


ΛΟΥΤΡΟ ΑΙΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ

"Έψαχνε στα κόπρανα, σπόρους για να φάει"...

«Οι αδελφές μου Καλίνα και Λία ήταν 10 και 5 ετών αντίστοιχα όταν οι Κόκκινοι Χμερ τις έστειλαν μακριά από τους γονείς μας,σε ένα στρατόπεδο παιδιών όπου παρασκεύαζαν λίπασμα για τους ορυζώνες. Εργάζονταν πολύ σκληρά για την ηλικία τους. Η Καλίνα ήταν πάντα πεινασμένη. Μια φορά βγήκε έξω κρυφά για να μαζέψει καλαμποκόσπορους και την έπιασαν.Της έδεσαν τα πόδια και την έσυραν 150 μέτρα στο χώμα που της έμπαινε στη μύτη και στα αφτιά. Μερικές φορές δεν υπήρχε τίποτα για φαγητό επί μία ολόκληρη εβδομάδα. Ηταν τόσο απελπισμένη που έψαχνε ανθρώπινα κόπρανα για να βρει σπόρους καλαμποκιού που δεν είχαν χωνευτεί, τους έπλενε και τους έτρωγε. Είχε μόνο ένα ρούχο το οποίο φορούσε κάθε μέρα και τη νύχτα ήταν γυμνή. Ζούσε σαν ζώο. Στη Λία έλειπαν τόσο πολύ οι γονείς μας που πήγε να τους δει περπατώντας για ώρες. Ηταν μικρό παιδί και δεν ξεχώριζε το σωστό και το λάθος. Αν οι Κόκκινοι Χμερ τής έλεγαν πως κάτι ήταν λάθος ή σωστό,τους πίστευε. Χάσαμε γύρω στα 20 μέλη της οικογένειάς μας. Όλοι τους βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν εκτός από τις αδελφές μου» λέει ο Σόφι Τσακ.


«Πράκτoρας της CΙΑ» ύστερα από ηλεκτροσόκ

Οταν οι Κόκκινοι Χμερ μπήκαν στην Πνομ Πενχ, τον Απρίλιο του 1975, οΤσουμ Μέι, μηχανικός και πατέρας τριών παιδιών, τους υποδέχθηκε με μια λευκή σημαία. Λίγο μετά διέταξαν τους κατοίκους της πρωτεύουσας να πάνε στην επαρχία. «Οσους δεν υπάκουαν τους σκότωναν επί τόπου». Ο δίχρονος γιος του αρρώστησε και πέθανε στη διαδρομή. Τον έθαψε σε έναν ρηχό τάφο και συνέχισε.

Αργότερα βρέθηκε στη φυλακή Τουόλ Σλενγκ και επί 12 μερόνυχτα τον βασάνιζαν για να «ομολογήσει»- ούτε ο ίδιος ήξερε τι ακριβώς.

Τον μαστίγωναν με ραβδιά από μπαμπού, του έσπασαν τα δάχτυλα του χεριού και του έβγαλαν τα νύχια των ποδιών με τανάλια. Του έκαναν ηλεκτροσόκ ώσπου στο τέλος «ομολόγησε» ότι εργαζόταν για τη CΙΑ και είχε στρατολογήσει δεκάδες πράκτορες. Έδωσε τα ονόματα δεκάδων αθώων γνωστών του. «Ανθρωποι που είχαν συλληφθεί νωρίτερα έμπλεξαν εμένα,εγώ με τη σειρά μου έμπλεξα άλλους. Έτσι γινόταν» κατέθεσε στη δίκη του συντρόφου Ντόικ.

Τον άφησαν να ζήσει επειδή ήταν χρήσιμος στην επισκευή των ραπτομηχανών που έραβαν τη νέα στολή της επανάστασης: μαύρες πιτζάμες. Τα βράδια τον αλυσόδεναν σε ένα σίδερο μαζί με 40 συγκρατουμένους του. Ήταν αναγκασμένοι να ζουν στην απόλυτη σιωπή.


Χρυσά κοσμήματα για μια χούφτα ρύζι

«Οι Κόκκινοι Χμερ έστειλαν τους γονείς, τα αδέλφια μου και εμένα σε ένα χωριό 25 χιλιόμετρα νότια της πρωτεύουσας. Δεν είχαμε τίποτε να φάμε. Η αδελφή μου αντάλλαξε τα χρυσά της κοσμήματα με λίγο ρύζι, ενώ ο αδελφός μου κυνηγούσε αρουραίους στα χωράφια. Έναν χρόνο αργότερα μας χώρισαν από τους γονείς μας στέλνοντάς μας σε τρία διαφορετικά στρατόπεδα. Ήμουν αναγκασμένος να δουλεύω στους ορυζώνες και να παρασκευάζω φυσικό λίπασμα από φύλλα και κόπρανα αγελάδας. Ο στόχος ήταν να αυξηθεί η παραγωγή ρυζιού. Είδα την αδελφή μου μια φορά. Ηταν πολύ αδύνατη γιατί την έβαζαν να δουλεύει σκληρά. Αργότερα την έκλεισαν φυλακή και 20 χρόνια μετά έμαθα ότι πέθανε εκεί. Έχασα όλα τα μέλη της οικογένειάς μου, έμεινα μόνος μου. Δεν μπορώ να περιγράψω τον πόνο- ήμουν ένα μικρό αγόρι αναγκασμένο να δουλεύει σκληρά και πεινασμένο. Είδα τόση κακία και σκληρότητα που δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα στον κόσμο» λέει οΣέινγκ Σόεντριθ.



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου