Οι τέσσερις μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ της χώρας και οι δύο βασικοί εγχώριοι προμηθευτές συσκευασμένου επώνυμου ρυζιού, βρίσκονται στο επίκεντρο της έρευνας που ξεκίνησε από την Εισαγγελία, την οικονομική αστυνομία και κυρίως την Επιτροπή Ανταγωνισμού για τις συνθήκες ανταγωνισμού που επικρατούν τόσο στην χονδρική όσο και τη λιανική αγορά ρυζιού:
Το θέμα των τιμών στο ελληνικό ρύζι άνοιξε μετά από πολιτική πρωτοβουλία, αρχικά του βουλευτή ΠΑΣΟΚ Μ. Μπεντενιώτη, ο οποίος κατέθεσε σχετική ερώτηση στη Βουλή, και εν συνεχεία του αναπληρωτή υπουργού Ανάπτυξης Σ. Ξυνίδη, ο οποίος και υπέβαλε σχετική αναφορά με επιβαρυντικές για τις εταιρείες ενδείξεις, καλώντας παράλληλα τις αρμόδιες αρχές να ερευνήσουν το θέμα.
Αν και η υπόθεση «ρύζι» προσφέρεται σε κάποιο βαθμό για πολιτική εκμετάλλευση εν μέσω προεκλογικής περιόδου, όπου η Κυβέρνηση θα ήθελε να δείξει ότι «μάχεται» με τα καρτέλ και την αδικαιολόγητη ακρίβεια, εντούτοις τα πρώτα ευρήματα που έχουν συγκεντρωθεί από την έρευνα της αρμόδιας διεύθυνσης εποπτείας της αγοράς αφήνουν σοβαρά ερωτήματα για την ορθή λειτουργία του ανταγωνισμού, τόσο στο πεδίο της λιανικής πώλησης μέσω των σούπερ μάρκετ, όσο και στην συγκεκριμένη βιομηχανία που χαρακτηρίζεται από ολιγοπωλιακή δομή.
Σύμφωνα με πληροφορίες από τα βασικά ευρήματα της έρευνας προέκυψε ότι:
- Όλες οι επώνυμες συσκευασίες ρυζιού πωλούνταν στα τέσσερα μεγάλα σούπερ μάρκετ που ελέγχθηκαν (Carrefour, ΑΒ Βασιλόπουλος, Βερόπουλος και Σκλαβενίτης) σε παραπλήσιες τιμές, με ελάχιστες ως ανύπαρκτες διαφορές μεταξύ τους καθ’ όλη τη διάρκεια του 2011. Το επώνυμο ρύζι πωλείτο στην αγορά κοντά στο 1,43 ευρώ χωρίς ΦΠΑ και περίπου 1,65 ευρώ με τον ΦΠΑ.
-Υπήρχαν πολύ μεγάλες διαφορές τιμών ανάμεσα στα επώνυμα προϊόντα ρυζιού και στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Οι τιμές λιανικής στο επώνυμο ρύζι ήταν τουλάχιστον διπλάσιες σε σχέση με τα private label προϊόντα.
- Το μέσο περιθώριο μικτού κέρδους των αλυσίδων σούπερ μάρκετ στο συσκευασμένο ρύζι ήταν υπερδιπλάσιο -από 37% μέχρι 47%- από αυτό που επικρατεί για άλλα προϊόντα των ίδιων σούπερ μάρκετ και το οποίο κινείται περίπου στο 20% (κοντά δηλαδή στον ευρωπαϊκό μέσο όρο).
-Αυτό που θεωρούν αν μη τι άλλο «παράξενο» οι αρμόδιες αρχές που ήλεγξαν την αγορά, είναι πως παρότι όλες οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ είχαν υψηλά περιθώρια κέρδους με βάση τους τιμοκαταλόγους χονδρικής και συνεπώς δυνατότητα να ανταγωνιστούν μεταξύ τους σε επίπεδο τιμών, δεν το έκαναν, πουλώντας όλες λίγο πολύ στην ίδια λιανική τιμή. Μια εξήγηση είναι ότι το ένα σούπερ μάρκετ ενδεχομένως παρακολουθούσε τις τιμές του άλλου και προσαρμόζονταν ανάλογα. Μια άλλη είναι ότι επέλεγαν να πωλούν σε ψηλές τιμές το συγκεκριμένο προϊόν ώστε να «βγάζουν τα σπασμένα» από άλλα προϊόντα με χαμηλότερο περιθώριο κέρδους. Η πιο σοβαρή περίπτωση όμως, την οποία θα ελέγξει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, είναι η υπόνοια για δημιουργία «καρτέλ» και πώληση των προϊόντων σε προσυμφωνημένες τιμές, κάτι που ωστόσο για να «σταθεί», χρειάζεται να αποδειχθεί με αδιάσειστα στοιχεία.
-Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο που προέκυψε από την έρευνα των τιμοκαταλόγων χονδρικής, είναι ότι η τιμή στην οποία τα σούπερ μάρκετ αγόραζαν τα συσκευασμένα προϊόντα από τις δύο μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου (Agrino και Τρία Άλφα) μετά την αφαίρεση των κάθε είδους εκπτώσεων και πιστωτικών υπολοίπων, ήταν περίπου διπλάσια από την τιμή στην οποία αγόραζαν από τις ίδιες εταιρείες τα δικά τους προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Έτσι, μια επώνυμη συσκευασία ρυζιού έφτανε να πωλείται σε διπλάσια τιμή σε σχέση με μια συσκευασίας ιδιωτικής ετικέτας που παραγόταν από τον ίδιο προμηθευτή. Μια δικαιολογία για αυτό θα μπορούσε να είναι η διαφορά της ποιότητας, κάτι που ωστόσο δεν φαίνεται να πείθει σε πρώτη φάση, τουλάχιστον τις αρχές, που επιδιώκουν να διερευνηθεί το ενδεχόμενο ύπαρξης εναρμονισμένων πρακτικών και σε επίπεδο παραγωγού/βιομηχανίας.
Οι δύο ελληνικές εταιρείες παραγωγής ρυζιού, η Τρία Άλφα με ετήσιες πωλήσεις 26,5 εκατ. ευρώ και κέρδη 2,2 εκατ. ευρώ (2010) και η Agrino Πιστιόλας με πωλήσεις 27,4 εκατ. ευρώ και κέρδη 255 χιλ. ευρώ αντίστοιχα, ελέγχουν σήμερα το μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά συσκευασμένου ρυζιού όλων των ειδών (το 50% της αγοράς είναι το χύμα ρύζι). Η αμερικάνικη Uncle Bens έχει επίσης σημαντικό μερίδιο στο αμερικάνικο ρύζι.
Αν έχει να προσδοκά ο καταναλωτής σε κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα από την «υπόθεση ρύζι» είναι να μειωθούν οι λιανικές τιμές στα σούπερ μάρκετ λόγω του γενικότερου «ντόρου» που δημιουργείται.
Για να αποδειχθεί τυχόν σύμπραξη των επιχειρήσεων στον κλάδο από την Επιτροπή Ανταγωνισμού θα πρέπει να βρεθούν αδιάσειστα στοιχεία που να αποδεικνύουν προσυνεννόηση για τη διαμόρφωση τιμών. Διαφορετικά η υπόθεση θα είναι σαν να μην άνοιξε ποτέ.
Σε ό,τι αφορά στην οικονομική αστυνομία που παρενέβη μετά από αίτημα της Εισαγγελίας προκειμένου να διερευνηθούν τυχόν ευθύνες για «αισχροκέρδεια», η εμπλοκή των δικαστικών αρχών φαίνεται να έχει περισσότερο «θεσμικό» και πολιτικό χαρακτήρα παρά ουσιαστικό, αφού τα περιθώρια κέρδους είναι απελευθερωμένα και στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποιο πλαίσιο που να ορίζει τί συνιστά και τί όχι «αισχροκέρδεια».
Του Βασίλη Γεώργα / capital.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου