Από το ποσό αυτό, περίπου 100 εκατ. ευρώ αφορούν στη μη απόδοση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης Οινοπνευματωδών Ποτών και περίπου 40 εκατ. ευρώ στη μη απόδοση ΦΠΑ ενώ τα υπόλοιπα σχετίζονται με...
φόρους εισοδήματος και λοιπές εισφορές που δεν δηλώνονται.
Άνθρωποι του χώρου της ποτοποιίας αναφέρουν πως το παραπάνω φαινόμενο έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις, ειδικά μετά τις διαδοχικές αυξήσεις στη φορολογία των αλκοολούχων ποτών που μεγάλωσαν το κίνητρο στους επιτήδειους να παρανομήσουν, με αποτέλεσμα να πλήττονται τα φορολογικά έσοδα του Κράτους αλλά και να υπονομεύεται η ομαλή λειτουργία ολόκληρης της αγοράς των αλκοολούχων ποτών. Πηγή του προβλήματος, όπως καταγγέλλουν οι ίδιοι, είναι οι λεγόμενοι διήμεροι παραγωγοί, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι το γεγονός πως φορολογούνται με μικρότερο συντελεστή και παραβιάζουν συστηματικά τη νομοθεσία για την παραγωγή τσίπουρου για να αυξήσουν τις πωλήσεις τους. Μάλιστα, ο πρόεδρος της Ένωσης Εταιρειών Αλκοολούχων Πότων (Εν. Ε.Α.Π.), Ισίδωρος Ρεβάχ επισημαίνει ότι ο αθέμιτος ανταγωνισμός από τη διακίνηση χύμα τσίπουρου και τσικουδιάς από τους διήμερους παραγωγούς πλήττει σημαντικά την ανταγωνιστικότητα των νόμιμων ποτοποιών σε μια δύσκολη περίοδο, όπου η κατανάλωση υποχωρεί και οι επιχειρήσεις πιέζονται αφόρητα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα καταγγέλλουν οι μεγάλες ποτοποιίες οι «διήμεροι» παραβιάζουν συστηματικά τη νομοθεσία για την παραγωγή τσίπουρου στα εξής σημεία:
· Αποστάζει άλλος αντί άλλου: Γίνεται χρήση των βεβαιώσεων της διεύθυνσης γεωργίας η του δήμου από άτομα που δεν είναι αμπελοκτήμονες, όπως ιδιοκτήτες χώρων μαζικής εστίασης (εστιατορίων, ταβερνών, καφενείων κλπ), οι οποίοι διαθέτουν το παραγόμενο προϊόν απευθείας στους χώρους τους. Επιπλέον υπάρχουν οι οινοποιοί που χρησιμοποιούν την άδεια απόσταξης του συγγενή τους και αποστάζουν στέμφυλα που έχουν παραχθεί από επίσημη οινοποίηση. Ακόμη ιδιώτες που όντας μη αμπελοκτήμονες παράγουν επίσης τσίπουρο διημέρων για ιδία κατανάλωση. Κυρίως όμως κάτοχοι αμβύκων, οι οποίοι έχοντας στη διάθεσή τους το μέσο παραγωγής, μπορούν να συγκεντρώσουν αρκετές άδειες απόσταξης άλλων αμπελοκτημόνων, να εκμεταλλευθούν τους νεκρούς χρόνους ανάμεσα σε δύο διήμερους και να παράξουν και να εμπορευθούν, με παραστατικά η κυρίως χωρίς, δεκάδες τόνους τσίπουρο.
· Δεν ελέγχεται η ποσότητα των προς απόσταξη στεμφύλων: Η ποσότητα αυτή προϋπολογίζεται κατά προσέγγιση με βάση την έκταση των αμπελιών του διήμερου την ποσότητα των σταφυλιών που θα οινοποιηθούν χωρικά και των στεμφύλων που θα προκύψουν υπολογίζοντας ότι η απόδοση των στεμφύλων σε άνυδρη αιθυλική αλκοόλη δεν υπερβαίνει 7,5 λίτρα ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρών στεμφύλων κατ' ανώτατο όριο. Ενώ ο νομοθέτης προέβλεπε μικρή παραγωγή, με τα μέσα εκείνης της εποχής, σήμερα γίνεται το παν μέσα στα οχτώ 24ωρα της απόσταξης, ο διήμερος να μεγιστοποιήσει την ποσότητα τσίπουρου που θα παραχθεί.
· Δεν ελέγχεται η πρώτη ύλη απόσταξης: Αποστάζεται συνήθως όλη η ποσότητα του σταφυλιού, χωρίς να έχει προηγηθεί η αφαίρεση μούστου για την παραγωγή κρασιού. Επίσης, μπορεί να αποστάζεται σκέτο κρασί, συνήθως προβληματικό. Ακόμα στέμφυλα η σταφύλια από μη οινοποιήσιμες ποικιλίες σταφυλιών, απόρρογα από συσκευαστήρια επιτραπέζιων σταφυλιών που προορίζονται για ξύδι, ενισχυμένα με χρήση ζάχαρης, ξηρή σταφίδα που προορίζεται γιακτηνοτροφή, μελάσα η οποιεσδήποτε άλλες σακχαρούχες πρώτες ύλες.
Πώς λειτουργούν τα «διήμερα» αποστακτήρια
Το καθεστώς των «διημέρων» παραγωγών τσίπουρου θεσμοθετήθηκε το 1917 και το πνεύμα του νομοθέτη της εποχής ήταν, κυρίως, να ενισχυθεί το εισόδημα των αμπελουργών στις παραμεθόριες περιοχές. Σήμερα, με βάση την κείμενη νομοθεσία ο κάθε αμπελουργός έχει το δικαίωμα να αποστάξει στέμφυλα, μετά την χωρική οινοποίηση των σταφυλιών που παρήγαγε από τα δικά του αμπέλια, και να παράξει τσίπουρο για τέσσερα 48ωρα, συνήθως το δίμηνο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου. Η απόσταξη γίνεται σε μικρούς άμβυκες χωρητικότητας έως και 130 λίτρα και ο καθένας τους έχει ένα αριθμό μητρώου. Οι άμβυκες αυτοί είναι καταγεγραμμένοι από το τελωνείο και ανήκουν είτε στην ενορία της κατά τόπου κοινότητας, είτε σε συγκεκριμένα άτομα, τους «κατόχους αμβύκων» που διαθέτουν άδεια κατοχής, η οποία είτε κληρονομείται από τους απογόνους του κάθε κατόχου, είτε μεταβιβάζεται σε τρίτους, ενώ πλέον δεν χορηγούνται άδειες για επιπλέον άμβυκες.
Του Γιώργου Μανέττα
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου