Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

Η νοσταλγία του αίματος!


Μερικοί ψυχάκηδες νοσταλγούν τα Δεκεμβριανά του ’44, όπως άλλοι νοσταλγούν το Αουσβιτς. Ψευτοεπαναστατικές φαντασιώσεις λαγνείας του μακελειού. «Ηρωικός» εξωραϊσμός μιας αιματοβαμμένης απόπειρας επιβολής κομμουνιστικής δικτατορίας. Αναζητά τη νομιμοποιητική του βάση στον δωσιλογισμό μέρους της κοινωνίας και της πολιτικής τάξης κατά την Κατοχή.

Αποσιωπά ότι το οργανωμένο από την Αριστερά κίνημα των Δεκεμβριανών ήταν η...
κολυμβήθρα του Σιλωάμ μέσα στην οποία «ξεπλύθηκαν» οι ταγματασφαλίτες κι άλλοι συνεργάτες του Αξονα. Κάπως έτσι, αντί για το εδώλιο του στρατοδικείου με την κατηγορία της συνεργασίας με τον εχθρό, βρέθηκαν στην πλευρά του εθνικού κράτους που, αγωνιζόμενο για επιβίωση, χρειάστηκε κάθε χέρι, κάθε όπλο.

Προπαγανδιστές εμφυλιοπολεμικού μίσους, ομόλογοι των νοσταλγών του «εθνικόφρονος» δωσιλογισμού.
Ξεχνούν βολικά ποιους ανθρώπους, ποιες μεθόδους εξιδανικεύουν.

Θα παραθέσω μόνο δύο προσωπικές αφηγήσεις τίμιων και καλών ανθρώπων.

Τον άγριο Δεκέμβρη ήταν δεκαπέντε χρονών. Ορφανός από πατέρα μέσα στην Κατοχή, για να ξεφύγουν από την πείνα της Αθήνας, κατέφυγαν με τη μάνα του και τα μικρότερα αδέρφια του σ’ ένα χωριό της Βοιωτίας, όπου μπήκε τσομπανόπουλο σ’ έναν ντόπιο κτηνοτρόφο.

Οι ηττημένοι ελασίτες οπισθοχωρούσαν, σέρνοντας μαζί τους τις φάλαγγες χιλιάδων άμαχων ομήρων. Για το άγος της ομηρίας ακόμη και το ΚΚΕ, μασώντας τα λόγια του, μίλησε για «λάθος». Ανάμεσά τους ήταν αστοί, δάσκαλοι, συγγενείς «αντιδραστικών», που αυτό απλά μπορεί να σήμαινε πως είχαν αδερφό χωροφύλακα ή αξιωματικό του Στρατού. Οι όμηροι, κάθε ηλικίας, νέοι, γέροντες, γυναίκες, υπήρχαν ακόμη και ανάπηροι (!), περπατούσαν μέσα στη βαρυχειμωνιά σε μια πορεία θανάτου. Αλλοι σφαγιάστηκαν στην αρχή, από «αγωνιστές» όπως ο διαβόητος Λιόλιος, ανάμεσά τους κι η σπουδαία ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη, κι άλλοι εκτελούνταν εν πορεία.

Οταν ο Σιάντος, αυτός που στη Βάρκιζα ο Μαύρος Καβαλάρης, όταν τόλμησε να τον διακόψει, του είπε «σκάσε ζαγάρι, θα σε τσακίσω!», έλεγε πριν από τα γεγονότα «θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι», δεν μιλούσε στην τύχη. Υπήρχε σχέδιο εξόντωσης των «ταξικών εχθρών» και, ελλείψει ευμεγέθους αστικής τάξης και «κουλάκων», βολευτήκανε να μακελεύουν αστυφύλακες, παπάδες, αδέρφια «αντιδραστικών», συγγενείς δωσιλόγων αλλά και αξιωματικών που πολεμούσαν τον Αξονα στη Β. Αφρική και την Ιταλία. Ο,τι είχανε πρόχειρο κι ανήμπορο στα χέρια τους.

Μια τέτοια φάλαγγα ομήρων έφτασε ρακένδυτη και ξέπνοη στη στενωπό που χωρίζει τον κάμπο των Θηβών από τον κάμπο της Κωπαΐδας.

Το βοσκόπουλο με το κοπάδι του βρισκόταν στην πλαγιά και κρύφτηκε αθέατο μέσα στα πουρνάρια, γιατί ήξερε πως τα συναπαντήματα με Γερμανούς, ταγματασφαλίτες κι αντάρτες δεν βγαίνανε συχνά σε καλό. Οι όμηροι ήταν ξυπόλητοι, σέρνονταν. Μάλιστα ένας… γενναίος φρουρός είχε περασμένα από τον λαιμό του σαν τρόπαια, δεμένα μεταξύ τους με τα κορδόνια, μερικά ζευγάρια παπούτσια των ομήρων, που είχαν πλέον κομματιαστεί τα πόδια τους ύστερα από περισσότερα από ογδόντα χιλιόμετρα μαρτυρικής πορείας.

Ανάμεσά τους μια μάνα με τη νεαρή κόρη της. Η ηλικιωμένη δεν μπορούσε άλλο να περπατήσει και καθυστερούσε την πορεία της φάλαγγας. Οι αντάρτες ήξεραν πως καταδιωκτικά αποσπάσματα κι εγγλέζικα αεροπλάνα τούς αναζητούσαν.

Κάποια στιγμή η γριούλα έπεσε κάτω και δεν μπορούσε να σηκωθεί, παρά τις προσπάθειες της πανικόβλητης κόρης της, που δεχόταν τις βρισιές των ελασιτών φρουρών για την καθυστέρηση. Κάποιος, που μάλλον ήταν ο επικεφαλής, φώναξε στον ανδρείο με τα παπούτσια των ξυπόλητων για περιδέραιο: «Τι θα γίνει με δαύτες;» Ο ελασίτης του απάντησε: «Προχωράτε και θα το κανονίσω εγώ». Το κανόνισε.

Αρπαξε την κόρη από τα μαλλιά, τράβηξε το μαχαίρι του και της έκοψε τον λαιμό μπροστά στη μάνα της, που σπάραζε με ουρλιαχτά, ανήμπορη. Υστερα έσφαξε με τον ίδιο τρόπο και τη μάνα. Σκούπισε το μαχαίρι του στο φουστάνι του σφάγιου της «επανάστασης» και συνέχισε τον δρόμο του για να προλάβει τους άλλους.

Το βοσκόπουλο άφωνο παρακολούθησε όλη τη σκηνή κι έμεινε μαρμαρωμένο μέσα στο πουρνάρι, ώσπου να χαθεί ο φονιάς στη στροφή του δρόμου.

Το βοσκόπουλο ήταν ο πατέρας μου.

Μια άλλη φάλαγγα ομήρων έφτασε με τους ελασίτες φρουρούς της στη θέση Λεκάνεζα στο Μαυρομμάτι, το χωριό της μάνας μου, το ίδιο στο οποίο ο πατέρας μου και η φαμίλια του, φεύγοντας από την Αμφιάλη, είχαν ζητήσει καταφύγιο στην Κατοχή. Οι ελασίτες άφησαν για χνάρι έναν σφαγμένο σαν αρνί ανάπηρο συνταγματάρχη, με ένα πόδι, να τον τραβάνε τα σκυλιά και να τον τσιμπολογούν τα κοράκια. Κάπου στο Αλβανικό ή στο Μικρασιατικό Μέτωπο είχε χάσει το πόδι του για την πατρίδα και τον έσφαξαν Ελληνες (;). Τον βρήκε ο παππούς μου και τον έθαψε από χριστιανικό καθήκον σε μιαν άκρη. Επειτα από καιρό ρωτώντας έφτασαν τα παιδιά του κι ο παππούς τούς πήγε στον τάφο του. Τον ξέθαψαν και τον έφεραν στην Αθήνα.

Αυτό ήταν το ήθος αυτών που ματοκύλισαν την Ελλάδα, με καθοδήγηση τυχοδιωκτικά καθάρματα σαν τον Σιάντο. Σε τι διαφέρανε από τους άλλους λύκους που βγαίνανε παγανιά μαζί με τους Γερμανούς, ξεφτίλισαν τη στολή των Ευζώνων ή φοράγανε κουκούλες και δείχνανε με το δάχτυλο; Προδότες κι οι δυο, φονιάδες Ελλήνων.

Γι’ αυτό λοιπόν βούλωσ' το, ηλίθιε.

Φαήλος Μ. Κρανιδιώτης

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου