Αρχεία της Communist International (Comintern) περιέχουν πλήθος πληροφοριών για μία γραφική προσωπικότητα της Αλβανίας, τον Fan S. Noli η αλλιώς Krasnyi Episkop (Κόκκινος Επίσκοπος). Ο Noli ξεκίνησε τη θυελλώδη καριέρα του στις αρχές του αιώνα, αρχικά ως ηθοποιός στο θέατρο και αργότερα ως ψάλτης. Άλλαξε δυο φορές την εθνικότητα του, σπούδασε θεολογία στο Harvard, και τελικά έγινε η κινητήρια δύναμη για την «εθνικοποίηση» της Αλβανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο Κόκκινος Επίσκοπος θαύμαζε το επαναστατικό πνεύμα του Λένιν και μιμήθηκε τον Μπολσεβίκο ηγέτη, οργανώνοντας ένα επιτυχές πραξικόπημα.
Το 1924, υπηρέτησε ως πρωθυπουργός για έξι μόλις μήνες και ανατράπηκε από τον Ahmet Zogu, ο οποίος έγινες αργότερα ο Βασιλιάς Zogu I, της Αλβανίας. Λίγο αργότερα ο Νόλι πήγε στη Μόσχα με μια ομάδα νέων Αλβανών, προκειμένου να επιχειρήσουν ένα δεύτερο πραξικόπημα. Το 1927, προέβλεπε τη «σίγουρη νίκη του Κόκκινου Στρατού». Τον ίδιο χρόνο, επέστρεψε στο καταφύγιό του στο Κέμπριτζ της Μασσαχουσέτης, όπου και πέθανε το 1965.
Ο Κόκκινος Επίσκοπος αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού όλων των Αλβανών. Οι κομμουνιστές επαινούσαν το επαναστατικό του πνεύμα και οι εθνικιστές τον ισχυρό εθνικισμό του. Το 1946, Ο Ενβέρ Χότζα του πρότεινε μια έδρα στο κοινοβούλιο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας. Ο διάδοχος του Χότζα, ο Ραμίζ Αλία, απήγγειλε συχνά ποιήματα του Επισκόπου. Ακόμη και ο Σαλί Μπερίσα, ο πρώτος μετα-κομμουνιστής πρόεδρος της Αλβανίας, κατά την πρώτη επίσημη επίσκεψη του στις Ηνωμένες Πολιτείες επισκέφθηκε τον τάφο του Νόλι στην Μασσαχουσέτη. Η αλβανική ιστοριογραφία πρόσεξε να μην υπάρξουν ρυτίδες στο πολιτικό πορτρέτο του Νόλι. Το παρόν άρθρο, που αποτελεί τμήμα μια εκτεταμένης μελέτης για τις ρίζες του αλβανικού κομμουνισμού, παρουσιάζει το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Νόλι κήρυττε τη δική του δημοκρατία, μια δημοκρατία δίχως κοινοβούλιο. Στην πορεία, μπορεί να προκύψει ένα νέο πορτρέτο του επισκόπου, ένα πορτρέτο στο οποίο μπορεί να εμφανίζεται με ελιές και ρυτίδες.
Η Αλβανία στις Αρχές του Αιώνα.
Ούτε ο επιστημονικός σοσιαλισμός του Μαρξ, ούτε η λενιστική παραλλαγή του μπορούσαν να γίνουν κατανοητά από την αλβανική κοινωνία στις αρχές του αιώνα. Το βασικό χαρακτηριστικό της Αλβανίας τότε ήταν, ότι επρόκειτο για ένα μουσουλμανικό θύλακα που βρισκόταν περικυκλωμένος από την ασταμάτητη μάχη των Χριστιανών να διώξουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία από την ευρωπαϊκή ήπειρο και να συνεχίσουν την διαδικασία εθνικής απελευθέρωσης που είχε αρχίσει με τη Γαλλική Επανάσταση. Και ενώ ο σοσιαλισμός είχε αρχίσει να εμφανίζετια στα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη κατά την δεκαετία του 1890 μέσω μικροσκοπικών εργατικών ενώσεων και αγροτικών «πολιτικών κομμάτων», οι αλβανικές φυλές βασίζονταν στα αρχαία έθιμά τους, ορισμένα εκ των οποίων υπάρχουν ακόμη και σήμερα. Η βεντέτα αποτελούσε συχνό φαινόμενο, οι νύφες δίνονταν στον πλειοδότη, ο φόνος ήταν ένας ευγενής τρόπος αποκατάστασης της οικογενειακής τιμής και τα χριστιανικά χωριά λεηλατούνταν σε μία προσπάθεια απόδειξης της μουσουλμανικής υπεροχής έναντι των Γιαούρηδων (απίστων). Αυτές οι συνήθειες χαρακτήρισαν πολλές γενιές και αποτέλεσαν αντικείμενο σχολαστικής παρατήρησης όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος.
Δυτικοί αρχαιολόγοι και απόγονοι Βρετανών αριστοκρατών που ταξίδεψαν στα βαλκάνια στις αρχές του αιώνα μας, θεώρησαν την αλβανική κοινωνία ζωντανή απόδειξη των «ευγενών αγρίων», έννοια που έγινε γνωστή από το Jean - Jacques Rousseau, το δέκατο όγδοο αιώνα. H Edith Durham, Βρετανή ανθρωπολόγος, περιέγραψε σχολαστικά τα αλβανικά έθιμα στο βιβλίο της Highland Albania:
Ο άγραφος νόμος του αίματος στην Αλβανία θα μπορούσε να παρομοιαστεί με το μένος στην ελληνική τραγωδία. Σέρνει τον άνθρωπο προς τη μοίρα του. Η κατάρα του αίματος πέφτει πάνω του από τη στιγμή που γεννιέται και είναι η αιτία που πεθαίνει νέος. Γνωρίζει ότι πρέπει να σκοτώσει ή να σκοτωθεί, το γεγονός δεν επηρεάζει τη ζωή του περισσότερο απ’ όσο θα επηρεαζόταν ένας εύπορος Δυτικό-Ευρωπαίος έμπορος εάν άκουγε κατά την διάρκεια του δείπνου ότι ο άνθρωπος δεν ζει για πάντα… και όσοι από εσάς που διαβάζετε αυτό το βιβλίο πείτε ότι πρόκειται για έθιμα αγρίων, να σας θυμίσω ότι και εμείς παίζουμε το ίδιο παιχνίδι, σε μεγαλύτερη μάλιστα κλίμακα, και το λέμε πόλεμο. Δεν μπορούμε να καταδικάσουμε ούτε το αίμα ούτε τον πόλεμο.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο σοσιαλισμός, η ταξική πάλη και η ανακατανομή πλούτου αποτελούσαν αφηρημένες έννοιες στην μικροσκοπική αλβανική terra icongnita. Το σκηνικό άλλαξε εξαιτίας των Βαλακανικών πολέμων και των εθνικών συγκρούσεων που ακολούθησαν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο και την άνοδο των Μπολσεβίκων στη Ρωσία. Τα γεγονότα αυτά έκαναν τη στάσιμη, φεουδαρχική αλβανική κοινωνία να έρθει σ’ επαφή με τον κομμουνισμό. Οι αλβανοί εθνικιστές πρόσφυγες ανησυχώντας για το γεγονός ότι το έθνος τους αποτελούσε το τελευταίο οχυρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επιθυμούσαν να δουν τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους. Γι΄αυτό το λόγο, έψαχναν προς κάθε κατεύθυνση προκειμένου να βρουν υποστήριξη στην επίτευξη του στόχου τους κα να βρουν ένα κατάλληλο σύστημα διακυβέρνησης για την κοινωνία τους, το οποίο θα κατέλυε τη φεουδαρχία. Εκείνη την εποχή, δύο ήταν οι δυνάμεις που θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν: οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος Woodrow Wilson είχε συγκινήσει τα έθνη με την σθεναρή υποστήριξη του στην αυτοδιάθεση, όπως σημειωνόταν στα Δεκατέσσερα Σημεία. Η Ρωσία πειραματιζόταν με ένα νέο σύστημα, με τον Vladimir Illych Lenin να προσφέρει ένα διαφορετικό κοινωνικό μοντέλο και μια διαφορετική μορφή αυτοδιάθεσης. Αν και το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου δεν γνώριζε πολλά για το Μπολσεβίκο ηγέτη και την επανάστασή του, η πνευματική ελίτ της Αλβανίας πίστεψε ότι επρόκειτο για μια πολλά υποσχόμενη εναλλακτική λύση. Για τη στάσιμη αλβανική κοινωνία της δεκαετίας του ’20, τα «εντυπωσιακά νέα από τη Ρωσία» είχαν την ίδια σημασία με τις θέσεις του Wilson για την αυτοδιάθεση.
Ακολουθώντας διαφορετική πορεία και έχοντας διαφορετικούς στόχους, οι υπέρμαχοι του αλβανικού εθνικισμού επέστρεψαν στην πατρίδα τους, φέρνοντας μαζί τους ιδεολογίες που φάνταζαν τουλάχιστον παράξενες για την αλβανική κοινωνία του ‘ 20, ο δείκτης αναλφαβητισμού της οποίας έφτανε μόλις το 1,5%. Οι πρώτοι κομμουνιστές προέβαλαν από τις τάξεις του. Ίσως να μην ήταν λάθος να πούμε ότι ο αλβανικός κομμουνισμός και το αλβανικό κράτος αναπτύχθηκαν παράλληλα. Και οι δύο έννοιες αποτελούσαν έμμεσα προϊόντα παραγόντων που βρίσκονταν πέρα από τον έλεγχο των αλβανικών ελίτ, οι οποίες, όμως, κατάφεραν να τις εκμεταλλευθούν αποτελεσματικά. Ο πιο σημαντικός παράγοντας ήταν οι Βαλκανικοί πόλεμοι, που αναζωογόνησαν τις εθνικιστικές δυνάμεις, ενώ ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος εμφύσησε νέες ιδεολογίες, βάσει των οποίων ο χειρισμός του πλήθους για την επιδίωξη εθνικών ή ταξικών στόχων αποτελούσε βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής ζωής. Οι κοινωνικό-οικονομικοί παράγοντες δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση με την εμφάνιση του κομμουνισμού στην Αλβανία. Ο εικοστός αιώνας έδωσε νέες ελπίδες στους βαλκανικούς λαούς, οι οποίοι εξακολουθούσαν να μάχονται για την αυτοδιάθεση. Οι Σέρβοι, οι Μαυροβούνιοι, οι Έλληνες και οι Βούλγαροι, αν και πολλές φορές βρέθηκαν αντιμέτωποι μεταξύ τους, έθεσαν κατά μέρος τις διαφορές τους το 1912 και κατάφεραν να εκδιώξουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την Οθωμανική Αυτοκρατορία από την Ευρώπη. Ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος αποτέλεσε θρίαμβο στης περιφερειακής συνεργασίας και απειλή κατά των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων που, από το Συνέδριο της Βιέννης, θεωρούσαν τα Βαλκάνια πεδίο δοκιμής των ακροβατικών τους για την τήρηση της ισορροπίας δυνάμεων.
Οι αλβανοί δεν συμμετείχαν στις κοινές προσπάθειες των υπόλοιπων βαλκανικών εθνών στον Πρώτο και στο Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο. Υποστήριζαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και αργότερα , το Νεοτουρκικό καθεστώς. Η υποστήριξή τους αυτή τους ωφέλησε. Τον Αύγουστο του 1912, οι Νεότουρκοι, αντιλαμβανόμενοι την αναπόφευκτη ήττα τους στα Βαλκάνια, προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα τουρκικό κρατίδιο, τη Μεγάλη Αλβανία. Τέσσερεις Μουσουλμάνοι Αλβανοί, ορίστηκαν κυβερνήτες στα βιλαέτια των Ιωαννίνων , του Μοναστηρίου, της Σκόδρας, και του Κοσσυφοπεδίου -οι τρείς από τις τέσσερεις περιοχές συγκέντρωναν κυρίως χριστιανικό πληθυσμό. Τα ορθόδοξα έθνη (Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο και Βουλγαρία) θεώρησαν αυτή την κίνηση μια προσπάθεια διατήρησης της οθωμανικής εξουσίας μέσω των Αλβανών υποτελών τους. Όπως και ήταν. Ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος έθεσε τέλος σε όλες αυτές τις ενέργειες. Όταν συνειδητοποίησαν ότι το έθνος τους κινδυνεύει, οι Αλβανοί ηγέτες προσπάθησαν να επωφεληθούν από την αναταραχή του πολέμου και την αδυναμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στις 8 Οκτωβρίου 1912, σημαντικά μέλη των αλβανικών φυλών, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν πρώην αξιωματούχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (ο, τι είχε μείνει από αυτή) ή θα συνέχιζαν να την υποστηρίζουν με στόχο να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους με διπλωματικά μέσα σε μία ειρηνευτική διάσκεψη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, έως τότε, η Αλβανία δεν αποτελούσε κράτος. Οι ελπίδες τους ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν κράτος γίνονταν έντονες, όσο αποδυναμωνόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το μόνο συγκεκριμένο αποτέλεσμα της Συνάντησης των Σκοπίων ήταν η συμφωνία για την αποστολή μίας επιστολής στις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, με την οποία α ζητούσαν την αναγνώρισή του δικαιώματος τους για αυτοδιάθεση. Όμως, λόγω της θρησκευτικής τους πίστης, οι συμμετέχοντες στη συνάντηση των Σκοπίων αποφάσισαν να συνεχίσουν να στηρίζουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αν και "ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα έβγαινε ηττημένη μετά τον πόλεμο". Το στοίχημα τους, που βασίστηκε σε λογικές υποθέσεις, τελικά απέδωσε.
Πίστευαν ότι η Αυτοκρατορία μπορεί να ήθελε να συντρίψει τους Χριστιανούς, αλλά θα υποστήριζε ένα μουσουλμανικό αλβανικό κράτος, το οποίο θα αποτελούσε τη συνέχιση της τουρκικής επιρροής στα Βαλκάνια. Όμως, ακόμη και αυτές οι προσδοκίες τους θα παρέμεναν στην σφαίρα του ονειρικού εάν δεν αναλαμβάνονταν συγκεκριμένα μέτρα από τους Αλβανούς. Το πιο σημαντικό από αυτά ήταν η διακήρυξη για ανεξαρτησία της Αλβανίας, της 28ης Νοεμβρίου 1912. Η αλβανική ιστορία προσωποποιεί τη διακήρυξη στο όνομα του ανθρώπου. Ο Ισμαήλ Κεμάλ- Βλόρα ήταν αλβανός, ανώτατος διοικητικός υπάλληλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ξάδελφος του μεγάλου βεζύρη του σουλτάνου Ηαμίντ, Φερίντ Βλόρα. Το 1912 αντιπροσώπευσε την περιφέρεια Μπεράτ στην συμβουλευτική συνέλευση του σουλτάνου (και ηγήθηκε της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης στο πρώτο τουρκικό κοινοβούλιο) και ανέλαβε το έργο της επαγρύπνησης της αλβανικής διασποράς προκειμένου να στηρίξει την ανεξαρτησία. Στις αρχές Νοεμβρίου 1912, συμμετείχε σε μια συνάντηση των Αλβανών μεταναστών στο Βουκουρέστι, το οποίο επί σειρά ετών προσπαθούσε να πείσει τους υπουργούς Εξωτερικών των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών να υποστηρίξουν την ανεξαρτησία της Αλβανίας. Φεύγοντας από τη συνάντηση, ο Κεμάλη σταμάτησε στη Βιέννη, όπου έλαβε την επιβεβαίωση των Αυστριακών ότι " η δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους δεν ερχόταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα της Αυτοκρατορίας στη Βαλκανική Χερσόνησο" . Παίρνοντας θάρρος από την απάντηση των αυστριακών και από την αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις 28 Νοεμβρίου 1912, φθάνοντας στο λιμάνι Αυλώνα, ύψωσε τη σημαία με το δικέφαλο αετό και διακήρυξε την ανεξαρτησία της Αλβανίας.
Όπως αναμενόταν, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έσπευσε προς βοήθεια των Αλβανών. Κατά τη διάρκεια διάσκεψης των πρεσβευτών των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών και των εμπολέμων στα Βαλκάνια, που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο στις 29 Ιουλίου 1913 (και στόχο είχε την επίλυση των προβλημάτων που είχαν δημιουργηθεί από το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο και τον καθαρισμό των νέων συνόρων στη χερσόνησο), ο αντιπρόσωπος της Τουρκίας , με την υποστήριξη της Αυστρίας και της Ιταλίας επέμενε να εξαιρεθούν ορισμένες περιοχές που κατοικούνταν από Αλβανούς από εκείνες που θα δίνονταν στους νικητές. Έτσι δημιουργήθηκε ένα Μουσουλμανικό κράτος μεταξύ Σλάβων και Χριστιανών. Αρχικά, τα γειτονικά κράτη, θεώρησαν την Αλβανία ένα ισλαμικό οχυρό- όπως θεωρείται σήμερα και η Βοσνία. Στη διάσκεψη των πρεσβευτών ορίστηκαν τα σύνορα του νέου κράτους, καθώς και το σύστημα διακυβέρνησης του: " η Αλβανία είναι ένα ανεξάρτητο πριγκιπάτο και εντός έξι μηνών οι μεγάλες δυνάμεις θα επιλέξουν το πρίγκιπα που θα κυβερνήσει".
Συνεχιζόμενη Αναταραχή
Η πρώτη δεκαετία, μετά την διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλβανίας και τη διάσκεψη του Λονδίνου, χαρακτηρίστηκε από έντονες αναταραχές και εμφύλιες συγκρούσεις. Το γεγονός έκανε τις μεγάλες δυνάμεις να αναρωτηθούν εάν το νέο τους δημιούργημα θα μπορούσε να γίνει πραγματικό κράτος. Από το 1913 έως το 1920, χάος επικρατούσε σε ολόκληρη τη χώρα. Οι αλβανικές κυβερνήσεις, ασκούσαν ελάχιστο έλεγχο στην αλβανική επικράτεια. Οι ισχυρές οικογένειες βάλλονταν μεταξύ τους σε μια προσπάθεια επιβολής του ισχυρότερου. Αρκετοί αρχηγοί ων μεγάλων οικογενειών, που ήταν γνωστοί ως τοπικοί παρατηρητές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή ως ληστές, κατέλαβαν υπουργεία στα Τίρανα και στα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη, ζήτησαν εξωτερική υποστήριξη προκειμένου να κυριαρχήσουν έναντι των αντιπάλων τους.
Ένας γερμανός πρίγκιπας ο William Weid έφθασε στην Αλβανία λίγους μόλις μήνες πριν το ξέσπασμα του Α Παγκοσμίου Πολέμου για να αναλάβει "τον αλβανικό θρόνο", όπως είχαν ορίσει οι μεγάλες δυνάμεις. Έξι μήνες αργότερα και ενώ η χώρα βρισκόταν σε διαρκή αναταραχή, έφυγε δίχως να παραιτηθεί του αξιώματός του και δίχως να επιστρέψει ποτέ. Σερβικά, ελληνικά, ιταλικά, γαλλικά και αυστριακά στρατεύματα κατείχαν τα αλβανικά εδάφη καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου και πολλοί σκέφτηκαν τη διαίρεση της Αλβανίας ανάμεσα στην Ελλάδα, την Ιταλία και τη Σερβία. Τα όνειρα που γεννήθηκαν στην Αυλώνα κινδύνευαν να μη γίνουν ποτέ πραγματικότητα. Όμως, τα γεγονότα του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου σημαδεύτηκαν από έντονο ιδεαλισμό, ο οποίος ρίζωσε βαθιά στις καρδιές των Αλβανών διανοουμένων.
Ο πρόεδρος Woodrow Wilson είχε κεντρίσει τη φαντασία πολλών με τις δηλώσεις του για αυτοδιάθεση, ανεξαρτήτως του μεγέθους του πληθυσμού. Η πνευματική ελίτ της Αλβανίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, εμπνευσμένη από τα λόγια του Αμερικανού προέδρου, πίστεψαν ότι είχαν βρει έναν αξιόπιστο σύμμαχο στην προσπάθειά τους για ανεξαρτησία. Αλλά οι συμφωνίες που έγιναν κατά τη διάρκεια του πολέμου για τα Βαλκάνια είχαν αρνητικές επιπτώσεις για την Αλβανία. Στη συνθήκη του Λονδίνου (1915) αποφασίστηκε να διαιρεθεί η Αλβανία μεταξύ της Ελλάδας και της Σερβίας και να αναλάβει η Ιταλία "την ευθύνη να εκπροσωπεί στο εξωτερικό ένα μικρό αλβανικό θύλακα γύρω από το Δυρράχιο". Επρόκειτο για μια μυστική συμφωνία, που δεν σημαίνει τίποτα για τις εμπόλεμες οικογένειες στην Αλβανία. Σημαίνει όμως πολλά για την αλβανική διασπορά η οποία, κατά ένα απροσδόκητο τρόπο, άλλαξε τη στάση της και υιοθέτησε τις τρεις ιδεολογίες που κυριαρχούσαν κατά τη μεταψυχροπολεμική εποχή: το σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό και τον εθνικισμό.
Το 1917, ο Λένιν δημοσιοποίησε όλες τις συνθήκες που είχε υπογράψει ο Τσάρος και κατήγγειλε τη μυστική διπλωματία, ως ένα ανήθικο μέσον των καπιταλιστών στην προσπάθεια τους να ορίσουν το μέλλον των εθνών. Δεν υπάρχει καμία απόδειξη που να υποδηλώνει ότι ο Λένιν είχε στο νου του την Αλβανία όταν πρότεινε αυτή τη νέα προσέγγιση για την ανοιχτή διπλωματία. Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι του Λένιν, η προτεινόμενη μοίρα της Αλβανίας έγινε ένα κοινό μυστικό, το οποίο είχε άμεσο αντίκτυπο στην ηγεσία του έθνους. Η πράξη του Λένιν λειτούργησε ως καταλύτης που συνένωσε τις αντιμαχόμενες οικογένειες που , έως το 1921, μπόρεσαν να λειτουργήσουν ως εθνική κυβέρνηση. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι τα λόγια του Λένιν βρήκαν απήχηση σε μια κοινωνία που εξακολουθούσε να είναι φεουδαρχική και ισχυρά εθνικιστική. Mε την επανάσταση των Μπολσεβίκων και την ισχυρή απήχηση του Λένιν στους Αλβανούς, εμφανίστηκε και ο Φαν Νόλι, ο οποίος αυτοανακηρύχθηκε επίσκοπος της Αλβανίας. Όπως θα δούμε, είχε ιδιαίτερους θεσμούς με την Μόσχα. Ο Νόλι επαινείται ή κατηγορείται διότι εισήγαγε τη ριζοσπαστική αριστερή πολιτική στην Αλβανία και δημιούργησε την πρώτη ομάδα των κομμουνιστών. Εξέχοντες Αλβανοί ιστορικοί , όπως ο εκλιπών Stavro Skendi σημειώνουν ότι "ο Μαρξισμός στην Αλβανία χρονολογείται από την επαναστατική κυβέρνηση του Φαν Νόλι, (του) Ιουνίου-Δεκεμβρίου 1924". Γι' αυτό το λόγο, αξίζει να επανεξετάσουμε την πολιτική και το ρόλο του Νόλι, ως προάγγελου του αλβανικού μαρξισμού.
Οι Εθνικές Ρίζες ενός Ριζοσπαστικού Επισκόπου.
Ιστορικές αναφορές, πολλές εκ των οποίων δημοσιεύτηκαν με τη σύμφωνη γνώμη του καθεστώτος Χότζα, προσδίδουν τον Φαν Νόλι "εντυπωσιακά επαναστατικά κατορθώματα". Η ριζοσπαστική προσέγγιση του Χότζα στην αντιμετώπιση της οπισθοδρομικότητας της Αλβανίας κατά τη δεκαετία του '20 του έδωσε περίοπτη θέση στην ιστορία του αλβανικού σοσιαλισμού και κομμουνισμού. H διακυβέρνηση του, που διήρκησε μόλις έξι μήνες, περιγράφεται ως η "αλβανική έκδοση της αστικής επανάστασης".
Το γεγονός ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχε αστική τάξη στην Αλβανία δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο. Το πραξικόπημα του Νόλι του Ιουνίου του 1924 προσέφερε στους Ορθοδόξους Αλβανούς Μαρξιστές το " σύνδεσμο που έλειπε" για την αναδρομική εφαρμογή του ορισμού που προβλέπει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση έπεται της αστικής. Αν και οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν στο ριζοσπαστικό χαρακτήρα του Νόλι, κανένας δεν αναφέρεται στο πολιτιστικό του υπόβαθρο, στην " κρίση εθνικής ταυτότητας" του Νόλι και στον απαράμιλλο οπορτουνισμό του. Αυτές οι παραλείψεις και το γεγονός ότι ο ρόλος του ως προάγγελου της ριζοσπαστικής αριστερής πολιτικής στην Αλβανία υποτάχθηκε στο μεταπολεμικό ρεβιζιονισμό, αφήνουν ακάλυπτο ένα σημαντικό κεφάλαιο του αλβανικού κομμουνισμού. Κρίνοντας από τη διαθέσιμη βιβλιογραφία, πρόκειται για έναν "προοδευτικό αστό, έναν πατριώτη", περιγραφή που του αποδίδεται από όλους, ακόμη και από τους Δυτικούς μελετητές.
Προσεκτική εξέταση του παρελθόντος του Νόλι φανερώνει ότι στην καλύτερη περίπτωση , πρόκειται για μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα και, στη χειρότερη για έναν κλασικό οπορτουνιστή. Οι θαυμαστές του εκθειάζουν τα πνευματικά του επιτεύγματα και το "σθεναρό εθνικισμό" του οι δυσφημιστές του τον αποκαλούν τυχοδιώκτη, θεωρούν ότι άργησε να προσηλυτιστεί στον Αλβανισμό και ότι αποτελεί παράδειγμα ενός αδίστακτου πολιτικού με ράσα.
Τόσο οι υποστηρικτές, όσο και οι εχθροί του συμφωνούν ότι οι νέοι που ακολούθησαν του Νόλι στην Αλβανία στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και τον ακολούθησαν μετά την πτώση της αποκαλούμενης αστικής επανάστασης του 1924 αποτέλεσαν τους πρώτους Αλβανούς κομμουνιστές. Ποιός ήταν ο Νόλι; Τι πίστευε; Τι πέτυχε στην αλβανική πολιτική; Ερωτήματα στα οποία, στα πλαίσια του παρόντος άρθρου, μπορούμε να προσφέρουμε, σύντομες μόνο απαντήσεις.
Ο Φαν Νόλι γεννήθηκε το 1882 στο Ιμπρίκ Τεπέ της Ανδριανούπολης (στη Θράκη). Το όνομα του ήταν Θεοφάνης Στυλιανού Μαυρομάτης.
Henry Bearclain, Βρετανός συγγραφέας που ταξίδεψε στην Αλβανία το 1920, αναφέρει ότι ο Νόλι είχε καταληφθεί από την έμμονη ιδέα ότι έπρεπε να αποδείξει τον Αλβανισμό του και ότι ήταν αποφασισμένος να αφήσει τα σημάδια του στα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίζονταν στη νέα αυτή χώρα- μια χώρα που πρωτοεπισκέφθηκε το 1914.
Όσα αναφέρει ο Βρετανός συγγραφέας συμφωνούν με το σύνδρομο όσων άργησαν να ασπαστούν μια ιδέα: ένας άνδρας, εντελώς αβέβαιος για τις ρίζες του, που αναζητά την ταυτότητά του στα Βαλκάνια, τη στιγμή που οι εθνικότητες εφευρίσκονται και καταστρέφονται διαρκώς, ένας άνδρας που θα έκανε τα πάντα προκειμένου να αποδείξει την πίστη του. "Αυτός ο κύριος από την Ελλάδα" γράφει ο Baerlein, "είναι πιο Αλβανός από τους Αλβανούς".
Ο Μαυρομάτης έδειξε από νωρίς την επιθυμία του να "ηγείται" και την επαναστατική του προδιάθεση. Ως μαθητές στο γυμνάσιο της Ανδριανούπολης, παραβίαζε συχνά τους κανονισμούς και αποβλήθηκε από το σχολείο του. Η " φανατικά ελληνική" οικογένειά του προσπάθησε, δίχως επιτυχία, να ηρεμήσει την ανήσυχη φύση του, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να γίνει έξυπνος και, εάν κατάφερνε να τελειώσει το σχολείο, θα μπορούσε να βρει μια καλή δουλειά και να έχει καλή θέση στην κοινωνία. Στην προσπάθειά της να συνεχίσει το σχολείο, η οικογένεια του προσέλαβε έναν κύριο, " έναν κάποιον Βεργαδή, που μίλησε προσωπικά με τον διευθυντή του γυμνασίου και τον έπεισε να δεχθεί και πάλι τον νεαρό Θεοφάνη, παρά το γεγονός ότι είχε ήδη αποβληθεί τρεις φορές λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς".
Ο Θεοφάνης δεν ευχαρίστησε τον ευεργέτη του. Τελείωσε το γυμνάσιο και, στα δεκαεπτά του, φάνηκε να είχε βρει το στόχο της ζωής του, πατριωτικά αισθήματα, όπως η οικογένεια του". Το 1901 εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δύο χρόνια αργότερα σταμάτησε τις σπουδές του. Παράλληλα, βρήκε δουλειά ως αντικαταστάτης ηθοποιών σε γνωστές θεατρικές εταιρίες, μεταξύ των οποίων του Λαλαούνη, του Βενιέρη και του Παντόπουλου. Ήταν πολύ καλός στη δουλειά του και χαιρόταν με τη σκέψη ότι μπορούσε, μέσω του θεάτρου, να επηρεάσει την κοινή γνώμη. Χαιρόταν να είναι ανάμεσα στους ηθοποιούς και, κυρίως, του άρεσε να ταξιδεύει σε άλλες πόλεις, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια και το Βουκουρέστι, όπου επί εκατοντάδες χρόνια υπήρχαν μεγάλες ελληνικές κοινότητες. Σ' ένα από τα ταξίδια του το 1903, αποφάσισε να μείνει στην Αλεξάνδρεια ως δάσκαλος σε ένα ενοριακό ελληνικό σχολείο και παράλληλα βρήκε δουλειά ως ψάλτης σε μια από τις πολλές ελληνικές εκκλησίες της πόλης. Η ελληνική κοινότητα είχε εντυπωσιαστεί από " τον ένθερμο ελληνικό πατριωτισμό του " και από τις ειλικρινείς προσπάθειές του να εμφυσήσει "θρησκευτικά και εθνικά ιδεώδη στους νέους της κοινότητας".
Προσηλυτισμός στον Αλβανισμό
Ενώ βρισκόταν στην Αίγυπτο, ο Μαυρομάτης γνώρισε τους εκδότες δυο αλβανικών εφημερίδων, της Shkopi και της Shqipëria, που εκδίδονταν στο Κάιρο. Κατάλαβε ότι αυτές οι εφημερίδες θα μπορούσαν να αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη που χρειαζόταν για να βγει από την αφάνεια. Το μόνο του πρόβλημα ήταν η ελληνική του ταυτότητα. Το 1906, άλλαξε το όνομά του σε Φαν Σ. Νόλι, λέγοντας ότι ήταν το αλβανικό όνομα της οικογένειας του, πριν αυτή ελληνοποιηθεί. Με το νέο του αλβανικό όνομα και το ελληνικό του διαβατήριο πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εγκαταστάθηκε στη Βοστόνη, όπου είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται αρκετοί Αλβανοί μετανάστες. Στο νέο κόσμο βρέθηκε κοντά σε μια κοινότητα που χρειαζόταν ηγέτη- την αλβανική διασπορά. Όσο βρισκόταν στη Βοστόνη, ένωσε τις δυνάμεις του με δύο Αλβανούς ηγέτες, τον Φαϊκ Μπέι Κονίτσα και τον Σωτήρ Πέτσι, με τους οποίους συνεργάστηκε γα την ίδρυση της οργάνωσης Βάτρα και για την έκδοση των εφημερίδων Dielli (Ήλιος) και Kombi (Έθνος). Σταδιακά κινήθηκε προς το Dielli, αλλά έτεινε επίσης να φέρει τον Πέτσι έναντι του Κονίτσα, τη στιγμή που και οι δύο αναζητούσαν διαρκώς αναγνώστες για τις εφημερίδες τους. Τελικά, η "συμμαχία " του με τον Κονίτσα έφθασε στο τέλος της για ιδεολογικούς λόγους, κυρίως επειδή ο Νόλι είχε λενιστικές τάσεις.
Ο Νόλι δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερες δυσκολίες στην προσπάθεια του να εδραιωθεί ως ηγέτης των αλβανικών κοινοτήτων του Worcester και της Βοστόνης. Τα μέλη των δύο αυτών κοινοτήτων δεν μπορούσαν να διαβάσουν ή να γράψουν σε καμία γλώσσα και ο Νόλι έπαιξε το ρόλο του ιερέα, του δασκάλου, του παρακινητή και του πολιτικού. Το μέγεθος της φιλοδοξίας και της εξυπνάδας του θα μπορούσε να συγκριθεί με το μέγεθος του αναλφαβητισμού και της σύγχυσης της κοινότητας από τα αφηρημένα διδάγματα του.
Σύμφωνα με τον Joseph Swire, "Από τους πέντε χιλιάδες Αλβανούς στις Ηνωμένες Πολιτείες, μόνο οι είκοσι ήξεραν γραφή και ανάγνωση". Ο Νόλι, ενώ εργαζόταν σ'ένα εργοστάσιο δερματίνων ειδών, σπούδαζε τα βράδια Θεολογία στο Χάρβαρντ, απ' όπου και αποφοίτησε. Οι σπουδές του διευκολύνθηκαν χάρη στην παρέμβαση του Μητροπολίτη Πλάτωνα στης Ρωσσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο οποίος τον χειροτόνησε ιερέα της Ορθοδοξίας.
Το 1914, ο Νόλι επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Αλβανία ως χειροτονημένος ιερέας, θεωρητικά για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο νέο, απειλούμενο κράτος. Όμως, ο κύριος λόγος του ταξιδιού του ήταν να προωθήσει την ιδέα της "εθνικής Αλβανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας", κάτι που θεωρούσε ιδιαίτερα σημαντικό για την αποσαφήνιση και τον προσδιορισμό του αλβανικού εθνικισμού. Το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου πολέμου δεν ακύρωσε τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του 1912. Με την άφιξή του στην Αλβανία, ο Νόλι αντιμετώπισε την έντονη αντίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας υπό το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, την εχθρική στάση των Ορθοδόξων και την καχυποψία Μουσουλμάνω. Οι Επίσκοποι, Ιάκωβος Δυρραχίου και Γερμανός της Κορυτσάς έχαιραν του σεβασμού της Παγκόσμιας Ορθόδοξης Κοινότητας, η οποία, έως τότε, ήταν κυρίως ελληνική. Ο Νόλι, ένας απλός ιερέας από μια μακρινή κοινότητα στη Βοστόνη, που είχε μόλις φτάσει στην Αλβανία, δεν μπορούσε να επηρεάσει τους πιστούς που θεωρούσαν τους Μουσουλμάνους εχθρούς τους και την ελληνική εκκλησία (με την υποστήριξη του ελληνικού κράτους) το μόνο μέσον σωτηρίας τους. Αλλά δεν τα έβαλε κάτω. Η αποστολή του ήταν να προετοιμάσει το έδαφος για τη δημιουργία της εθνικής Αλβανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας η οποία, όπως και οι εκκλησίες στα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη, θα αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο του εθνικισμού. Το έργο του θα ήταν ακατόρθωτο, εκτός εάν έβρισκε ένα τρόπο να ανέλθει στην εκκλησιαστική ιεραρχία κα να εκθρονίσει τον πανίσχυρο επίσκοπο Ιάκωβο.
Ύστερα από τέσσερα χρόνια, όπου ταξίδεψε στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ο Νόλι, επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1918, και ζήτησε και πάλι τη βοήθεια της Ρώσικης Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συγκεκριμένα, ζήτησε να χειροτονηθεί επίσκοπος. Ο προκαθήμενος της Ρωσικής Εκκλησίας στη Βόρειο Αμερική, Μητροπολίτης Αλέξανδρος της Αλάσκας, δεν συμφωνούσε απόλυτα με τη χειροτόνηση του Νόλι. Πίστευε ότι μια τέτοια κίνηση ίσως να ήταν λάθος για μια χώρα τα σύνορα της οποίας δεν ήταν απόλυτα καθορισμένα και η οποία ήδη είχε τέσσερις Ορθοδόξους ιεράρχες, που είχαν χειροτονηθεί με τις προβλεπόμενες διαδικασίες και άνηκαν στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Όμως, ο Νόλι ήταν αποφασισμένος. Πίστευε ότι ο τίτλος του επισκόπου, ανεξάρτητα με τον τρόπο απόκτησής του, θα συνέβαλε αποφασιστικά στην εδραίωση των ισχυρισμών του για πνευματικά επιτεύγματα (αν και συχνά δεν δικαιολογούνταν και, σε μία περίπτωση, ήταν ανακριβή) και θα τον έφερναν στο τιμόνι ενός θεσμού που θα μπορούσε να παίξει αποφασιστικό ρόλο στη μάχη του αλβανικού έθνους για αυτοδιάθεση.
Σε όλα τα βαλκανικά κράτη, η εθνική εκκλησία αποτελούσε κύριο συστατικό της εθνικής ταυτότητας - και η Αλβανία δεν διέθετε έναν τέτοιο θεσμό. Ο Νόλι, από τη στιγμή που θα έλυνε το πρόβλημα της απόκτησης ενός ανώτερου εκκλησιαστικού αξιώματος, θα είχε τη δυνατότητα να γίνει εθνικός και εκκλησιαστικός ηγέτης. Είναι εμφανές ότι δεν τον ενδιέφερε απλώς να υπηρετήσει τη θρησκεία του, βάσει του σχεδίου του, ένα ανώτερο εκκλησιαστικό αξίωμα θα βοηθούσε στην επιδίωξη των στόχων του. Θεώρησε τη Ρωσική Εκκλησία, η οποία από το 1918 είχε περιέλθει στον έλεγχο των Μπολσεβίκων, πηγή πολιτικής νομιμοποίησης και εργαλείο μέσω του οποίου το αλβανικό έθνος θα μπορούσε, μια για πάντα, να αποτινάξει την ελληνική κυριαρχία. Ο Μητροπολίτης Αλέξανδρος, αναλογιζόμενος τις συνέπειες μίας αντικανονικής χειροτόνησης, εξήγησε στον Νόλι ότι το αλβανικό ποίμνιο βρισκόταν υπό την δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης. Η χειροτόνησή του ως ιερέα από τον Μητροπολίτη Πλάτωνα της Νέας Υόρκης ήταν ένα θέμα, αλλά η χειροτόνησή του ως επίσκοπος ήταν άλλο. Ο Baerlein περιέγραφε τη μεταμόρφωση του Νόλι από ιερέα σε επίσκοπο ως εξής:
Εμφανίστηκε στη Νέα Υόρκη σε μια συνέλευση των Χριστιανών και Μουσουλμάνων Αλβανών. Τους είπε ότι οι ίντριγκες των Ελλήνων δεν επέτρεπαν την πραγματοποίηση της επιθυμίας τους: να υπάρχει ένας πραγματικός Αλβανός επίσκοπος. (Τους είπες ότι οι ρωσικές εκκλησιαστικές αρχές τον είχαν ενημερώσει ότι θα ήταν κάτω από τη δικαιοδοσία Ελληνικού Πατριαρχείου). "Λοιπόν", αναφώνησε, "τί θα κάνουμε;". Το πλήθος απάντησε "εάν ο λαός μπορεί να εκλέγει βασιλείς, τότε μπορεί να εκλέγει και τους επισκόπους του". Τότε έφυγε και επέτρεψε ντυμένος επίσκοπος και το πλήθος φώναζε "Άξιος! Άξιος!" Τους ευλόγησε και όλοι έκαναν τον σταυρό τους εκτός από τους Μουσουλμάνους που τον χαιρέτησαν με το δικό τους τρόπο.
Ο Νόλι επέστρεψε στην Αλβανία το 1920 ως "επίσκοπος" της θεωρητικά ανεξάρτητης αλβανικής εκκλησίας. Αμέσως καταπιάστηκε με την πολιτική, συγκεκριμένα, έψαχνε να βρει τους τρόπους συνένωσης μιας φυλετικής κοινωνίας σε ένα έθνος. Το πρώτο του βήμα ήταν να αυτοανακηρυχθεί επίσκοπος του Δυρραχίου, αντικαθιστώντας των Ιάκωβο, έναν ενεργητικό κληρικό που έχαιρε της αγάπης και της εκτίμησης των ελληνόφωνων και των αλβανόφωνων Ορθοδόξων. Η κίνηση του Νόλι συνοδεύτηκε από δύο απόπειρες δολοφονίας κατά του Ιακώβου, γεγονός που οδήγησε στην απομάκρυνση του και την μεταφορά του σε άλλην μητρόπολη. Τελικά, ο Νόλι είχε καταφέρει να αγγίξει την ευαίσθητη χορδή των αλβανών. Τόνισε το γεγονός ότι οι τρείς ορθόδοξοι επίσκοποι των ελληνοκατοικούμενων περιοχών της νότιας Αλβανίας - ο Γερμανός της Κορτυσάς, ο Σπυρίδων της Βέλλας και της Κόνιτσας και ο Βασίλειος της Δρυινούπολης - είχαν δεχθεί υπουργικά πόστα στην Αυτόνομη Κυβέρνηση της Βορείου Ηπείρου, υπό την ηγεσία του Χρηστάκη Ζωγράφου.
Τα επιχειρήματα του Νόλι είχαν μια λογική βάση: εάν οι συγκεκριμένοι κληρικοί χρησιμοποιούσαν τη θέση τους για την επίτευξη πολιτικών (ελληνικών) στόχων, τότε και το αλβανικό έθνος θα μπορεί να χρησιμοποιεί την εθνική του εκκλησία για τους ίδιους λόγους.
Η δεύτερη επίσκεψη του Νόλι στην Αλβανία ήταν πιο αποτελεσματική από την πρώτη. Τα ταξίδια του στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπου προωθούσε την ιδέα της αυτοδιάθεσης της Αλβανίας, είχαν φέρει τη μουσουλμανική πλειοψηφία με το μέρος του. Στο Συνέδριο της Λούσνιας, τον Ιανουάριο του 1920, είχε κεντρικό ρόλο και κατάφερε να αξιοποιήσει την εμπειρία που είχε αποκτήσει στην Αμερική. Ο Νόλι προετοίμασε το πρώτο αλβανικό σύνταγμα και χάραξε το δρόμο για δημιουργία ενός υπουργικού συμβουλίου από τον υποστηριζόμενο από την Τουρκία Σουλεϊμάν Ντελβίνα. Στην ίδια συνάντηση, έθεσε το πλαίσιο για μια μελλοντική αντιβασιλεία, η οποία θα στηριζόταν από τους επικεφαλής των τεσσάρων βασικών θρησκειών, τους Ορθοδόξους και τους Καθολικούς Χριστιανούς, τους Σουνίτες και τους Μπεκτασί Μουσουλμάνους. Δύο μήνες αργότερα, ο Νόλι εκλέχθηκε στην πρώτη Αλβανική Συνέλευση , αντιπροσωπεύοντας την αλβανό-αμερικανική κοινότητα. Αμέσως άρχισε τις προσπάθειες του να ανασχηματίσει το πολιτικό σκηνικό της χώρας. Πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως μέλος της αλβανικής αντιπροσωπίας στη Διάσκεψη των Βερσαλλιών και στην Κοινωνία των Εθνών προκειμένου να υπερασπιστεί την εθνική ακεραιότητα της Αλβανίας, που απειλείτο από τα γειτονικά της κράτη. Εντάσσοντας τους επικεφαλής όλων των θρησκευτικών δογμάτων στις υποθέσεις του κράτους, ο Νόλι και οι συνεργάτες του κατάφεραν να εντάξουν τη θρησκεία τις κρατικές υποθέσεις. Το επόμενο βήμα του ήταν να "επαναστατικοποιήσει" την πολιτική και να νομιμοποιήσει το λενινιστικό μοντέλο σε μια κοινωνία που , όπως σωστα΄ αναφέρει ο Hugh Seton-Watson, βρισκόταν στον 17 αιώνα.
Ο Αλβανικός Κομμουνισμός και ο «Κόκκινος Επίσκοπος» (B' Μέρος) - Komunizmi shqiptar dhe "Peshkopi i Kuq" (Pjesa e 2-të)
Ο Νόλι Επίσκοπος και Αρχηγός της Αντιπολίτευσης Κορυτσάς 1923 Noli Peshkop dhe Udhëheqës i Opozitës, Korçë 1923 |
*Νικόλαος Α. Σταύρου
Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Παν/μίου Χάουαρντ της Ουάσιγκτον
Από το 1920 έως το 1924, η αλβανική πολιτική θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί αδόμητη και απρόβλεπτη. Πέντε υπουργικά συμβούλια, αποτελούμενα
από δεσπότες, αρχηγούς οικογενειών και δυτικο-σπουδασμένους λόγιους, προσπάθησαν να κυβερνήσουν της
ακυβέρνητες φατρίες. Ο Νόλι βρισκόταν στο κέντρο του τυφώνα. Από το 1921, είχε
ενώσει τις δυνάμεις του με ένα Μουσουλμάνο μπέη, τον Eshref Frashëri, και τον Ahmed Zogu, ο οποίος ήταν αρχηγός μίας μεγάλης
φατρίας και αργότερα ίδρυσε το Λαϊκό Κόμμα. Όμως, στις αρχές του 1924, ο Ζώγκου
απάλλαξε τον Νόλι από κάθε σημαντικό καθήκον
στο κόμμα, γεγονός που τον ώθησε να στραφεί ακόμη πιο αριστερά. Τελικά ο
Νόλι δημιούργησε ένα νέο κόμμα, το οποία
ονόμασε το Κόμμα της Αντιπολίτευσης. Το όνομα του κόμματος αντιπροσώπευε όσα
πρέσβευε. Ασκούσε αντιπολίτευση στην πολιτική του Ζώγκου και πάντα έβρισκε λάθη
στις ενέργειές των άλλων δύο πολιτικών ομάδων των Τιράνων. Μία από αυτές τις
ομάδες, οι Προοδευτικοί, ήταν υπό την αρχηγία του Shefqet Verlaci που ήταν τα πάντα εκτός από
προοδευτικός, μία άλλη ομάδα η Κλίκα, βρισκόταν στο περιθώριο και ήταν πάντα
έτοιμη να αλλάξει πορεία, ανάλογα με το που φυσούσε ο άνεμος.
Ως ηγέτης του Κόμματος της Αντιπολίτευσης ο Νόλι όρισε την
πολιτική του πλατφόρμα στην κοινωνική μεταρρύθμιση, στον εκσυγχρονισμό της
αλβανικής κοινωνίας και στον ίσο
καταμερισμό του πλούτου. Η προσέγγισή του αποτελούσε ένα μείγμα του
αμερικανικού αρχηγικού μοντέλου του βυζαντινού κληρισμού και του λενινιστικού
οπορτουνισμού. Οι περισσότεροι λόγοι του φανέρωναν μια βαθιά αντίδραση κατά της
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και μία έντονα μαχητική προδιάθεση. Ο τρόπος
ηγεσίας του φανέρωνε μια σημαντική ικανότητα χειρισμού των αντιδράσεων των
φατριών, προσαρμογής των τεχνικών της Comintern στις τοπικές συνθήκες και
εκμετάλλευσης της διχοτόμησης βορρά-νότου που μάστιζε την αλβανική κοινωνία.
Αναλύοντας τα διαθέσιμα στοιχεία, παρατηρούμε σημαντικές
ομοιότητες ανάμεσα στις ριζοσπαστικές
προσεγγίσεις του Νόλι και στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε η Comintern την επανάσταση στην Κίνα κατά τη
δεκαετία του 20. Είχε την ικανότητα να χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους
υπάρχοντες θεσμούς προκειμένου να "εμφυσά την επανάσταση" στις μάζες παράλληλα, όμως, αναμείχθηκε έμμεσα
η άμεσα στη δημιουργία μαχητικών ομάδων, οι οποίες θα χρησιμοποιούνταν εάν και
όποτε χρειαζόταν. Το 1924, ο Νόλι ανέλαβε την εξουσία ως ηγέτης των
"δημοκρατικών-αστικών δυνάμεων", με την υποστήριξη τεσσάρων
τουλάχιστον ομάδων, οι τρεις εκ των οποίων συνδέονταν άμεσα η έμμεσα με την Βαλκανική
Ομοσπονδία. Ήταν η Bashkimi (Ένωση), η Ora e Maleve (Καιρός των Βουνών), η Dora e Kuqe (Κόκκινο Χέρι) και η Lidhja Ushtarake ( Στρατιωτική Ένωση). Από τις τέσσερεις
αυτές ομάδες η Bashkimi θα μπορούσε να θεωρηθεί ο, τι πλησιέστερο στον κομμουνισμό.
Ήταν η βασική οργάνωση που έδωσε νέα
ώθηση στο κίνημα του Φαν Νόλι- μία ώθηση προς τα αριστερά, ίσως περισσότερο απ'
ό, τι είχε αρχικά σκεφτεί ο ίδιος.
Η Bashkimi ιδρύθηκε από ένα νεαρό φοιτητή, τον Avni Rustemi. Είχε γεννηθεί στο Libohova (Αργυροκάστρο) και σπούδασε στα
Ιωάννινα, στο Γυμνάσιο της Ζωσιμαίας, όπως και ο υπογράφων το παρόν πολλά
χρόνια αργότερα. Οι ρίζες της Bashkimi εμφανίζονται στην Ιταλία, μία χώρα
που επισκέφτηκε πολλές φορές ο Rustemi κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '10. Ο κύριος
λόγος των ταξιδιών του φέρεται να είναι η δημιουργία άλλων εθνικιστικών ομάδων
για την άμυνα της πατρίδας. Μία από αυτές τις ομάδες τις ομάδες ήταν γνωστή ως Atdheu (Πατρίδα) και μία άλλη ως Mbrojtja
Kombëtare ( Εθνική
Άμυνα). Και οι δύο ενσωματώθηκαν στην Bashkimi , η οποία, έως το 1920, είχε βρει
γόνιμο έδαφος και αύξησε σημαντικά τα μέλη
της στο λιμάνι της Αυλώνας. Στη συγκεκριμένη πόλη υπήρχε έντονη παρουσία
του ιταλικού στρατού, ο οποίος προάσπιζε
τοα συμφέροντα της Ρώμης στην άλλη ακτή της Αδριατικής. Οι ιταλοί
στρατιώτες βρίσκονταν μόνοι, σε μία ερημωμένη περιοχή που είχε μαστίσει η
ελονοσία με πεσμένο ηθικό, ήταν έτοιμοι να παρασυρθούν από τα μηνύματα των
Μπολσεβίκων και να δεχθούν την "παγκόσμια επανάσταση" του Τρότσκι.
Ήταν η εποχή που άρχιζαν να οργανώνονται οι πρώτοι
κομμουνιστικοί πυρήνες στην Αλβανία. Η κατάσταση των Ιταλών στρατιωτών ήταν
άθλια. Σύμφωνα με το βιογράφο του Ζώγκου, του Joseph Swire, "άλλοι έπασχαν με ελονοσία και
άλλοι είχαν χάσει εντελώς το ηθικό τους
από τον κομμουνισμό που παρέλυε τη χώρα".
Ο Φ Νόλι με αλβανούς φοιτητές στην Ρώμη (1922) Fan Noli me studentët shqiptarë në Romë (1922) |
Ο Roustemi, ατά τις επισκέψεις του στην Ιταλία, έμαθε πολλά από τους
Ιταλούς κομμουνιστές. Πίστευε στην επανάσταση και ήταν ικανός να αποφεύγει κάθε
πιθανότητα εντοπισμού, αλλάζοντας το όνομά του και τα ονόματα των οργανώσεων
στις οποίες άνηκε. Η πιο γνωστή επαναστατική του πράξη ήταν η δολοφονία Esat Pasha Toptani στο Παρίσι το 1920, επειδή είχε
συνάψει συμφωνίες με τους Σέρβους που είχαν αρνητικό αντίκτυπο στην Αλβανία.
Η οργάνωση του Roustemi αποτέλεσε τον πρώτο σύνδεσμο με την Comintern, αρχικά μέσω της Βαλκανικής
Ομοσπονδίας και κατόπιν έχοντας δικούς του ανθρώπους ως πράκτορες της Comintern. Όταν εμφανίστηκε ο Νόλι στο προσκήνιο, ο Roustemi εντάχθηκε στο Κόμμα της Αντιπολίτευσης ως "το πιο
προοδευτικό μέλος" και έγινε κύριος παράγοντας της κοινοβουλευτικής ομάδας του Νόλι. Όταν ο
επίσκοπος αποφάσισε να καταλάβει την
εξουσία με "επαναστατικά
μέσα", αποσύρθηκε στην πόλη Αυλώνα, όπου ήταν οι ρίζες και η δύναμη της Bashkimi. Η δολοφονία του Roustemi, όπως θα δούμε παρακάτω, ήταν η
σπίθα που χρειάζονταν τα μέλη της ομάδας-μίας ομάδας που ήταν έτοιμη για μία
πραγματική επανάσταση, εθνική ή άλλη. Η κατάληψη της εξουσίας ήταν κύριος
στόχος, αργότερα θα σκέφτονταν πως να αποκαλέσουν την επανάσταση και τι θα
έκαναν την εξουσία που είχαν αποκτήσει.
Επανάσταση από Πίσω και
από Κάτω.
Το αλβανικό κοινοβούλιο που εκλέχθηκε το Μάιο του 1921
προκειμένου να ικανοποιηθεί η Κοινωνία των Εθνών, που ζητούσε μια πλουραλιστική
δημοκρατική κοινωνία, διευκόλυνε κατά πολύ την αριστερή πολιτική του Noli. Έως το 1924 είχε καθιερωθεί ως ο
αδιαμφισβήτητος ηγέτης των
"προοδευτικών" δυνάμεων, ως γνώστης των κοινοβουλευτικών διαδικασιών
και ως προσωποποίηση του ριζοσπαστικού πνεύματος.
Πίστευε ότι,εάν μπορούσε να προσφέρει λύση σε βασικά τους προβλήματα των
Αλβανών, αυτοί Θα ενώνονταν σε έναν ενιαίο πολιτικό συνασπισμό. Το Θέμα που
κυριάρχησε στην πολιτικη του ήταν η αγροτική µεταρρύθµιση και το μοντέλο που
ακολουθούσε ήταν αυτό των Μπολσεβίκων. Υπήρχε έντονη αντίδραση από το αλβανικό
κοινοβούλιο. Ο ηγέτης του προοδευτικού κόμματος Shefqet Verlaci, ήταν ο µεγαλύτερος γαιοκτήμονας στη
χώρα και
έλεγχε χιλιαδες αγρότες, που Θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν
ως δουλοπάροικοι. Έως τις αρχές της άνοιξης του 1924, ο Noli, εξαιτίας της ανυπομονησίας του,
καταφερε να χασει την υποστήριξη και το σεβασμό του παλαιού του συµµάχου, του Ahmet Zogu. O Zogu είχε αρχίσει να ανησυχεί με τη φιλοσοβιετική
στάση του επισκόπου. Ο Noli, που συνέθετε και διέλυε πολιτικούς συνασπισμούς με
καταπληκτική ταχύτητα, ενέτεινε το έργο του συντονίζοντας τις δραστηριότητες
των τεσσάρων οργανώσεων που αναφέρονται παραπάνω. Κατάφερε να προωθήσει την
ιδέα της αγροτικής μεταρρύθμισης στο νότο και τον αντι-σερβικό εθνικισµό στο
βορρά. Ήταν βέβαιος ότι η αναμέτρηση με τους πολιτικούς του εχθρούς ήταν
αναπόφευκτη χρειαζόταν ένα μόνο καλό πρόσχημα, το οποίο δεν άργησε να έρθει.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1924 και ενώ η βουλή ασχολείτο µε το
ζήτηµα της αγροτικής μεταρρύθµισης και την ανάγκη λήψης «ριζικών λύσεων» για τη
βελτίωση των όρων διαβίωσης του λαού, έφθασε το νέο για το θάνατο του Λένιν.
Κατόπιν σχετικού αιτήματος του Rustemi, που ήταν µέλος του Κόμματος της Αντιπολίτευσης,
τροποποιήθηκε η ηµερήσια διάταξη προκειμένου να μπορέσουν να τιµήσουν «σωστά»
τη μνήμη ενός «μεγάλου ανθρωπιστή». Ο Rustemi ζήτησε να τηρηθεί ενός λεπτού σιγή
και υπενθύµισε στους υπόλοιπους βουλευτές τα έργα του Λένιν: «Γνωρίζετε καλά, κύριοι,
ότι ο Λένιν υπερασπίστηκε την υψηλή αρχή του ουμανισμού- ήταν ο πρώτος που
κήρυξε παράνοµη τη μυστική συνθήκη του 1 9 1 5 που προέβλεπε τη διάλυση της
Αλβανίας»
Το κοινοβούλιο έκανε δεκτό το αίτημα του Rustemi. O Noli χειροκροτούσε τις προοδευτικές
δυνάμεις και άλλα μέλη σηκώθηκαν για να τιμήσουν τον Μπολσεβίκο ηγέτη. Οι
προβλεπόμενες συζητήσεις δεν συνεχίστηκαν
γεγονός που προκάλεσε την έντονη αντίδραση των βουλευτών της βορείου
Αλβανίας, οι οποίοι αρνούνταν να δεχθούν τις διαρκείς παραβιάσεις της
διαδικασίας και τη μετατροπη του κοινοβουλευτικού σώματος σε προπαγανδιστικό
φόρουµ για τον Λένιν. Η αντίδραση αυτή έφερε αναταραχή και ανησυχία, υποχρεώνοντας
τον προεδρεύοντα να διακόψει τις εργασίες έως ότου επικρατούσε κα πάλι ηρεμία.
Όμως, η ενέργεια του Rustemi είχε προκαλέσει επαναστατική Θέρμη σε όλη τη χώρα και
πολλοί κοινοβουλευτικοί συμφωνούσαν µε τις απόψεις του.
Ένα μέλος της Bashkimi, που είχε ενθουσιαστεί από την
επαναστατική ρητορία του Rustemi και επιθύμησε να μιμηθεί το επαναστατικό πνεύμα του
Λένιν, αποφάσισε να δημιουργήσει την αλβανική έκδοση για την ταξική πάλη πυροβόλησε κατά του Ahmet Zogu, o οποίος υπηρετούσε ως πρωθυπουργός
και υπουργός Εσωτερικών. Καμιά από τις δύο σφαίρες που έριξε δεν βρήκε το στόχο
της. Η απόπειρα, όμως πέτυχε τον πολιτικό της στόχο: μία κυβερνητική κρίση που
θύµιζε κατά πολύ τα γεγονότα στην Duma επί πρωθυπουργίας Alexander Kerenski στη Ρωσία. Η κρίση διήρκησε έξι
εβδομάδες.
Ο αντίκτυπος της απόπειρας δολοφονίας του Zogu περιορίστηκε όταν ο ηγέτης του
Προοδευτικού Κόμματος, Verlaci, κατάφερε να σχηµατίσει κυβέρνηση «εθνική ενότητας»,
στην οποία κλήθηκε να συμμετάσχει και ο Noli. Λίγο αργότερα, οι EL. Colemann και G.B. de Long, δύο Αμερικανοί τουρίστες (ο ρόλος
και η παρουσία των οποίων στα Τίρανα παραµένει μυστήριο) βρέθηκαν
δολοφονημένοι. Δύο εβδοµάδες αργότερα, ο Rustemi δολοφονήθηκε µέσα στο κοινοβούλιο.
Όλοι θεώρησαν ότι ήταν μία πράξη που κατευθύνθηκε από τον Zogu.
O Noli άρπαξε την ευκαιρία που του
προσέφεραν οι δολοφονίες. Πίεσε την κυβέρνηση να παραιτηθεί και υποκίνησε τις
αριστερές οργανώσεις να κάνουν την κίνησή τους στην πολιτική τους βάση, τη Vlora. Τα μέλη της Bashkimi ήταν έτοιµα να εκδικηθούν το θάνατο
του πρώην ηγέτη τους, Rustemi , η Dora e Kuqe, υπό την αρχηγία του Qazim Koculi, ζήτησε από τους οπαδούς της να
προετοιμαστούν για την επανάσταση… και η Ora e Maleve είπε στα µέλη της ότι είχε φθάσει η
«ώρα. των βουνών» για την πραγματοποίηση της επανάστασης. Ο ηγέτης της ομάδας,
Luigj Gurakuqi, που υπηρετούσε ως υπουργός στην
κυβέρνηση συνασπισμού του Verlacί, έδωσε το σύνθημα. Αποσύρθηκε στην πόλη Shkoder, στη
βόρειο Αλβανία και ζήτησε από τους οπαδούς τον να προετοιμαστούν για
ανταρτοπόλεμο, σε περίπτωση που αποτύγχανε η κατά μέτωπο επίθεση στα Τίρανα.
Εκτός από τις τρεις αυτές οργανώσεις και προφανώς σύμφωνα με τις οδηγίες της Comίntern, ο Νοlί δημιούργησε - στα χαρτιά μόνο - τη
Lίdhja Ushtarake, μία οργάνωση που έδινε την εντύπωση
ότι o στρατός και η αστυνομία
εγκατέλειπαν το βυθιζόμενο σκάφος και στρέφονταν υπέρ του Noli.
Ήταν μία κλασική εφαρμογή της τακτικής του Τρότσκι πριν το πραξικόπημα
της 7ης Νοεμβρίου 1917. Ο Noli και τα µέλη του κοινοβουλίου που τον υποστήριζαν,
ζήτησαν - από την απόσταση ασφαλείας που τους έδινε ή Vlora - την παραίτησή της κυβέρνησης. Η Vlora επιλέχθηκε για συμβολικούς λόγους,
καθώς ήταν η πόλη στην οποία διακηρύχτηκε η ανεξαρτησία της Αλβανίας το 1912.
Τελικά η κυβέρνηση Verlaci υπέκυψε στην πίεση και παραιτήθηκε
στις 16 Ιουνίου 1924. Η προσπάθεια του Ηλία Βρυώνη να σχηματίσει νέα κυβέρνηση απέτυχε Η Vlora ελεγχόταν από την Bashkimi και υποστηριζόταν από τη Στρατιωτική
Ένωση, ενώ η σηµαντική πόλη Gheg ελεγχόταν από την Ora e Maleve, της οποίας ηγείτο ο Gurakuqi. H «κοινοβουλευτική» οµάδα της
Κορυτσάς, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να προφυλάξει τον ελληνορθόδοξο πληθυσµό
της νοτίου Αλβανίας και να περιορίσει τη μαζική έξοδό του προς την Ελλάδα λόγω
του φόβου μουσουλμανικών επιθέσεων, αρχισε διαπραγματεύσεις με τον Noli για το σχηματισμό προοδευτικής
κυβέρνησης. Η κατάσταση που επικράτησε στην Αλβανία το
καλοκαίρι του 1924 θα µπορούσε να χαρακτηριστεί χαώδης, αλλά
επρόκειτο για ένα καλά σχεδιασµένο χάος. Ο Noli ήταν ίσως ο μόνος που ήλεγχε τα γεγονότα
και συντόνιζε όλες τις δυνάμεις για την επίτευξη του τελικού του στόχου - την
κατάκτηση της εξουσίας. Οι υποστηρικτές του - ο Gurakuqi, o Koculi, o Stavro Vishnajaku (που είχε διαδεχθεί τον Rustemi στην Bashkimi) και ο Rexhep Shalla της Στρατιωτικής Ένωσης - είχαν
κάνει καλά τη δουλειά τους είχαν παραλύσει τη χώρα, είτε με οργανωμένες επιθέσεις
σε πόλεις και χωριά είτε με την κυκλοφορία φηµών που έσπειραν τον πανικό και
οδηγούσασν σε ένα λαϊκό αίτηµα για το σχηματισµό μιας κυβέρνησης που θα
καταλάβαινε τα προβλήματα της χώρας.
Μετά την απόπειρα δολοφονίας κατά του Zogu, τη δολοφονία του Rustemi και τις ανεξήγητες δολοφονίες των
δύο Αμερικανών «τουριστών», ο Noli έθεσε στο επίκεντρο των πολιτικών του πιστεύω το
διεθνή σεβασμό και την επικράτηση του νόµου και της τάξης. Η στρατηγική του -
επανάσταση από πάνω σε συνδυασμό με την επανάσταση από κάτω- ήταν επιτυχής.
Ένοπολοι άνδρες κινούνταν προς τα Τίρανα από τον βορρά και το νότο. Στις 16
Ιουνίου 1924, η κυβέρνηση Vërlaci έφυγε από την πρωτεύουσα ορισμένα από τα μέλη της
κατέφυγαν στην Ιταλία ενώ άλλοι στο Βελιγράδι.
Οι νικητές ζήτησαν από
τον Νόλι να σχηματίσει κυβέρνηση και
σύντομα έγινε πρωθυπουργός της Αλβανίας ως επίσκοπος της Αλβανικής Ορθόδόξης
Εκκλησίας. Ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει την πρόκληση και να φέρει την
επανάσταση στην αλβανική κοινωνία.
Ο Νόλι με τους υπουργούς της κυβέρνησης του. Noli me ministrat e qeverisë së tij. 1924 |
Το υπουργικό συμβούλιο του Noli αποτελείτο από σημαντικά στελέχη των
τεσσάρων οργανώσεων. Έχοντας επιτύχει τους δύο κυριότερους στόχους του - την
εθνικοποίηση της εκκλησίας και την ανάληψη της πολιτικής εξουσίας - προχώρησε
στο σχεδιασµό ενός προγράμματος που ήταν φανερά επηρεασμένο από την Bashkimi, η οποία, από το 1924, ήταν υπό την επιρροή
της Comintern και της Βαλκανικής Ομοσπονδίας.
Σύντομα όλοι συνειδητοποίησαν ότι το πρόγραμμα του Noli ήταν πολύ ριζοσπαστικό για την
Αλβανία και θα αποτύγχανε. Επίσης ο επίσκοπος κατάλαβε ότι, προκειμένου να
διατηρήσει την εξουσία, θα έπρεπε να γίνει ένας «Κόκκινος» επίσκοπος, που θα
ερφαρμόζει την τακτική του Λένιν.
Την ημέρα που ο Noli έμπαινε στα Τίρανα ως Πρωθυπουργός
της επαναστατικής κυβέρνησης, η Bashkimi δημοσιοποίησε το δικό της
προοδευτικό πρόγραμμα. Περιλάμβανε πέντε κύρια, αλλά ιδιαίτερα αφηρημένα
σημεία: 1) εφαρμογή "πραγματικής δημοκρατίας", που θα παραμερίζει
τους γαιοκτήμονες και τους "εκμεταλλευτές" του λαού, 2)
"παραδειγματική τιμωρία" που όσων ευθύνονται για την εμφύλια διαμάχη
, 3) "εκκαθάριση του κράτους από τους προδότες" , 4) αφοπλισμός του
πληθυσμού, και 5) αγροτική μεταρρύθμιση
και διασφάλιση της "γενικής
ευημερίας" του αγροτικού πληθυσμού.
Λέγοντας "παραδειγματική τιμωρία" η οργάνωση εννοούσε την εκτέλεση
των πολιτικών της αντιπάλων. Επίσης, η Bashkimi απαίτησε "να μην επιτραπεί ποτέ
στους προδότες που θα φύγουν να επιστρέψουν στην Αλβανία".
Ο Noli υιοθέτησε όλα τα αιτήματα της Bashkimi και προσέθεσε
μερικές από τις ριζοσπαστικές του ιδέες. Οι «προοδευτικές μεταρρυθμίσεις» του περιλήφθηκαν
σε μία διακήρυξη που αναπτύχτηκε σε είκοσι ένα σημεία και επικεντρωνόταν στον
ιδεαλισμό του Wilson και στο αγωνιστικό πνεύμα του Λένιν. Πίστευε ότι… αυτός ο συνδυασμός Θα απέτρεπε τις
αρνητικές κριτικές από την Αριστερά και τη Δεξιά. Όμως, ήταν εμφανείς ότι οι
ιδέες του Noli στρέφονταν περισσότερο προς την αριστερά. Κήρυξε το καθεστώς του
«επαναστατικό» και εκδήλωσε την πρόθεσή του να παραµείνει
στην εξουσία όσο χρειαζόταν µέχρι να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις
για τη δημοκρατία. Δεν θα διενεργούσε εκλογές έως ότου εφαρμόζονταν τα είκοσι
ένα σηµεία. Παράλληλα, δήλωσε ότι σκόπευε να συνεργαστεί με όλα τα κράτη
προκειµένου να βελτιωθεί η διεθνής εικόνα της Αλβανίας.
Διεθνής Εξέδρα
Η πρώτη μεγάλη και µοιραία, απόφαση του Noli ήταν η
αναγνώριση της Σοβιετικής Ένωσης. Η απόφασή του πάγωσε την πολιτική ηγεσία της Σερβίας
και προκάλεσε έντονη ανησυχία στους Βρετανούς. Η Αλβανία, το νεότερο κράτος των
Βαλκανίων, είχε προβεί σε αναγνώριση του καθεστώτος των Μπολσεβίκων. Οι πρώτοι
Σοβιετικοί διπλωμάτες που έφτασαν στα Τίρανα ήταν πράκτορες της Comintern,
βουλγαρικής καταγωγής, που πίστευαν ότι το πρωταρχικό τους καθήκον ήταν η
εφαρµογή των σχεδίων της Βαλκανικής Ομοσπονδίας, όπως είχαν επινοηθεί από τον
Dimitri Manuilski της Comintern κατά την Πέμπτη Συνέλευση της Βαλκανικής Κομµουνιστικής
Ομοσπονδίας (BCF) που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα, το Δεκέμβριο του 1923. O
Manuilski πίστευε ότι η BCF μπορούσε να αποτελέσει
την κινητήρια δυναµη για μια παν-βαλκανική επανάσταση, στην οποία η Αλβανία θα
έπαιζε σημαντικό ρόλο καθώς υπήρχαν αλβανικές μειονότητες σε δύο γειτονικά της
κράτη, τη Σερβία και την Ελλάδα. «Γι, αυτό το λόγο», δήλωσε ο Manuilski κατά τη
διάρκεια της Συνέλευσης, «η τρίτη Κομμουνιστική Διεθνής υιοθετεί το σύνθημα «για μία
αυτόνοµη και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη".
Ο Νόλι αμέσως μόλις κατέλαβε την εξουσία στα Τίρανα ως
"ηγέτης μίας αστικής επανάστασης" στράφηκε ακόμη περισσότερο προς τα
αριστερά, προκαλώντας έντονες ανησυχίες στα γειτονικά του κράτη και στις
δυτικές δυνάµεις. Οι ηγέτες της Bashkimi και της Dora e Kuqe έλεγχαν την
κυβέρνηση. Όπως και ο Λένιν, o Noli έπρεπε να αντιµετωπίσει πρώτα την οικονοµικη
κατάσταση, η οποία επιδεινωνόταν από την εμφύλια διαμάχη και την επικράτηση του
χάους.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1924, πηγε στη Γενεύη, για να ζητήσει
δάνειο από την Κοινωνία των Εθνών προκειµένου να σώσει τον αλβανικό πληθυσμό
που λιμοκτονούσε. Χτύπησε, όμως, τη λάθος πόρτα, τη λάθος στιγμη. Οι
επαναστατικές δυνάμεις του Noli είχαν καταργήσει το κοινοβούλιο και ο ίδιος δεν
ήταν έτοιμος να διεξάγει εκλογές. Γνώριζε ότι οι αντίπαλοί του θα χρησιμοποιούσαν
τη βουλή ως ορμητήριο για την εξαπόλυση επιθέσεων κατά της επαναστατικής του κυβέρνησης.
Ο Noli εξέφρασε την έκπληξη του όταν η Κοινωνία των Εθνών αρνήθηκε να του
παραχωρήσει το δάνειο «διότι εκπροσωπούσε μία επαναστατική κυβέρνηση ενός
κράτους που δεν είχε κοινοβούλιο». Ο Noli στην ομιλία του στην Κοινωνία των Εθνών
δεν έκρυψε την αποδοκιµασία για τους κοινοβουλευτικούς: «Γνωρίζετε τι είναι ένα
κοινοβούλιο», ρώτησε. «Φυσικά και γνωρίζετε. Θα πρέπει όµως να µάθετε τι πιστεύω εγώ. Το κοινοβούλιο είναι
ένας χώρος στον οποίο συναντιούνται άκαρδοι πολιτικοί για να τεµαχίσουν τους συµπατριώτες
τους, µια αίθουσα γεμάτη από δηλητηριώδη αέρια, από ασφυξιογόνα αέρια, από
αέρια που προκαλούν γέλιο και κλάµα, και από όλα τα άλλα αέρια που
χρησιμοποιήθηκαν κατά τον τελευταίο πόλεμο προκειµένου να δοθεί τέρµα στους
προηγούμενους πολέμους και να σταθεροποιηθεί η ειρήνη, η ειρήνη για την οποίοι
συζητάµε». Αναφερόµενος στον Λένιν, ο Noli άφησε να εννοηθεί ότι θα
εγκαθιδρύσει… «τη δημοκρατία µια για πάντα» όταν θα έχει δηµιουργήσει η
επανάστασή του τις «κατάλληλες συνθήκες». Τότε, θα διεξάγει εκλογές διότι
«εσείς επιµένετε», αλλά δεν πρόκειται να το πράξει πριν υπάρξουν οι απαραίτητες
προϋποθέσεις. Παράφρασε, µάλιστα τα λεγόμενα του Λένιν, αναφέροντας:
Αφού επιμένετε, είμαστε διατεθειμένοι να διεξάγουμε νέες
εκλογές και να συγκαλέσουμε αυτή την πανούκλα, αυτό τον όλεθρο, αυτή την φρικτή
προκατάληψη, το Κοινοβούλιο, ύστερα από δύο ή τρία χρόνια πατερναλιστικής κυβέρνησης.
H Μεγάλη Βρετανία εξέλαβε τα λόγια τον Νολί ως απειλή
δημιουργίας ενός λενινιστικού καθεστώτος στη χώρα και ανακάλεσε τον πρεσβευτή
της στα Τίρανα, Sir Η.C.R. Ayres. Οι Σέρβοι και οι Ιταλοί, εξίσου ανήσυχοι από
την πορεία των πραγμάτων, ενθάρρυναν τους αντιπάλους τον Νολί που είχαν βρει
καταφύγιο στις χώρες τους να ανατρέψουν το καθεστώς του.
O Νολί υπηρέτησε ως πρωθυπουργός από τις Ι6 Ιουνίου έως τις
25 Δεκεμβρίου 1924 -λίγο λιγότερο από έξι μήνες. Δεν έκανε ουσιαστικές αλλαγές
στο κοινωνικό και οικονομικό σκηνικό, αλλά άφησε πίσω τον μεγάλη πολιτική
αναταραχή. Η έντονη πίστη την στην επανάσταση των Μπολσεβίκων τον έκανε να
συνάψει στενές σχέσεις με τη Μόσχα, αν και γνώριζε ότι το πρόγραμμά τον θα
πραγματοποιούνταν μόνο εάν είχε καλές σχέσεις με όλα τα κράτη. Ο πρώτος
πρεσβευτής των Μπολσεβίκων, ο Mikhail Krakvίetsky, ανέλαβε τα καθήκοντά του στις
αρχές Δεκεμβρίου 1924. Πριν από τον Krakovίetsky, είχαν φτάσει στα Τίρανα ηγετικά στελέχη της
Μακεδονικής Επιτροπής, που αποτελούσε ένα άλλο παρακλάδι της Βαλκανικής
Ομοσπονδίας και της Comintern.
Στο κοινωνικό πρόγραμμα, ο Νολί αντέγραφε πολλά σημεία από
τον Λένιν. Η πρώτη του ενέργεια ως πρωθυπουργός ήταν να ορίσει ότι όλοι οι
αιρετοί κοινοτικοί αξιωματούχοι θα ήταν «υπάλληλοι τον κράτούς», εκτός εάν
υπήρχαν υπόνοιες ότι ήταν οπαδοί τον Ζοgυ, οπότε και θα αποσύρονταν από τις
θέσεις τους. Προκειμένου να εξακριβώσει τα πιστεύω τους, εφεύρε ένα μηχανισμό
που μετρούσε ταν πατριωτισμό και ταν αλβανισμό τους. Η κλίμακα ξεκινούσε από το
έξι και τελείωνε στο δέκα (άριστα). Εξάλλου, παρά τη δύσκολη οικονομική κατάσταση
της χώρας, προχώρησε στη δημιουργία μιας αστυνομικής/ στρατιωτικής δύναμης που
αποτελείτο από 6.900 άνδρες. Η δύναμη αυτή ονομάστηκε Λαϊκός Στρατός και
χρηματοδοτήθηκε από την κατάσχεση των περιουσιών των αντιπάλων τον Νολί. Η
ταξική πάλι είχε όντως αρχίσει.
Προκειμένού να ικανοποιήσει τα αιτήματα της Bashkίmί και της
Στρατιωτικής 'Ενωσης για «παραδειγματική τιμωρία» όσων ευθύνονταν για τη
διαφθορά και την εμφύλια διαμάχη, ο Νολί ανακοίνωσε ότι σημαντικοί πολιτικοί
ηγέτες - μεταξύ αυτών οι Verlacί, Ζοgυ και Βρυώνης - θα τιμωρούνταν με
θανατική ποινή, εάν ποτέ επέστρεφαν στην Αλβανία. Όπως αναφέρει και ο Swίre, η
πράξη αυτή ήταν ένα μεγάλο λάθος τον Νολί:
H πράξη της κυβέρνησης να ορίσει πολιτικό δικαστήριο για να
ξεφορτωθεί τους πολιτικούς της αντιπάλους ήταν ένα μεγάλο λάθος... Πρόκειται
για μία καθαρά προκλητική ενέργεια που θα δημιουργούσε περαιτέρω προβλήματα και
θα έδινε κίνητρο σε όσούς καταδικάστηκαν και σε όσους βρίσκονταν στην εξορία να
προσπαθήσουν να ανατρέψουν την ισχύουσα τάξη πραγµάτων.
Στη μανία της να εξαλείψει τους πολιτικούς της αντιπάλους και
επιθυμώντας να ενισχύσει την επανάσταση, η κυβέρνηση βάλθηκε σε µία «τακτική
ερήµωσης». Επίσηµα έγραφα ανέφεραν το κάψιµο των σπιτιών των πολιτικών της
αντιπάλων, τη φυλάκιση άλλων και τις ανεξιχνίαστες δολοφονίες «υπερασπιστών του
παλαιού καθεστώτος» από «αγνώστους».
Το πιο φιλόδοξο σχέδιο του Νoli, το οποίο τέθηκε σε εφαρµογή
αμέσως µόλις ανέλαβε την
εξουσία, ήταν η συγγραφή εκ νέου όλων των σχολικών βιβλίων και η υιοθέτηση ενός τεστ
αξιολόγησης και επιλογής των δασκάλων.
Στόχος του ήταν να περάσει τη δική του άποψη για τον
αλβανισμό στα σχολεία και, εν συνεχεία, να μπορέσει να αποδιώξει την ελληνική
επιρροή. Η αναθεώρηση της αλβανικής ιστορίας συνοδεύτηκε από συλλήψεις
διαφωνούντων δασκάλων και από μία δεύτερη, ακόµη μεγαλύτερη, έξοδο µορφωμένων
κατοίκων της χώρας µε ελληνική καταγωγή, οι οποίοι φοβούνταν για τις ζωές
τους".
Ενώ η κυβέρνηση του Noli ήταν απασχολημένη µε τη δημιουργία
μίας ιδεολογίας που θα συνδύαζε το λενινισμό με τον αλβανισμό,
στελέχη της Comintern, της Βαλκανικής Ομοσπονδίας, της Μακεδονικής Επιτροπής και του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας έκαναν περιοδείες σε ολόκληρη τη χώρα προκειμένου να βρουν
οπαδούς". Ο Noli είχε ζητήσει από το νέο πρεσβευτή της Σοβιετικής Ένωσης
να στείλει στην Αλβανία «μία εμπορική και τεχνική αντιπροσωπία» για την
εξεύρεση πεδίων οικονομικής συνεργασίας.
Η παρουσία της σοβιετικής «εμπορικής και τεχνικής
αντιπροσωπίας» στα Τίρανα το 1924 δημιούργησε έντονες ανησυχίες στα γειτονικά
κράτη. Κυρίως όμως, η σοβιετική παρουσία ανησύχησε ακόμη και τους μετριοπαθείς
πολιτικούς της Αλβανίας που είχαν την πρόθεση να δώσουν στον Νολί τη δυνατότητα
να εφαρμόσει τις ιδέες του. Λίγοι, όμως, είχαν την πρόθεση να αντιταχθούν
ανοιχτά στη φίλοσοβιετική τον στάση. Είχε καταφέρει να πάρει με το μέρος τον
αρκετούς Αλβανούς, γεγονός που διασφάλιζε τη διατήρησή τον στην εξουσία. 'Ενας
από τους παλαιότερους φίλους και συμμάχους τον Νολί, ο Eshref Frasheri, συνόψισε το δίλημμα που
αντιμετώπιζαν πολλοί και αναφέρθηκε στον αντίκτυπο των στελεχών της Σοβιετικής
'Ενωσης και της Cοmintern που δρούσαν κάτω από την προστατευτική ομπρέλα τον
Νολί. Μιλώντας στη νέα συντακτική συνέλευση, που συστάθηκε μετά την εκδίωξη τον
επισκόπου, O Frashëri δήλωσε:
«Θα ήταν δυνατόν να μας επιτρέψει η Ευρώπη και η Αγγλία, που
τόσο έντονα κατηγόρησε τη Γαλλία επειδή δέχτηκε το Σοβιετικό πρεσβευτή δίχως
την προηγούμενη συμφωνία της, να δημιουργήσομε ένα κέντρο μπολσεβικισμού; Εάν
είχε δημιουργηθεί ένα τέτοιο κέντρο στην Αλβανία, ,θα ήταν "βέβαιο ότι θα
είχε επεκταθεί στα Βαλκάνια και από τα Βαλκάνια σε ολόκληρη την Ευρώπη. 'Εάν,
εμείς, από την ακτή της Αδριατικής, θα είχαμε μετατραπεί στην μπολσεβική φωλιά
της Ευρώπης».
Το τέλος του Έπους
0 Νολι έφυγε από την Αλβανία κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο
είχε αναλάβει την εξουσία: μέσω ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος, το οποίο
οργανώθηκε από τον κύριο αντίπαλό τον τον Ahmet Ζοgυ ο οποίος, τέσσερα χρόνια
αργότερα, αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αλβανίας και βασίλευσε έως το Ι939 ως
Ζοg Ζ. Ζοgυ. 0 Zogu είχε καταφύγει στο Βελιγράδι, απ' όπου κατάφερε να
εκμεταλλευτεί την εσωτερική δυσαρέσκεια και την Κόκκινη Απειλή και να τις
στρέφει κατά τον Νολι.
Είναι υπερβολή να θεωρούμε ότι η αναγνώριση της Σοβιετικής
`Ενωσης και η παρουσία πρακτόρων της Comintern αποτέλεσαν τούς κύριους λόγους
για την πτώση τον Noli. Υπήρχαν και άλλοι παράγοντες που έκαναν την πολιτική
του τακτική απαράδεκτη. Η Αλβανία ήταν μία καθαρά παραδοσιακή κοινωνία, που δεν
ήταν σε θέση να καταλάβει να δεχθεί νέες ιδεολογίες. Και δεν υπάρχει καμιά
αµφιβολία ότι η σοβιετική παρουσία ένωσε τους εχθρούς του επισκόπου.
Ο Zogu, που µόλις και μετά βίας κατάφερε να ξεφύγει από το πραξικόπημα
του 1924, προετοίμασε την επιστροφή του με τη βοήθεια ενός περίεργου συνδυασμού
δυνάμεων και με τη σερβική χρηματοδότηση. Κατά παράξενη τύχη, οι στρατιώτες που
επέζησαν από το Λευκό Στρατό του Wrangel, ύστερα από την ήττα τους στο ρωσικό
εμφύλιο πόλεµο, κατέφυγαν στη Σερβία. Εκεί, τέθηκαν στη διάθεση του Zogu, o
οποίος ενίσχυσε τις δυνάμεις του με γνήσιους Ghegs από το Κοσσυφοπέδιο. Οι
τελευταίοι, γνωστοί από την έντονη πίστη τους στις παραδοσιακές αρχές, ήθελαν
να αποκτήσουν δύναμη στα Τίρανα. Οι εξακόσιοι άνδρες του Zogu, εξοπλισµένοι και
καθοδηγούμενοι εν μέρει - από αξιωματούχους του γιουγκοσλαβικού στρατού και του
Λευκού στρατού, εισήλθαν στα Τίρανα την παραμονή των Χριστουγέννων του 1924.
Ο Noli και οι υποστηρικτές του τράπησαν σε φυγή. Ο επίσκοπος,
με αρκετούς υποστηρικτές του και ένα σημαντικό μέρος του αλβανικού θησαυροφυλακίου,
βρήκαν καταφύγιο στην Ιταλία. Κατέληξαν στη Βιέννη, όπου σχηµάτισαν την πρώτη
αλβανική οργάνωση που ελεγχόταν από την Comintern, την Εθνική Επαναστατική
Επιτροπή.
Ο ρόλος του Νόλι ως προάγγελος του αλβανικού κομμουνισμού
διαγράφηκε από το καθεστώς Χότζα και τάφηκε κάτω από την πολιτική του
εθνικισμού, η οποία προσέφερε τη δική της "διαλεκτική ερμηνεία" της
δεκαετίας του '20. Το 1927, ο Νόλι εγκαταστάθηκε εκ νέου στις Ηνωμένες
Πολιτείες. Μέχρι τότε ελάχιστοι από τους αναρχικούς του φίλους εξακολουθούσαν
να τον σέβονται. Η εικόνα που είχε σχηματιστεί γι' αυτόν, ως ριζοσπαστικός
ιερέας, ως επίσκοπος και τυχοδιώκτης που έψαχνε να βρει τις εθνικές του ρίζες,
τον καταδίωκε σε όλη του τη ζωή. Το 1930, ακόμη και ο στενός του φίλος Faik Konica θεώρησε υποχρέωσή του να
"διορθώσει" το κεφάλαιο Φαν Νόλι της αλβανικής ιστορίας. Σε άρθρο που
δημοσίευσε στην Dielli ο Κονίτσα εξαπέλυσε ανοιχτή επίθεση κατά του επισκόπου:
Ένας ξένος
μας ξεγέλασε• κάποιος που δεν γνωρίζαμε παρά μόνο από τα παραμύθια που
μας έλεγε για ένα Χριστιανό και έναν Αλβανό που ονομαζόταν Fan Νοli... 'Ηταν ένας
βρόμικος χαρακτήρας που κατάφερε να μας
διαιρέσει· ένας άνθρωπος που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε Τούρκο, Αρμένιο, Αραβα ή
οτιδήποτε άλλο, εκτός από Αλβανό».
Η ανάληψη της εξουσίας από ταν επίσκοπο Fan
S. Νολί το Ι924 έφερε την πρωτόγονη
αλβανική κοινωνία στην δίνη της Comintern και δημιούργησε τα πρώτα κομμουνιστικά στελέχη της Αλβανίας. Οι άνδρες τον Νο1ί σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία της Ευρώπης• άλλοι κατέληξαν στη Μόσχα και άλλοι υπηρέτησαν στην Camίntern στη Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια. Ελάχιστοι γύρισαν στην πατρίδα τους,
όταν τελικά ιδρύθηκε το κομμουνιστικά κόμμα
της Αλβανίας το 1941. Όσο για τον Νο1ί, οι γνώμες θα εξακολουθούν να διχάζονται. Το αλβανικό
κομμουνιστικό καθεστώς τον χαρακτήρισε πατριώτη, οραματιστή και ηγέτη της «αστικής επανάστασης» που προηγήθηκε της πραγματικής επανάστασης. Σύμφωνα
με τον Αλβανό συγγραφέα Rajar Selenίca, ο Νοlί:
«Ηταν φιλελεύθερος,
κληρικός, συντηρητικός, κομμουνιστής, Μπολσεβίκος, εθνικιστής, διεθνιστής, αναρχικός και οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να προσφέρει ο κόσμος σε κάποιον που έχει έναν τίτλο κε ένα πόντιουμ»5'
.
Όμως, τα ιδεολογικά παιδιά του Νο1ί δεν τον
ξέχασαν όταν ανέλαβαν την εξουσία Το κομμουνιστικό καθεστώς που κυβερνούσε το νεότερο και το μικρότερο κράτος των Βαλκανίων,
σε μία Κίνηση σεβασμού και αναγνώρισης της «ιστορικής τον συνδρομής» προς το
αλβανικό έθνος (και προφανώς για να νομιμοποιηθεί), ζήτησε από τον Fan Νο1ί την άδεια να περιληφθεί
το όνομά του στους υποψήφιούς για την
Λαίκή Συνέλευση στις πρώτες εκλογές μετά τον πόλεμο, το Ι946. O Νο1i αρνήθηκε. Όταν, όμως, ανακοινώθηκε η σύνθεση της πρώτης κομμουνιστικής κυβέρνησης στην Αλβανία, ο επίσκοπος ενημέρωσε τους αξιωματούχους τον Στέιτ Ντιπάρτμεντ και, με φυσικό
τρόπο, δήλωσε «Είναι όλοι παιδιά μας»
ΠΕΛΑΣΓΟΣ ΚΟΡΥΤΣΑΣ. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση χωρίς την αναφορά στην πηγή.
Δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο Πελασγός Κορυτσάς.
Δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο Πελασγός Κορυτσάς.
Βορειοηπειρωτικά Τόμος Γ' Ιωάννινα 2012 σελ .9-40
Η νεκρώσιμη ακολουθία του Νόλι
Ceremonia mortore e Nolit
*Νικόλαος Α. Σταύρου
Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Παν/μίου Χάουαρντ της Ουάσιγκτον
Πηγή
https://www.pelasgoskoritsas.gr/2019/03/b-komunizmi-shqiptar-dhe-peshkopi-i-kuq.html
Πελασγός Κορυτσάς.
Πηγή: Himara.gr | Ειδήσεις απ' την Βόρειο Ήπειρο
2 σχόλια:
Φοβερό άρθρο.Συγχαρητήρια.
Τί άρθρο, ολόκληρο βιβλίο είναι :)
Δημοσίευση σχολίου